Μια φορά κι έναν καιρό ήταν και δεν ήταν….

Στον Δενδροπόταμο Θεσσαλονίκης οι κάτοικοι αφηγούνται πολλά έτσι όπως τα θυμούνται από τους παππούδες και προπαππούδες τους.

Γιώργος Τσιτιρίδης
μια-φορά-κι-έναν-καιρό-ήταν-και-δεν-ήταν-87878
Γιώργος Τσιτιρίδης

rom 3

Εικόνες: Από την ταινία “Sam Roma – Είμαστε Τσιγγάνοι” της Μαρίνας Δανέζη

Μια φορά και έναν καιρό πριν ακόμα ανακαλυφθεί o κινηματογράφος η τηλεόραση και ο υπολογιστής μια από τις πιο διαδεδομένες μορφές ψυχαγωγίας, ειδικά στην επαρχία και στους νομαδικούς μετακινούμενους πληθυσμούς, ήταν η αφήγηση ιστοριών και τα παραμύθια. Το  χειμώνα γύρω από το τζάκι, στην αυλή και τις πλατείες τα καλοκαίρια, το βράδυ γύρω από την μεγάλη φωτιά, εκεί που μαζευόντουσαν όλοι μετά το τέλος της ημέρας για να συζητήσουν μεταξύ τους. Αυτή η τόσο διαδεδομένη συνήθεια του παρελθόντος και ο νομαδικός τρόπος ζωής των  τσιγγάνων γέννησαν το λεγόμενο τσιγγάνικο παραμύθι. Τα παραμύθια αποτελούσαν κάποτε ολόκληρη ιεροτελεστία για την φυλή των Ρομά η οποία  λόγω των διώξεων, του πολέμου αλλά και γιατί το απαιτούσε η δουλειά  μετακινούνταν σε όλα τα πλάτη και μήκη της Ευρώπης και των Βαλκανίων. Εκεί, αφού θα είχαν εγκατασταθεί και αποφασίσει πόσες μέρες θα δουλέψουν και πόσο θα μείνουν, το βράδυ μετά την δουλειά η μόνη χαρά και παρηγοριά ήταν οι  ιστορίες, η μουσική και τα παραμύθια.  Έτσι λοιπόν θα ανάβανε μια μεγάλη φωτιά  και γύρω από αυτήν θα ξεκινούσε πολλές φορές  ένα αυτοσχέδιο αυθόρμητο γλέντι και κάποιες άλλες ένας μεγαλύτερος, ο παππούς, η γιαγιά, θα έλεγαν  ένα παραμύθι. Τα παραμύθια ήταν  ένας καλός και εύκολος τρόπος να κρατούν οι τσιγγάνοι την οικογένεια και τη φυλή συγκροτημένη  και ενωμένη. Με  αφορμή τα παραμύθια συζητούσαν όλα τους τα προβλήματα και τα θέματα που τους απασχολούσαν.  Οι τσιγγάνοι  είχαν μια στενή σχέση με την φύση, ζούσαν μέσα σ αυτήν και πίστευαν πολύ στα μεταφυσικά φαινόμενα και τον μυστικισμό. Πίστευαν σε πνεύματα, νεραΐδες   και στοιχεία της φύσης, κάτι που έκανε τα παραμύθια να έχουν ακόμα πιο ειδικό βάρος γι΄ αυτούς.

rom 2

Στον Δενδροπόταμο Θεσσαλονίκης οι κάτοικοι  αφηγούνται πολλά από αυτά έτσι όπως τα θυμούνται από τους  παππούδες και προπαππούδες τους. Η πρόεδρος του Συλλόγου Γυναικών Ρομ,  Γιαννούλα Μάγγα, γνωρίζει πολλά από αυτά και τα διηγείται ακόμα και σήμερα.  «Θυμάμαι που μου έλεγε ένα παραμύθι ο παππούς μου και το ίδιο έλεγα κι εγώ αργότερα. Μιλάει για έναν πλούσιο που προσπαθεί να βοηθήσει τον φτωχό αλλά αυτός είναι άτυχος και κάνει λανθασμένες κινήσεις. Στο παραμύθι αυτό ο πλούσιος προσπάθησε να βοηθήσει τον φτωχό, στέλνοντάς του μια χρυσή πάπια γεμάτη με χρυσά φλουριά αλλά αυτός, χωρίς να γνωρίζει το περιεχόμενό , την αντάλλαξε με ένα σακί αλεύρι σκεπτόμενος ότι αυτό θα του έδινε τροφή για αρκετό καιρό, ενώ η πάπια θα φαγωνόταν μέσα σε μία μέρα.»   

