Μια εισαγωγή στη βλακεία
Η βλακεία είναι πάντα σύντροφος της ακινησίας, της έλλειψης ταλέντου και κινήτρου, της δειλίας και της αμηχανίας στη συνάντηση με το άγνωστο. Πώς καταπολεμάται λοιπόν;
Δια να σε δώσω, φίλε, μικρόν παράδειγμα της οποίας απέκτησεν από τα ταξίδια πολυπειρίας, επέρασεν εδώ προ μηνών Άγγλος τις περιηγητής, με σκοπό να ανακαλύψη κανέν υπόμνημα της εις Βολισσόν διατριβής του Ομήρου. Είχε σιμά και δυο μικρά του παιδάρια. Μόλις τα άκουσεν ο Παπατρέχας να συλλαλώσι με τον πατέρα των μ’ ερώτησεν εκστατικός ποίαν γλώσσαν λαλούσι; – Την αγγλικήν, τον απεκρίθην και η έκστασίς του έγινε απολίθωσις. Δεν εμπόρει να χωρήση του Βολισσινού Οδυσσέως η κεφαλή πώς τόσον νεαρά παιδάρια ήτο δυνατό να λαλώσι γλώσσαν εις αυτόν άγνωστον. Δεν εξεύρω πλέον ποίαν γλώσσαν και εις ποίαν ηλικίαν, κατ’ αυτόν, έπρεπε να λαλώσι των Άγγλων τα τέκνα. Είμαι βέβαιος ότι γελάς την ώρα ταύτην δια την απορία του Παπατρέχα . Αλλά τι ήθελες, εάν παρών παρόντος ήκουες αυτολεξεί από το στόμαν του τους λόγους τούτους: Τα διαβολόπουλα, τόσον μικρά να μιλούν εγγλέζικα! Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ο Παπατρέχας
Τι είναι η ανθρώπινη βλακεία; αναρωτιόταν ο Ρούμπερτ Μούζιλ. Είναι θα έλεγα δειλία, είναι και ακινησία, είναι παράλυση. Είναι το σύμπτωμα ενός πανίσχυρου τραύματος. Είναι ίσως η επιθυμία να διατηρηθεί ανέπαφη μια εποχή ιδανική, κατά την οποία ο μελλοντικός βλάκας αισθανόταν ασφαλής και προστατευμένος. Ο ρόλος του ήταν σταθερός, συγκεκριμένος, ανακουφιστικός στην σαφήνειά του. Τα όρια ήταν τοποθετημένα προσεκτικά, οι προκαταλήψεις κληρονομημένες και αδιαμφισβήτητες και όλα μπορούσαν να εξηγηθούν με βεβαιότητα. Αυτήν την εποχή επιθυμεί ο βλάκας να διατηρήσει ανέπαφη και αμετακίνητη και τον εαυτό του απαράλλακτο μέσα σε αυτήν.
Θα λέγαμε ότι ο βλάκας επιθυμεί να κατοικήσει και κατοικεί για πάντα σε εκείνη την σίγουρη εποχή και περιφρονεί κάθε αλλαγή και κάθε τι που μπορεί να κλονίσει τις βεβαιότητές του. Οι λέξεις φανερώνουν πάντα συγκεκριμένες έννοιες, αποκαλύπτουν μια και μόνη εικόνα. Οι άνθρωποι ανάλογα με την οικογενειακή τους ή κοινωνική τους κατάσταση οφείλουν να επιτελούν συγκεκριμένες λειτουργίες. Άλλοι διαθέτουν καθήκοντα και άλλοι δικαιώματα. Όλοι οι ρόλοι παραδίδονται φυσικώ δικαίω εκ γενετής. Μόνο έτσι ικανοποιείται ο βλάκας.
