Μία καλή «Μποέμ» από τη Λυρική, αφετηρία για ανανέωση
Μία κριτική του Γιώργου Μαρκογιαννόπουλου
Λέξεις: Γιώργος Μαρκογιαννόπουλος
Τη νέα διανομή της όπερας «Μποέμ» παρακολουθήσαμε στις 16/3, σε μία ακόμη επανάληψη του πολυπαιγμένου έργου από την Εθνική Λυρική Σκηνή. Πράγματι, είναι το έβδομο ανέβασμα με την ιδιαίτερη σκηνοθεσία τού Γκρέιαμ Βικ, που έκανε την πρεμιέρα της στα Ολύμπια, τον μακρινό Δεκέμβριο του 2007, γεννώντας εύλογες απορίες για την κατεύθυνση και την ανανέωση του ρεπερτορίου στον μοναδικό θεσμό λυρικού θεάτρου που διαθέτει η χώρα. Παρά τα ανησυχητικά δεδομένα, η -αμιγώς ελληνική- διανομή τού Μαρτίου υπήρξε αρκετά επιτυχημένη, με προεξάρχουσα τη Θεσσαλονικιά Άννα Στυλιανάκη στον ρόλο της Μιμής, τον οποίον είχε ερμηνεύσει και στις τρεις προηγούμενες παραγωγές της ΕΛΣ, ενώ τη διεύθυνση ανέλαβε, αυτήν τη φορά, ο Έλληνας αρχιμουσικός Κωνσταντίνος Τερζάκης.
Η έπαρση της αυλαίας ευθύς φανέρωσε τα, γνωστά στο οπερόφιλο αθηναϊκό κοινό, σκηνικά τού διάσημου Βρετανού σκηνοθέτη, σε αναβίωση της Κατερίνας Πετσατώδη, που τοποθετούν την εναρκτήρια πράξη σ’ ένα σύγχρονο τσαντίρι, που καθόλου δεν συναρπάζει για την πρωτοτυπία, τη σύνθεση χρωμάτων ή κάποιον έστω μποέμικο αέρα. Αυτά που εντυπωσίασαν, εντούτοις, ήταν τα υπέροχα χάλκινα -κυρίως τα κόρνα- της Ορχήστρας, αλλά και ο εξόχως γλαφυρός διάλογος των φίλων που προηγήθηκε, με τον Δημήτρη Τηλιακό να ενσαρκώνει πειστικά τον χαρακτήρα τού ζωγράφου Μαρτσέλλο.
Στο (εκτός εποχής) γιορτινό κλίμα της καλλιτεχνικής ομήγυρης προστέθηκε η εξίσου επιτυχής σκηνική παρουσία τού σπιτονοικοκύρη Μπενσουά, τον οποίον υποδύθηκε ο Βαγγέλης Μανιάτης. Σωστά αποδόθηκε το δραματικό ξέσπασμα κατά την αποκάλυψη της μοιχείας τού Μπενσουά, με ωραία πλαστικότητα από τα βιολιά της Ορχήστρας, ενώ ευχάριστα εξέπληξε με το μέγεθος της φωνής του και τη σωστή άρθρωση ο Κωνσταντίνος Κληρονόμος ως Ροντόλφο στον μονόλογο του ποιητή. Η είσοδος της Μιμής αποδόθηκε από την Άννα Στυλιανάκη με περισσή τσαχπινιά, έκτακτο λυρισμό και μια λαμπερή εκτόνωση στην υψηλή περιοχή κατά το φλογερό και γεμάτο πάθος ντουέτο της με τον άξιο παρτενέρ Ροντόλφο.
Αισθητική αναβάθμιση αποτέλεσε η αλλαγή των σκηνικών (που αυτή την φορά υπήρξε ταχεία) μεταφέροντας τον θεατή σε μια όμορφα διακοσμημένη υπαίθρια ταβέρνα, ίσως σε κάποια ιταλική πλατεία, όπου εκτυλίσσεται η ξέφρενη γιορτή, με προπόσεις, τσουγκρίσματα και κυρίως με τη συμμετοχή τής πάντα ικανής χορωδίας της ΕΛΣ, η οποία ζωηρά πλαισίωσε τους πρωταγωνιστές. Το χαοτικό, εύθυμο κλίμα οδηγεί με φυσικό τρόπο σε ένα εκπληκτικό tutti, με τη συμμετοχή χορωδών, ορχήστρας και σολίστ, σφραγίζοντας, πριν από το διάλειμμα, μια από τις πλέον αξιομνημόνευτες σκηνές της βραδιάς.
