Μια εσωτερική σεισμική δόνηση μέσα στον ιστορικό κορμό της Νέας Δημοκρατίας
Ο Μάνος Λαμπράκης γράφει τις σκέψεις του για την βαρύτητα της παρέμβασης του Αντώνη Σαμαρά
Λέξεις: Μάνος Λαμπράκης
Σε μια στιγμή όπου το πολιτικό σύστημα μοιάζει εγκλωβισμένο στη δική του αυτοαναφορικότητα, η χθεσινή συνέντευξη του Αντώνη Σαμαρά δεν λειτουργεί μόνο ως μια απλή αποτύπωση πολιτικών διαφωνιών. Λειτουργεί κυρίως ως εσωτερική σεισμική δόνηση μέσα στον ιστορικό κορμό της Νέας Δημοκρατίας.
Το εύρος των θεματικών – τα εθνικά ζητήματα, η οικονομική υποβάθμιση, η δημογραφική φθορά, η ηθική αποσύνδεση από τις τραγωδίες όπως των Τεμπών – δεν είναι ένα συνονθύλευμα πολιτικών θέσεων αλλά μια συνεκτική διάγνωση μιας παράταξης που έχει μεταμορφωθεί από κοινότητα ιδεών σε μηχανισμό ιδιοκτησίας.
Ο τρόπος με τον οποίο αποδομεί ο Σαμαράς τη σημερινή Νέα Δημοκρατία – ως μόρφωμα «χωρίς ιδεολογία και, μερικές φορές, χωρίς ηθική» – εγγράφεται σε μια ευρύτερη ιστορική γραμμή: την παρακμή της πολιτικής ως αρχής και τη μετάβασή της σε ένα καθεστώς διαχειριστικής κυριαρχίας, όπου η εξουσία νοείται όχι ως θεσμική αποστολή αλλά ως ιδιωτικό δικαίωμα.
Εδώ βρίσκεται κυρίως η βαρύτητα της παρέμβασής του. Ο Σαμαράς δεν μιλά με την ελαφρότητα μιας εσωκομματικής αντίδρασης. Ανασύρει από τον πυρήνα της μεταπολιτευτικής παράδοσης την αρχική παραδοχή ότι η δεξιά, η κεντροδεξιά, η φιλελεύθερη παράταξη – όπως κι αν ονοματιστεί – δεν συγκροτήθηκε ποτέ ως προσωπικό φέουδο. Στη φράση του ότι η σημερινή ΝΔ έχει γίνει «κόμμα ιδιοκτήτη», δεν επιτίθεται στον Μητσοτάκη ως πρόσωπο αλλά στο μοντέλο εξουσίας που εγκαθίσταται όταν η πολιτική αφαιρείται από το ιστορικό της πλαίσιο και παραδίδεται σε μια γλώσσα επιτελικότητας, επιχειρηματικής λογικής και τεχνοκρατικής αυτάρκειας.
Το «υβρίδιο σημιτικού ΠΑΣΟΚ με μπλε χρώμα», όπως το περιγράφει, δεν είναι απλώς μια ειρωνική αιχμή, είναι πολιτικός όρος που υποδηλώνει την αποϊδεολογικοποίηση και την απώλεια πολιτικής ταυτότητας.
Η συνέντευξη του Σαμαρά αποκτά βάθος όταν αντιμετωπιστεί όχι ως παράθεση θέσεων, αλλά ως μετα-σχόλιο πάνω στην ίδια την κρίση της αντιπροσώπευσης στη χώρα. Η κριτική στη θεσμική απρέπεια, στην αλαζονεία, στη γλώσσα απαξίωσης προς τους πολιτικούς αντιπάλους, δεν είναι ζήτημα ύφους. Ο Σαμαράς αναγνωρίζει ότι αυτές οι συμπεριφορές δεν αποτελούν απλές εκτροπές.