Η βλακεία είναι λοιπόν ένα προϊόν διαταραγμένης και υπερμεγέθους συναισθηματικότητας. Πεταμένη η ύπαρξη σε έναν κόσμο που αλλάζει με επικίνδυνους ρυθμούς επινοεί αμυντικούς μηχανισμούς για να προστατευθεί, ακινητοποιεί τον κόσμο στην στιγμή που αισθανόταν αυτή ασφαλής. Βλακεία είναι η συναισθηματική επιθυμία να διατηρηθεί μια κατάσταση για πάντα, η νοητική ακαμψία που δεν αποδέχεται την εύπλαστη «δηλητηριώδη» απόκλιση από τον «σταθερό» κανόνα της ασφάλειας. Είναι λοιπόν και μια παράλυση, μια άρνηση του πάσχοντα να εξελίξει τα ταλέντα του και να προσαρμοστεί στην εξελισσόμενη πραγματικότητα. Διότι πάντα υπάρχουν εκείνες οι δυνάμεις που κάνουν τον κόσμο να αλλάζει και είναι βέβαιο ότι η επίδραση τους θα φτάσει αργά ή γρήγορα και στους μικροπυρήνες της κοινωνίας και τέλος και στον βλάκα.
Ένας βλαξ, αυτός ο παράλυτος και δειλός, διαθέτει κάποια αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά. Πιθανότατα θα πρόκειται για έναν άνθρωπο που σταδιακά γίνεται όλο και πιο πικρόχολος, εξαιτίας μιας σταδιακής συρρίκνωσης. Ο βλάξ παρακολουθεί αδρανής την παγωμένη του αυτοκρατορία να συρρικνώνεται και να εγκαταλείπεται από κάποια στοιχεία που παραδίδονται ή επιλέγουν την αλλαγή. Σταδιακά συρρικνώνεται και ως προσωπικότητα με ρυθμούς ταχύτερους από την φυσική συρρίκνωση που συνοδεύει κάθε άνθρωπο στα γηρατειά του.
Ο βλαξ την επιλέγει τη συρρίκνωση. Χάνει χώρο, χάνει πρόσωπα που αγαπά, διότι αρνείται να τα διαχειριστεί με την επιείκεια και την ανεκτική αγάπη που αυτά χρειάζονται. Εν τέλει σε έναν κόσμο που οι σειρήνες της αλλαγής ακούγονται δυνατά, ο βλαξ δεν μπορεί να προστατέψει το κύρος του, δεν μπορεί να κλείσει τα αυτιά των ανθρώπων που τον περιβάλλουν.
Έτσι ο βλαξ μάλλον θα στέκει αμετακίνητος στον θρόνο του παγωμένου βασιλείου του, σε ένα απομονωμένο δωμάτιο, ίσως και με την πιστή συντροφιά μιας τηλεοπτικής συσκευής – αν θέλει να ξεχνά – ή ενός φωτογραφικού άλμπουμ – αν θέλει να θυμάται. Μπορεί όμως και να συναναστρέφεται και άλλους βλάκες οι οποίοι είτε είναι το ίδιο δειλοί και αμετακίνητοι ή κατήντησαν βλάκες επειδή αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν έγκαιρα τον βλάκα. Έτσι δημιουργείται μια ετεροτοπία της βλακείας, που είναι εξ αποστάσεως πολύ χαριτωμένη, όταν δεν κινδυνεύεις να σε καταπιεί.
Ο βλαξ είναι ένα όν που δουλεύει μηχανικά, δίχως να απολαμβάνει στο παρόν. Απολαμβάνει μονάχα ανασύροντας το παρελθόν. Όσο καλλίτερη η αναπαράσταση τόσο μεγαλύτερη η ικανοποίηση. Ο βλαξ δουλεύει στον αυτόματο πιλότο και είναι καταδικασμένος να φθίνει και να γκρινιάζει φθίνοντας.
Ταυτίζω την ευφυΐα με την αλλαγή, με την σκληρότητα που απαιτείται για να αποκοπεί κανείς από τις συναισθηματικές προστασίες, που οδηγούν στην ατροφία του ατόμου και στην παραχώρηση της όποιας αυτονομίας. Ταυτίζω την βλακεία με την δειλία, την αδυναμία.
Μη γελιέστε. Ο βλάκας είναι αφόρητος. Αν δεν ήταν τόσο επίμονος και τόσο επικίνδυνος θα ήταν πράγματι χαριτωμένος. Εκτός του ότι είναι δειλός, γκρινιάζει διαρκώς για όσα χάνει ή δεν καταλαβαίνει. Ποτέ δεν προλαμβάνει. Σας εξήγησα γιατί επιλέγει την απρονοησία. Γιατί επιλέγει να κλειστεί στην κατασκευασμένη και παγωμένη ψευδαίσθηση του που απαιτεί ακλόνητη πίστη στην αιώνια διατήρησή της. Αλίμονο σε όσους τους έλαχε να συναναστραφούν για καιρό ή ακόμα χειρότερα να αγαπήσουν βλάκα. Βρίσκονται σε αδιέξοδο.
Αν εγκαταλείψουν τον επίμονο βασιλέα θα θεωρηθούν προδότες. Αν δεν το κάνουν θα καταντήσουν ή βλάκες ή δυστυχείς. Αλλά και η αγάπη τους, η άρνησή τους να εγκαταλείψουν τον βλάκα θα είναι μια οικειοθελής καταδίκη που δεν θα τύχει αναγνώρισης. Διότι ο βλάκας είναι εκτός των άλλων άθελά του και αγνώμων. Όχι για κάποιον άλλο λόγο, παρά μονάχα γιατί θεωρεί αυτονόητη τη δομή του κόσμου του και την παραμονή ενός ανθρώπου στον κόσμο αυτό. Μόνο όταν αναπόφευκτα τον χάνει, ο βλάκας κλονίζεται – έστω προσωρινά. Αλλά έπειτα συνέρχεται και επουλώνει τις πληγές του, επιλέγοντας τη λήθη. Ο βλάκας δεν εκτιμά κανέναν. Ούτε όταν αυτός ο κανένας βρίσκεται στην επιρροή της βλακείας του – διότι αυτό είναι αυτονόητο – ούτε όταν βρίσκεται εκτός της βλακείας του – διότι έτσι είναι ακατανόητος και επομένως αδιάφορος.
Διαπιστώνουμε έτσι τον λόγο που η βλακεία είναι διάχυτη σε επαρχιακές πόλεις. Η μη έξοδος, οι συγκεκριμένες και αμετάβλητες ταυτότητες, η απουσία κάποιου απροσδόκητου συμβάντος, ανθρώπου, εργαλείου, μέσου, γεγονότος, κάνουν το έδαφος ιδανικό για να ευδοκιμήσει η βλακεία. Γι’ αυτό και η ευφυΐα σε αυτά τα ακανθώδη μέρη είναι τόσο αξιοθαύμαστη όσο και σκανδαλώδης.
Η βλακεία είναι πάντα σύντροφος της ακινησίας, της έλλειψης ταλέντου και κινήτρου, της δειλίας και της αμηχανίας στη συνάντηση με το άγνωστο. Για να καταπολεμηθεί η βλακεία πρέπει να εξαναγκαστεί στην αλλαγή, να συνηθίσει να αλλάζει , να μην φοβάται να αλλάζει. Δεν μιλάω για μια δικτατορία της αλλαγής, αλλά για ένα μπόλιασμα, πού και πού, διαφορετικών εικόνων που μπορούν να μας διασώσουν από τη δικτατορία της ακινησίας.
Άνθρωποι, οικογένειες, πόλεις, χώρες ολόκληρες μπορούν να καταντήσουν “βλάκες”, λόγω γεωγραφικής απομόνωσης ή οικειοθελούς αποστασιοποίησης. Ο ίδιος ο κόσμος μας μπορεί να είναι μια βλακεία. Αλλά δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πριν συναντήσουμε τους άλλους κόσμους.
ΥΓ: Μην παρερμηνευτώ. Ο βλάκας σε αυτό το κείμενο δεν είναι μια κατηγορία ή μια αξιολογική κρίση που γίνεται με ηθικά κριτήρια. Είναι το όνομα που δίνω σε έναν άνθρωπο με συγκεκριμένα και δικαιολογήσιμα χαρακτηριστικά.