Εντελώς διαφορετική υπήρξε η ατμόσφαιρα των σκηνικών της τρίτης πράξης, καθώς πλέον η δραματουργία λαμβάνει χώρα σε μια θεοσκότεινη, υποβαθμισμένη γειτονιά παραβατικότητας, όπου η Μιμή τής Στυλιανάκη εξομολογείται στον Μαρτσέλο για τον φίλο του Ροντόλφο, ξετυλίγοντας επιδέξια έναν ιδιαίτερα εκφραστικό, ταιριαστά φορτισμένο, σπαρακτικό θρήνο. Πολύ πιο εντυπωσιακή υπήρξε σκηνικά, με πληθωρικότητα και άνεση κίνησης, παρά φωνητικά η παρουσία της Μιζέτα από την Άννυ Φασέα, που η πλοκή ήθελε μάλιστα να δίνει και μαθήματα τραγουδιού.
Τα άριστα ξύλινα πνευστά της Λυρικής επένδυσαν με τη διαφάνειά τους το μουσικό ακρόαμα, ενώ η εμφάνιση του Κληρονόμου ως Ροντόλφο επί σκηνής και η αποκάλυψη της φευγαλέα κρυμμένης Μιμής, ευθύς οδήγησε σ’ ένα έντονα λυρικό και σπινθηροβόλο ντουέτο των δύο, που έληξε με το πράγματι δραματικό «αντίο» της Στυλιανάκη, υπό την πάντα καίρια συνοδεία των κρουστών. Έπειτα, κατά το νοσταλγικό διάλογο των δύο ανδρών και τις μελαγχολικές αναμνήσεις από τον πρότερο βίο τους, η Ορχήστρα υπό τον Τερζάκη απέδωσε με προσεγμένα τέμπι και άρτιο συγχρονισμό τα χορευτικά μοτίβα, που όμορφα έπλασαν τα βιολιά και διατράνωσαν τα εκπληκτικής διαύγειας και δύναμης κόρνα, με καλή επίσης την παρέμβαση του φλάουτου. Την τελική κορύφωση του δράματος, με τον θάνατο της Μιμής, επιβεβαίωσε η συναισθηματικής φόρτισης ερμηνεία των Μαρτσέλο, Ροντόλφο, που ολοκλήρωσαν, έτσι, τον λυρικό άθλο και διατήρησαν τις αρχικές καλές εντυπώσεις ακέραιες.
Το ζήτημα, όμως, εμπλουτισμού τού αρκετά τετριμμένου ρεπερτορίου της Λυρικής παραμένει μείζον, καθώς η κούραση από τις επαναλήψεις προγραμμάτων κλιμακώνεται και οι αντοχές τού μουσικόφιλου κοινού τελματώνουν. Το πρόβλημα είναι ακόμη ορατό κατά την τρέχουσα καλλιτεχνική σαιζόν, από την οποία απουσιάζει εντελώς η γερμανόγλωσση όπερα, ενώ ο συνήθης βομβαρδισμός από ρομαντικές, ιταλικές δημιουργίες -κυρίως των Βέρντι, Πουτσίνι- γίνεται πλέον ασφυκτικός.
Την ίδια στιγμή που τέτοια έργα ανεβαίνουν για πολλοστή φορά, παρατηρείται παραμέληση ολόκληρων περιόδων και σχολών, όπως για παράδειγμα το γαλλικό μπαρόκ (η ΕΛΣ δεν έχει ποτέ ανεβάσει όπερα του Ραμώ), ενώ συμπληρώνεται σχεδόν τετραετία από την τελευταία παραγωγή Μότσαρτ. Κι αν παρ’ ελπίδα ένας «Ζοροάστρης» ή ένας «Παλεστρίνα» φαντάζει ως όνειρο θερινής νυκτός, τότε μία «Απαγωγή από το Σεράι» αποτελεί έναν καθόλα εφικτό, ευγενή και επίκαιρο στόχο, μιας και συμπληρώνεται πλέον ολόκληρη εικοσαετία από την τελευταία παρουσίαση του μοτσάρτειου αυτού αριστουργήματος στην ελληνική πρωτεύουσα…
* Ο Γιώργος Μαρκογιαννόπουλος είναι Κριτικός μουσικής, μέλος ΕΕΘΜΚ