Αποτελούν συμπτώματα μιας βαθύτερης πολιτικής απονέκρωσης: της υποκατάστασης του πολιτικού ως διαδικασίας συλλογικού στοχασμού από το πολιτικό ως προϊόν επικοινωνιακής διαχείρισης. Ο τρόπος που περιγράφει τον πρωθυπουργό να εγκαταλείπει συνεδριάσεις, να χαρακτηρίζει αντιπάλους «πατριώτες της φακής», λειτουργεί εδώ σαν εμβληματικό παράδειγμα ενός καθεστώτος όπου η εξουσία δεν αντλεί δύναμη από την παράδοση της παράταξης αλλά από την απόσταση που θέλει να κρατά από αυτήν.
Τα εθνικά θέματα, όπως τα αναπτύσσει στην συνέντευξη του, αποτελούν το πιο αιχμηρό πεδίο αυτής της διάγνωσης. Η καταγγελία του «κατευνασμού», η ανησυχία για τη φινλανδοποίηση, η επιμονή στην ιστορική συνέχεια Ελλάδας–Κύπρου, η αναφορά στην αδράνεια απέναντι στην τουρκική αναθεωρητικότητα, δεν αποτελούν επανάληψη μιας παραδοσιακής δεξιάς ρητορικής· αποτελούν θεωρητική θέση: ότι μια χώρα χωρίς γεωπολιτική μνήμη και χωρίς στρατηγικό χρόνο καταλήγει να είναι χώρα χωρίς εθνική υποκειμενικότητα.
Η Νέα Δημοκρατία του Μητσοτάκη, στα μάτια του Σαμαρά, δεν εγκαταλείπει απλώς τις «γραμμές». Εγκαταλείπει τη μεταφυσική του έθνους – την ιδέα ότι το έθνος δεν είναι τεχνικό μέγεθος αλλά ιστορική οντότητα που απαιτεί εσωτερική συνοχή και πολιτική βούληση.
Η αναφορά του στα Τέμπη, και κυρίως στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκαν οι γονείς και οι νεκροί, μεταφέρει τη συζήτηση στο πεδίο του πολιτικού ήθους. Όταν ο Σαμαράς μιλά για «ακύρωση της πατρότητας» μέσω της απαγόρευσης της εκταφής, δεν κάνει μικροπολιτική, περιγράφει την έσχατη μορφή κρατικής αποξένωσης: την άρνηση της κοινότητας να αναγνωρίσει τον πόνο, τη μνήμη, το πένθος ως πολιτικά γεγονότα.
Εδώ η συνέντευξη αγγίζει ένα επίπεδο που λίγοι πολιτικοί στη σύγχρονη Ελλάδα αγγίζουν: την κατανόηση ότι το κράτος δεν κρίνεται μόνο από τη γεωπολιτική του στρατηγική αλλά και από τη μνημονική του ηθική.
Με τον ίδιο τρόπο, η κριτική του στην ακρίβεια, στα χρέη, στην αποδυνάμωση της μεσαίας τάξης, δεν υψώνεται ως διαχειριστική καταγγελία. Συνδέεται με την ευρύτερη του θέση ότι το κοινωνικό σώμα στερείται πολιτικής φροντίδας, ότι η κυβέρνηση λειτουργεί ως εξουσιαστικός μηχανισμός που αφήνει την κοινωνία να λειτουργεί με όρους επιβίωσης, ενώ η ίδια επιδίδεται σε μια αδιάκοπη αφήγηση αυτοθαυμασμού.
Εκεί όμως όπου η συνέντευξη μετατρέπεται από πολιτικό σχόλιο σε ιστορικό ορόσημο είναι στις υπαινικτικές της συνέπειες. Η φράση του ότι «η πατρίδα μας έχει ανάγκη από μια νέα αρχή» δεν είναι μετέωρη.
Η συστηματική επίθεση στο μοντέλο διακυβέρνησης Μητσοτάκη, η ολική αποδόμηση της μεταλλαχθείσας ΝΔ, η θεμελίωση ενός πολιτικού και αξιακού χάσματος που δεν γεφυρώνεται, προετοιμάζουν το έδαφος για μια αναδιάταξη του δεξιού χώρου που θα αποτελέσει, αργά ή γρήγορα, σημείο καμπής.
Δεν είναι η υπόνοια νέου κόμματος το καθοριστικό. Είναι ότι για πρώτη φορά, μετά από πολλά χρόνια, ένας πρώην πρωθυπουργός, γνώστης της παράταξης από τα μέσα, ορίζει ότι η κρίση δεν είναι προσωπική αλλά οντολογική: αφορά το τι σημαίνει «δεξιά», τι σημαίνει «παράταξη», τι σημαίνει «πολιτική» στην Ελλάδα του 21ου αιώνα.
Στην πραγματικότητα, η συνέντευξη Σαμαρά λειτουργεί ως συμβολικό δημοψήφισμα για το μέλλον της κεντροδεξιάς: αν θα παραμείνει ένας μηχανισμός εξουσίας, αποσυνδεδεμένος από την ιστορική του κληρονομιά, ή αν θα αναζητήσει εκ νέου το πολιτικό της βάθος. Και είτε συμφωνεί κανείς με τον Σαμαρά είτε όχι, το βέβαιο είναι ότι με αυτή την παρέμβαση εγκαθίσταται – ίσως για πρώτη φορά μετά το 2015 – μια πραγματική θεωρητική συζήτηση για τη θέση της Ελλάδας, τον χαρακτήρα της πολιτικής, και τη δυνατότητα μιας παράταξης να επαναδιεκδικήσει τον ρόλο της στην ιστορική συνέχεια του τόπου.
Πρόκειται, δηλαδή, όχι για μια συνέντευξη, αλλά για προοίμιο πολιτικών εξελίξεων που θα επαναπροσδιορίσουν το τοπίο. Και αυτό, στην Ελλάδα όπου η πολιτική λόγια σπανίζει, είναι από μόνο του γεγονός.
Ως εκ τούτου, η συνέντευξη δεν συνιστά απλώς μια στιγμή οξείας αντιπαράθεσης, αλλά μια κρίσιμη πράξη αποσυμβολισμού της ηγεσίας Μητσοτάκη, μια αποκαθηλωτική χειρονομία που ανέδειξε με εντυπωσιακή διαύγεια το θεσμικό κενό πάνω στο οποίο ερείδεται το σημερινό «επιτελικό» καθεστώς. Η κριτική του Σαμαρά – νηφάλια, δομικά επιχειρηματολογημένη, ιστορικά συνεκτική – εκθέτει τον Μητσοτάκη όχι ως απλώς προβληματικό διαχειριστή, αλλά ως παρεκκλίνοντα φορέα μιας πολιτικής μορφής ασύμβατης με τη γενεαλογία της κεντροδεξιάς.
Από τη στιγμή που η παράταξη καλείται να ξαναβρεί τον άξονα της ιστορικής της αυτοσυνείδησης, ο σημερινός πρωθυπουργός καθίσταται μια φιγούρα πολιτικά εξαντλημένη: ένα υποκείμενο που έχει ήδη υπερβεί τη δυνατότητα να παραγάγει νομιμοποιητικό λόγο, γιατί έχει αποκοπεί από τα θεμέλια που τον γέννησαν.
Υπό αυτή την έννοια, η συνέντευξη σηματοδοτεί όχι απλώς τη λήξη ενός κύκλου, αλλά την αναστολή της ίδιας της ηγεμονίας Μητσοτάκη: μια διακοπή λειτουργίας της πολιτικής του μορφής, η οποία πλέον δεν μπορεί να αναπαραχθεί ούτε εντός του κόμματος, ούτε εντός της ιστορικής του παράδοσης. Στο σημείο αυτό, ο πρωθυπουργός δεν αντιμετωπίζει μια εσωκομματική πρόκληση, αλλά μια ιστορική αποδοχή της έκλειψής του, καθώς η παράταξη επανενεργοποιεί τα κριτήρια που καθορίζουν ποιος μπορεί – και ποιος δεν μπορεί πλέον – να εκπροσωπεί το ίδιο της το όνομα.
*Ο Μάνος Λαμπράκης είναι θεατρικός συγγραφέας, δραματουργός και μεταφραστής