Τα τσιγγάνικα παραμύθια δεν έχουν τόπο και χρόνο κι είναι φορτωμένα με κάθε είδους υπερβολή και υπέρβαση, ίσως γιατί για τους τσιγγάνους ο τόπος και ο χρόνος δεν είχε καμιά απολύτως σημασία. Αν και επηρεασμένα από άλλα παραμύθια τα τσιγγάνικα δεν καταλήγουν σε κάποιο  συμπέρασμα, ηθικό δίδαγμα, δεν έχουν πρόλογο και επίλογο  γιατί το ζητούμενο ήταν να πει κάποιος μια ωραία ιστορία και έτσι να περάσει γλυκά ένα ακόμα βράδυ να ξεχαστούν τα βάσανα και να ταξιδέψει το μυαλό, ο σκοπός τους δεν ήταν εκπαιδευτικός αλλά συγκινησιακός. Γι΄ αυτό πολλά από αυτά έχουν απότομο τέλος και δεν  έχουν γραμμική αφήγηση. Για όλους αυτούς τους λόγους όλα ξεκινάνε με την φράση «μια φορά και ένα καιρό ήταν και δεν ήταν …»

rom 4

Σε πολλά από αυτά  περιγράφονται τα βάσανα και τα παράπονα  των τσιγγάνων και σε άλλα υπάρχει το κρυφό απωθημένο για πλούτο και κοινωνική αναγνώριση. Ο  τσιγγάνος και η τσιγγάνα θα αποτινάξουν το ζυγό από τον κακό, από το αφεντικό, από τα φίδια, τους δράκους και τα κακά πνεύματα και θα γίνουν βασιλιάδες εκφράζοντας την ανάγκη για βελτίωση της κοινωνικής τους θέσης .

«Ο Θεός δημιούργησε όλο τον κόσμο και την έβδομη μέρα σκέφτηκε ότι είχε τελειώσει το έργο του. Κάθισε κάτω από ένα δέντρο για να ξεκουραστεί. Ξαφνικά θυμήθηκε ότι είχε παραλείψει να κάνει κάτι. Δεν είχε κάνει τίποτε με την υπομονή και δεν ήξερε πού να βρει το πιο κατάλληλο μέρος για να τη βάλει. Ο Θεός άρχισε να σκέφτεται τι να κάνει σχετικά μ’ αυτό. Πρώτα απ’ όλα αποφάσισε να προικίσει το νερό μ’ αυτό και το έκανε, αλλά το νερό στέγνωσε. Τότε ο Θεός ήθελε να προικίσει το δέντρο με υπομονή αλλά το δέντρο βάρυνε πολύ, τα κλαδιά του λύγισαν, έσπασαν και σάπισαν. Έπειτα ο Θεός πήγε στο βράχο και είπε: “Βράχε! σου δίνω τη δύναμη της υπομονής”. Αλλά ο βράχος δεν άντεξε το βάρος και έσπασε και διαλύθηκε σε πέτρες και άμμο. Τελικά κατάλαβε ο Θεός ότι έπρεπε να δώσει την υπομονή στον άνθρωπο, ο οποίος ζούσε στο παράδεισο. Και έτσι έκανε, ο άνθρωπος βόγκηξε από απελπισία, αναστέναξε αλλά τελικά άντεξε. Από τότε οι άνθρωποι μπορούν να αντέχουν περισσότερο από το νερό, το δέντρο και τη πέτρα»

Λόγω τον ταξιδιών τους,  επηρεασμένοι από τους τόπους στους οποίους ταξίδευαν, πολλά παραμύθια του δυτικού κόσμου συναντώνται προσαρμοσμένα στα τσιγγάνικα. Υπάρχει η  μαρτυρία της κυρίας Δήμητρας που έχει καταγραφεί και σώζεται στο διαδύκτιο η οποία  διηγείται την τσιγγάνικη παραλλαγή-εκδοχή της γνωστής Σταχτοπούτας.

Τα παραμύθια επηρέαζαν ακόμα και άμεσα την ζωή των Ρομά που τα ακούγανε και τα εκλάμβαναν σαν αστικούς θρύλους Ο μύθος σχετικά με τους ανθρώπους που μετατράπηκαν σε φίδια και πουλιά έκανε τους τσιγγάνους πολλών περιοχών να μην σκοτώνουν φίδια και πουλιά γιατί έτσι μπορεί να προκαλέσουν κακοτυχίες, αρρώστιες ακόμα και θάνατο.

 «Ήταν και δεν ήταν.. μια φορά και έναν καιρό υπήρχε ένας τσιγγάνος βασιλιάς. Είχε μια σύζυγο κι ένα γιο. Η βασίλισσα πέθανε από κάποια αρρώστια νωρίς  και ο βασιλιάς αφού την έκλαψε ένα χρόνο μετά παντρεύτηκε ξανά. Όταν ο βασιλιάς πέθανε η νέα του σύζυγος έκανε μαγικά στο πρίγκιπα και τον μεταμόρφωσε σε φίδι  το οποίο είχε την κατάρα να περιπλανιέται 3 ολόκληρα χρόνια μέχρι να ξαναγίνει άνθρωπος. Όμως δεν επέστρεψε ποτέ στην πατρίδα του από φόβο και για άλλα άσχημα πράγματα που μπορεί να του έκανε η μητριά του και πήγε σε ένα άλλο βασίλειο εκεί έγινε φίλος με τον βασιλιά και παντρεύτηκε την κόρη του με την οποία έκανε δυο παιδιά ένα αγόρι που του έδωσαν το όνομα Pujo (νεοσσός) και μια κόρη που την έλεγαν Luludai (λουλούδι).  Η  γυναίκα των παιδιών προσπάθησε και τελικά έπεισε τον άντρα της να επισκεφθούν την μητριά του γιατί πίστευε ότι μετά από τόσα χρόνια μπορεί να είχε αλλάξει. Στο τέλος αποφάσισαν να πάνε αλλά να μην εμφανιστεί αυτός παρά μόνο η γυναίκα και τα παιδιά του. Αυτή αμέσως ρώτησε που είναι ο θετός της γιός και κανείς δεν της έλεγε, τότε ρώτησε πονηρά στην μικρή εγγονή της και αυτή ξεγελάστηκε και το είπε. Τότε η μητριά τον καταράστηκε να γίνει φίδι για την υπόλοιπη ζωή του. Ο πρίγκιπας τότε μάγεψε  την κόρη του  και την καταράστηκε να γίνει ένα πουλί περιπλανώμενο χωρίς φωλιά και αυτή έγινε κούκος. Την ίδια στιγμή ο γιος του μεταμορφώθηκε σε αηδόνι. Έπειτα ο βασιλιάς- φίδι γλίστρησε κρυφά μέσα στο κάστρο και δάγκωσε τη μητριά του και αμέσως έγινε κουκουβάγια.»

Τα παραμύθια ήταν όλα προφορικά, μεταδόθηκαν και διασώθηκαν από στόμα σε στόμα με το πέρασμα του χρόνου. Υπάρχουν δεκάδες από αυτά που γνωρίζουμε και άντεξαν στο πέρασμα του χρόνου και  άλλα τόσα που έχουν χαθεί γιατί ποτέ δεν καταγράφηκαν. Ο σπουδαιότερος μελετητής των τσιγγάνικων παραμυθιών, ο Τάκης  Γιαννακόπουλος,  κατέγραψε, ανέλυσε και έσωσε πολλά από αυτά τα οποία  και  έχει εκδώσει  σε δύο βιβλία με τον τίτλο «Τσιγγάνικα παραμύθια»

Τέλος αξίζει να αναφέρουμε ότι οι Τσιγγάνοι εκτός από τις ιστορίες που επινόησαν, οι ίδιοι αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης και επηρέασαν με τον τρόπο ζωής τους  την σκέψη πολλών συγγραφέων, λογοτεχνών, ποιητών και παραμυθάδων οι οποίοι έγραψαν γι’ αυτούς όπως οι Β.Ουγκό, Φ.Γ.Λόρκα, Μ.Θερβάντες, Παλαμάς, Καρυωτάκης, Λορενς.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα