Μετατοπίσεις: Ενα (Απ)Αισιόδοξο Post

Πριν από αρκετούς μήνες, πήρα την απόφαση να τα μαζεύω σιγά σιγά από αυτήν την πόλη και να κατευθυνθώ στην άλλη, τη μεγαλύτερη, της ίδιας χώρας. Χρόνια το αναβάλλω, ήρθε, λέω, η ώρα. Τι έχω να χάσω; Σαρανταενός πια, έχουν περίπου ρυθμιστεί οι λογαριασμοί με τα εδώ, καλύτερα να μετατοπιστώ λίγο πιο κει, στο κάτω […]

Βασίλης Αμανατίδης
μετατοπίσεις-ενα-απαισιόδοξο-post-41352
Βασίλης Αμανατίδης
1.jpg

Πριν από αρκετούς μήνες, πήρα την απόφαση να τα μαζεύω σιγά σιγά από αυτήν την πόλη και να κατευθυνθώ στην άλλη, τη μεγαλύτερη, της ίδιας χώρας. Χρόνια το αναβάλλω, ήρθε, λέω, η ώρα. Τι έχω να χάσω; Σαρανταενός πια, έχουν περίπου ρυθμιστεί οι λογαριασμοί με τα εδώ, καλύτερα να μετατοπιστώ λίγο πιο κει, στο κάτω κάτω παντού τα ίδια είναι, ας φύγω από τα εδώ ίδια, να δω τα εκεί. Κι αν δεν μου βγει, ξαναγυρνώ, σιγά το διακύβευμα.

Για δυο βδομάδες, έσπερνα αισιοδοξίες, φύτρωναν χαμόγελα, απέφευγα επιμελώς να τα θερίζω. Αν και δεν καλοπρόσεχα τι διαβρωτικό έργο είχαν ήδη αρχίσει μέσα μου τα επίφοβα ζιζάνια της αδράνειας. Μήπως από Σεπτέμβρη καλύτερα; Άρχισα νέο τροπάρι (όπως λέμε στις δίαιτες: «από Δευτέρα»;). Μόνο που δε διευκρίνιζα από ποιον ακριβώς Σεπτέμβρη.

Είναι και που στο μεταξύ συνέβησαν πολλά – ε, τα «ξέρουμε» όλοι. Η Αθήνα πια: το κέντρο μιας ολοένα αναβαλλόμενης έκρηξης, η Θεσσαλονίκη: βυθισμένη στις ελπίδες και στις διαψεύσεις που της αναλογούν. Γύρω, παντού, μια συμπαγής ελληνο-παγκόσμια θολούρα, που μοιάζει να ευνοεί όλων των ειδών τις ματαιώσεις. Πότε θα είναι, λέω, η κατάλληλη στιγμή; Είναι όλα, λοιπόν, είτε πρόωρα είτε πάρωρα στον μάταιο τούτο κόσμο; Είσαι μια κότα και μισή, μου πετώ κατάμουτρα στον καθρέφτη, όπου στέκω και με κοιτώ, χαμογελώντας μου χαζά.

Θυμήθηκα τότε ένα παλιότερο ποίημά μου. Γραμμένο το 2001, αδημοσίευτο, από αυτά που ποτέ δεν μπόρεσαν να βρουν τη θέση τους σε κάποιο απ’ τα βιβλία που έχω βγάλει. Να το:

ΓΙΑΤΙ ΜΕΡΙΚΕΣ ΦΟΡΕΣ ΔΕΝ ΑΡΚΕΙ ΝΑ ΤΑΞΙΔΕΥΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΥ ΤΟΥ, ΑΛΛΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΑΞΙΔΕΨΕΙ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ, ΜΑΚΡΙΑ, ΕΠΕΙΓΟΝΤΩΣ

Πήγε ταξίδι

ταξίδι

και ένα ταξίδι

ναι, και

πήγε

Γύρισε πίσω

πίσω

και γύρισε

πίσω, ναι

και Γύρισε

Θα ξαναπάει

ταξίδι

και ταξίδι

θα ξαναπάει, ναι, και

κάποτε

(Γιατί εδώ πια

κανείς δεν

και σαν α

πολύτως

κανείς να μη ζει)

Εκεί όμως που

πήγε

ένας, που

είδε, είχε ευτυχία

(άκουγε Μπαχ)

Γι’ αυτό στο

εξής

λέει πάντα να λέει:

ταξίδι

ταξίδι θα λέει

Μα πια

Βαθιά στην ανάσα του – ξέρει

–πάντα θ’ ακούει

(ταξίδι ταξίδι) και

ένα μικρό

και πάρα πολύ

ταξιδιάρικο αχ

Ομολογώ: τι κι αν την έγραψα; Η λέξη «ταξιδιάρικο» μου προκαλούσε πάντα ήπιες αναγούλες –αισθητικοί, φαντάζομαι, οι λόγοι. Ωστόσο, οι συνώνυμές της στο λεξικό μοιάζουν καλύτερες. Αντιγράφω: «ταξιδιάρικος: ο μεταναστευτικός, ο αποδημητικός». Α, πολύ ωραία. Γιατί, ακόμη κι αν είναι όλα πρόωρα ή πάρωρα, εκείνο που θα απομένει πάντα αναγκαστικά είναι η ώρα, όμως η ώρα ως διηνεκής στιγμή. Μόνη, λέω, προϋπόθεση: να αντέχει κανείς να μεταναστεύει πότε πότε και από μέσα του. Από τον κακό εαυτό του. Από τη ραθυμία, τους φόβους, τις βεβαιωμένες του παγιώσεις. Γίνεται;

Γίνεται. Μόλις το σκέφτομαι, το χαμόγελό μου σαν να στερεώνεται λίγο καλύτερα στο πρόσωπό μου και η κάθε απόφαση διαγράφεται ευτυχώς εφικτή: α, ναι, μία μόνιμη μετατόπιση. Εδώ, εκεί ή οπουδήποτε.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα