Μια υποσχόμενη αυλαία

του Σάββα Πατσαλίδη Έγραφα στις 10.04.2015 για την «Ανοικτή Σκηνή 2015», πώς αυτά τα τέσσερα χρόνια της λειτουργίας του θεσμού δείχνουν ότι υπάρχει έμψυχο υλικό στη θεατρική Θεσσαλονίκη, το οποίο θα μπορούσε να καταθέσει σαφώς καλύτερα πράγματα εάν επέδειχνε περισσότερη εξωστρέφεια και τόλμη. Από τους περισσότερους σκηνοθέτες της νέας γενιάς που μνημόνευσα στο εν λόγω […]

Σάββας Πατσαλίδης
μια-υποσχόμενη-αυλαία-38958
Σάββας Πατσαλίδης
2.jpg

του Σάββα Πατσαλίδη

Έγραφα στις 10.04.2015 για την «Ανοικτή Σκηνή 2015», πώς αυτά τα τέσσερα χρόνια της λειτουργίας του θεσμού δείχνουν ότι υπάρχει έμψυχο υλικό στη θεατρική Θεσσαλονίκη, το οποίο θα μπορούσε να καταθέσει σαφώς καλύτερα πράγματα εάν επέδειχνε περισσότερη εξωστρέφεια και τόλμη. Από τους περισσότερους σκηνοθέτες της νέας γενιάς που μνημόνευσα στο εν λόγω κείμενο απουσιάζει ακόμη η διάθεση να κάνουν εποικοδομητικό διάλογο με αυτά που γίνονται γύρω τους. Και αυτό το αποδίδω στο γεγονός ότι δεν έχουν βρει ακόμη τρόπο να μετατρέψουν τα σκόρπια δάνειά τους σε μέρος μιας προσωπικής αισθητικής. Και όσο αυτό δεν γίνεται το τελικό αποτέλεσμα δεν θα πείθει, στο βαθμό που θα ήθελαν και αυτοί και εμείς.

Κι αν απομονώνω για ένα τελευταίο σχόλιο από τις φετινές συμμετοχές στην «Ανοιχτή Σκηνή» την παράσταση της “Εξορίας” του Παύλου Μάτεσι από την ομάδα «Ουκ Νουκ», είναι γιατί έφυγα με μια καλή εικόνα στο μυαλό μου και μάλιστα μ’ ένα έργο για το οποίο διατηρώ τις επιφυλάξεις μου. Πέραν του ότι το βρίσκω φλύαρο, και κατά τόπους ανούσιο και βραδυφλεγές, βρίσκω και όλο αυτό το θέμα με τις μνήμες του Εμφυλίου και της εξορίας, καλό μεν ως μάθημα ιστορίας όχι όμως πια και υλικό για συναρπαστικό θέατρο. Θεωρώ πως, ως σκηνική πράξη, έφαγε τα ψωμιά του, εκτός κι αν κάποιος έχει την υπομονή να το ταρακουνήσει λιγάκι. Και νομίζω πως αυτό προσπάθησε να κάνει ο Πάνος Δεληνικόπουλος. Και, τηρουμένων πάντοτε των αναλογιών, σε ένα βαθμό πέτυχε να μας κεντρίσει το ενδιαφέρον.

Η παράσταση

Η σκηνοθεσία του μπορεί να πρόδιδε τη φοιτητική της αφετηρία (ήταν η διπλωματική του), μπορεί να έδειχνε στα σημεία κάπως αβέβαιη ως προς το πού πάει και πώς ενορχηστρώνει σε ένα όλον τα δρώμενα, μπορεί να είχε ακόμη κάποια από τα δάνειά της ξεκρέμαστα και αναφομοίωτα, ωστόσο είχε ενέργεια, καλή ματιά και μια ατμόσφαιρα που σε τελική ανάλυση σε κέρδισε.

Άλλοτε λοξοκοιτώντας προς το αφηγηματικό θέατρο και γενικά τη μεταδραματική αισθητική, άλλοτε προς τους κώδικες του θεάτρου του παραλόγου, άλλοτε προς την κατεύθυνση της slapstick comedy, ο Δεληνικόπουλος συνέθεσε ένα εύρυθμο σκηνικό παστίς που είχε και λογική και λόγο ύπαρξης. Θεωρώ πως σωστά κράτησε το γκροτεσκάρισμα στο περίγραμμα των χαρακτήρων, όπως επίσης σωστά μοίρασε ατάκες, έπαιξε με τη λογική των χορικών ιντερμέδιων και το διάφραγμα της δράσης με όρους θεατρικού παιγνίου. Όπως, επίσης, καλά έκανε και έκοψε από το έργο, γιατί αν το άφηνε στην ολότητά του θα κοίμιζε και τους ρυθμούς και θα μας πετούσε έξω. Όπως το δούλεψε το έκανε θεατρικά πιο πυκνό, γρήγορο και άμεσο.

Εκεί που διαφωνώ είναι στο ότι άφησε τον Μπέκετ να ρίχνει τη σκιά του παντού. Βέβαια, δεν είναι κακό κάποιος να έχει τον Μπέκετ στο σκεπτικό του όταν δημιουργεί. Κάθε άλλο. Εκεί που διαφωνώ είναι όταν κάποιος δεν έχει κάτι καινούργιο να αντιπροτείνει, ευθέως ή πλαγίως, δηλαδή όταν δεν είναι έτοιμος να κάνει διάλογο μαζί του. Τότε καλύτερα ας μην τον βάζει τόσο δυναμικά στο παιχνίδι. Κινδυνεύει να χάσει από χέρι.

Υποκριτική

Όσο για τους πέντε ηθοποιούς που κλήθηκαν να υπερασπιστούν την προσέγγιση του σκηνοθέτη, τους περισσότερους δεν τους έχω ξαναδεί, οπότε δεν έχω πλήρη εικόνα. Κρίνοντάς τους από αυτό που έδειξαν στη σκηνή του «Άνετον», η συνολική εικόνα δεν ήταν κακή. Εντάξει, ερμηνευτικά στραμπουλήγματα, κενά αέρος και κατά τόπους ερασιτεχνισμοί υπήρχαν, όμως ως σύνολο ανταποκρίθηκαν σ’ ένα βαθμό στη γραμμή του σκηνοθέτη. Πατώντας καλά μέσα στο κείμενο της περφόρμανς, μπόρεσαν να διαχειριστούν με μεγαλύτερη σιγουριά ένα ιδιαίτερα δύσκολο και πολλαπλό φορτίο, όπου οι συνεχείς εναλλαγές ρόλων πολύ εύκολα θα μπορούσαν να καταλήξουν σε ενοχλητικές μουτζούρες. Με δυο λόγια, η σκηνική τους συμπεριφορά πρόδιδε προσανατολισμό και ρυθμισμένα ανακλαστικά. Ονομαστικά:

Ατσαλάκη, Βισέρη και Κυριακού μαζί και χώρια, κατέβασαν στην πλατεία έγνοια, συντονισμό και κέφι. Όσο για τους Παπαζήση και Σοφικίτη, στάθμευσαν υποκριτικά αρκετά κοντά στους μπεκετικούς λακέδες (Βλάντιμιρ και Έστραγκον), κι αυτό προσωπικά στην πορεία με κούρασε κάπως (γιατί άρχισε να καταπλακώνεται από κλισέ). Θα μπορούσαν να κινηθούν πέρα από τον Μπέκετ, ώστε να απελευθερωθούν από τις βασανιστικές συγκρίσεις. Επίσης, ήταν στιγμές που ο Παπαζήσης, εκεί όπου αισθανόταν ότι κάνει γκελ με την πλατεία, ξέφευγε και υπερέπαιζε, χωρίς προφανώς ευεργετικά αποτελέσματα. Απέναντι στην κατά τόπους υπερκινητικότητα του, ήταν η σχεδόν απόλυτη ακινησία του Σοφικίτη, η οποία εξισορροπούσε αντιστικτικά τα πράγματα (σημειώνω και την καλή και σημαίνουσα άρθρωσή του).

Έξυπνες οι σκηνικές λύσεις με τα πτυσσόμενα (φτηνά όχι όμως φτηνιάρικα) έπιπλα και τη χρήση τους, όμως δεν μου άρεσε η κυρίαρχη εικόνα του (μπεκετικού) δέντρου. Γιατί αυτός ο εγκλωβισμός της φαντασίας; Βέβαια θα πει κάποιος ότι μέσα στο έργο του Μάτεσι ρέει όλος ο «Γκοντό». Ιδίως στο τέλος, λες και έχουμε καραμπινάτη αντιγραφή. Ίσως γι’ αυτό θα ‘πρεπε να αποστασιοποιηθεί το εικαστικό σχόλιο της Μπουρνά και να μας πάει αλλού. Άλλωστε η σκηνοθεσία άφηνε τέτοια περιθώρια.

Συμπέρασμα: σε γενικές γραμμές η «Εξορία» ήταν μια υποσχόμενη αυλαία στο φετινό “φεστιβάλ” της “Ανοικτής Σκηνής”. Εύχομαι του χρόνου οι συμμετοχές να μας πάνε ένα ακόμη βήμα παραπέρα, επιδεικνύοντας περισσότερη φαντασία και τόλμη αλλά και διάθεση συνεργασίας. Έχουμε ανάγκη από προτάσεις που να δείχνουν προς το αύριο, ακόμη κι όταν μας θυμίζουν το χτες.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα