Μια επείγουσα νέα εκκίνηση
του Γιώργου Τούλα Εικόνες: Θανάσης Σταθόπουλος, Ελένη Βράκα Υπάρχει ένα ποτάμι που χωρίζει και ενώνει τα Λαδάδικα από το Φραγκομαχαλά. Η Τσιμισκή. Αποτελεί ένα νοητό αλλά και πραγματικό σύνορο που ενώνει και χωρίζει τις δυο γειτονιές. Που απομακρύνει και φέρνει κοντά τις διάφορες και τις ομοιότητες τους. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ενενήντα για […]
του Γιώργου Τούλα Εικόνες: Θανάσης Σταθόπουλος, Ελένη Βράκα
Υπάρχει ένα ποτάμι που χωρίζει και ενώνει τα Λαδάδικα από το Φραγκομαχαλά. Η Τσιμισκή. Αποτελεί ένα νοητό αλλά και πραγματικό σύνορο που ενώνει και χωρίζει τις δυο γειτονιές. Που απομακρύνει και φέρνει κοντά τις διάφορες και τις ομοιότητες τους. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ενενήντα για τους κατοίκους αυτής της πόλης το μεν κομμάτι άνωθεν της Τσιμισκή ήταν συνυφασμένο με το παραδοσιακό εμπόριο της πόλης και μάλιστα με την καθημερινή της ζωή. Βιοτεχνίες, εδώδιμα αποικιακά, κηπευτικά, ξηροκαρπάδικα, είδη οικιακής χρήσης, υφασματάδικα. Η καρδιά της παλιάς αγοράς της πόλης χτυπούσε εκεί. Κραταιές οικογενειακές επιχειρήσεις που πήγαιναν συνήθως από γενιά σε γενιά και φυσικά ούτε ίχνος ιδέας για άλλου τύπου αξιοποίηση της γειτονιάς ως διασκεδασότοπου. Στην κάτω της Τσιμισκή πλευρά αντίθετα, εκεί που οι διαδρομές μας ήταν λιγότερες, λόγω του χονδρεμπορίου αλλά και του κακόφημου του πράγματος εξ αιτίας της γειτνίασης με το λιμάνι, ποιος δεν θυμάται τα πορνεία, την πεζοδρομιακή πορνεία ή ακόμα και το θρυλικό ξενοδοχείο Μαρίνα, η περιοχή ήταν μάλλον tera incognita. H απόφαση για ανακαίνιση του πιο γραφικού τμήματος της πόλης ήταν η αρχή των νέων ορέξεων που γεννήθηκε σε όσους έψαχναν το Ελ Ντοράντο τους για ένα νέο προορισμό διασκέδασης, καθώς είναι γνωστό πως σε αυτή τη χώρα βαριόμαστε εύκολα και “καίμε” περιοχές σε χρόνο ελάχιστο. Ή τις λυτρώνουμε. Εξαρτάται πώς το βλέπει κάνεις.
Στην περίπτωση των Λαδάδικων το εντυπωσιακό σκηνικό που παραδόθηκε στην πόλη αναπλασμένο και τράβηξε σα μαγνήτης κοινό και μαγαζάτορες δεν άργησε να εξελιχθεί από ένα γραφικό ονειροδρόμιο που πετούσαμε χαρτοπετσέτες στον αέρα τα μεσημέρια μετά τη δουλειά ακούγοντας μουσικές από τον ελληνικό κινηματογράφο του εξήντα, σε ένα εφιαλτικό παρακμιακό τόπο τρομακτικών εκτρόπων και μαγαζιών που ντρεπόσουν ακόμα και να περάσεις από το κατώφλι τους. Και μετά άρχισαν τα λουκέτα. Η ιδέα της επιστροφής της γειτονιάς με μια μεικτή χρήση που θα διέθετε δημιουργικά γραφεία, ομάδες και καλλιτεχνικές σχολές πλάι σε ποιοτικά μπαρ και εστιατόρια που σέβονται την ιστορία και την αισθητική της γειτονιάς που επαναπροσδιορίστηκε, κράτησε λίγο. Σήμερα η τάση μοιάζει πάλι να μπερδεύει το σεβασμό με την κατάχρηση. Πλάι σε όσους άντεξαν και κράτησαν ένα επίπεδο στη γειτονιά, τα καλά ξενοδοχεία που επιχείρησαν εκεί και τα ελάχιστα γραφεία που άντεξαν στην κρίση άρχισαν να εμφανίζονται και πάλι έκτροπα. Και καταλήψεις δημόσιου χώρου και ηχορύπανση αλύπητη και κατάλυση των πεζόδρομων σε όλη τη διάρκεια της ημέρας από αρχοντοκυμπάρηδες Σαλονικιούς και έλλειψη αστυνόμευσης και αυθαιρεσία που πια αρχίζει και εκτραχύνεται. Ταυτόχρονα η πρακτική σύνδεση στη βόλτα με τη μαζική Βαλαωρίτου και το θορυβώδες λιμάνι της νύχτας με την ανομία του δημιουργεί ένα εκρηκτικό σκηνικό που κινδυνεύει να ρίξει τα υπέροχα Λαδάδικα που γοητεύουν τους τουρίστες, εγχώριους και αλλοδαπούς, σε νέες περιπέτειες.
Στο Φραγκομαχαλά πάλι, στην παλιά ένδοξη επίσης συνοικία, η μετάλλαξη ήταν από την αρχή απότομη. Όσοι διαδέχθηκαν τα πυτζάμαδικα στα πρώτα μπαρ, είχαν μεράκι, στιλ, γούστο και αισθητική. Πλάι τους άνοιξαν ομάδες δημιουργικές, σχολές θεάτρου, γκαλερί και μικρά θέατρα. Όλοι ελπίσαμε ότι η μεικτή χρήση θα κάνει το θαύμα της. Όμως και δω η κατάρα του εύκολου πλουτισμού και της έλλειψης παιδείας έφερε και την παρακμή που ακολούθησε. Η έλλειψη σεβασμού στο δημόσιο χώρο κατέλαβε ακόμα και οδοστρώματα, οι μουσικές δεν ξεχώριζαν η μια από την άλλη, ενώ δεν άργησε και η παραβατικότητα που περιείχε εκβιασμούς, συμπλοκές και βία.
Η ανάπλαση της περιοχής από το δήμο που εξελίσσεται θα μπορούσε να είναι η αφορμή για αλλαγές, κανονιστικά πλαίσια και νέο ξεκίνημα μιας γειτονιάς που ελλοχεύει πάντα ο φόβος της παρακμής. Το νοητό τρίγωνο που ξεκινά από τα δικαστήρια, αγγίζει το Βαρδάρη και φτάνει διαγωνίως στην πλατεία Ελευθερίας συμπεριλαμβάνοντας ιστορικά κτίρια, στοές υπέροχα φτιαγμένες, δρόμους κοσμήματα όπως η Εδέσσης, αλλά και δρόμους απόκοσμους όπως η Εμπράρ, θα πρέπει να βρει σύντομα την ισορροπία του. Το οφείλουμε στην ιστορία του, στο παλαιό του κλέος, στα χρήματα που έπεσαν για τις αναπλάσεις του. Η σωστή μείξη της διασκέδασης με άλλες χρήσεις, ένα κανονιστικό πλαίσιο που θα επαναφέρει τα στοιχειώδη χαμένα όρια, ο σεβασμός πρώτα από την πλευρά όσων δραστηριοποιούνται εδώ, η αξιοποίηση άδειων κτιρίων με κίνητρα σε νέους επιχειρηματίες ώστε να τα συντηρήσουν και να ξεκινήσουν εκεί, η προβολή του από την πλευρά του δήμου με σηματοδότηση της ιστορίας και των κτιρίων του θα δημιουργήσουν τις συνθήκες μιας νέας αφετηρίας που έχει μεγάλη ανάγκη το κέντρο της πόλης.