Μια μηχανή του χρόνου στην Αριστοτέλους
του Γιάννη Σφήκα Επισκέφθηκα ένα βράδυ πριν μερικές ημέρες ένα από τα καταστήματα του κέντρου, εκείνα που κοστολογούν ακόμα τον καπουτσίνο στα 4 ευρώ. Ο χώρος ήταν γιορτινά στολισμένος και με αρκετό κόσμο, όχι όμως ασφυκτικά γεμάτος είναι η αλήθεια, που απολάμβανε στιγμές χαλάρωσης. Παρόλα αυτά παραξενεύτηκα από την εικόνα που αντίκρισα. Όχι γιατί θα […]
του Γιάννη Σφήκα
Επισκέφθηκα ένα βράδυ πριν μερικές ημέρες ένα από τα καταστήματα του κέντρου, εκείνα που κοστολογούν ακόμα τον καπουτσίνο στα 4 ευρώ. Ο χώρος ήταν γιορτινά στολισμένος και με αρκετό κόσμο, όχι όμως ασφυκτικά γεμάτος είναι η αλήθεια, που απολάμβανε στιγμές χαλάρωσης. Παρόλα αυτά παραξενεύτηκα από την εικόνα που αντίκρισα. Όχι γιατί θα περίμενε κανείς να έχει σταματήσει η ζωή λόγω των οικονομικών δυσκολιών ή να έχουν αλλάξει δραματικά οι συνήθειες, ώστε πλέον να πίνουμε μονάχα τσάι του βουνού από σαμοβάρ. Ένιωσα όμως, προς στιγμή, ότι μπήκα σε μια μηχανή του χρόνου που με ταξίδεψε τέσσερα, τουλάχιστον, χρόνια πίσω, στην περίοδο που περιπαικτικά αλλά εύστοχα ονομάστηκε και «εποχή της αστακομακαρονάδας».
Το περιβάλλον ανταποκρινόταν πλήρως στα διαφημιστικά πρότυπα της περασμένης δεκαετίας. Τις υψηλές τιμές δικαιολογούσε απόλυτα το ύφος του καταστήματος με την επιτηδευμένα πολυτελή διακόσμηση που περιλάμβανε περιοδικά ευζωίας, όπως το “Yachting” και ορισμένους θαμώνες που απευθύνονταν σε αποικιοκρατικό και αυστηρό τόνο στους υπηρέτες- σερβιτόρους. Άνθρωποι- φωτοτυπίες που ξεπήδησαν από τις σελίδες των γνωστών περιοδικών που έθεταν τους όρους του επιτυχημένου, στην πλειοψηφία πρώην μικρομεσαίοι που ζούσαν ζωές πέρα απ’ τις δυνάμεις τους. Ακριβό ντύσιμο και αξεσουάρ «δυναμικών» εργένηδων και ευτυχισμένων «πρότυπων» οικογενειών, οι οποίοι διαγκωνιζόμενοι ανάμεσα σε καπνούς από πούρα και προκλητικά βροντόφωνες συζητήσεις για λεφτά, περιέφεραν επιδεικτικά την κοινωνική ανωτερότητα τους, μέσα από τις ευχάριστες συνήθειες του «μπριός», των «μήλων ποσέ» και τις δήθεν ανέμελες συζητήσεις για τον επόμενο εξωτικό προορισμό μετά τη Μύκονο ή την Αράχωβα.
Ως άλλοι ξεπεσμένοι ευγενείς που δεν τους έχει απομείνει τίποτα πια, παρά μονάχα ο τίτλος και τα ακριβά γούστα, τα απομεινάρια της εποχής των παχιών αγελάδων, θρεμμένων όμως με δανεικά, φαίνεται πως δεν το βάζουν, ακόμα, κάτω. Το πρόβλημα δεν είναι, φυσικά, οι συνήθειες ορισμένων συμπολιτών, που είναι απολύτως ελεύθεροι να κάνουν τις όποιες (καταστροφικές γι’ αυτούς) επιλογές. Μεγάλο, ωστόσο, μέρος του κόσμου εμφανίζεται επιρρεπές στα εύκολα όνειρα για μαγικές λύσεις και την επιστροφή, πολύ σύντομα μάλιστα, στις «καλές μέρες» της ελάσσονος προσπάθειας. Ο πιθανολογούμενος ως αμύθητος (;) ορυκτός πλούτος της χώρας, οι ξένες επενδύσεις που θα μας γεμίσουν χρήμα, τα 18 εκατομμύρια του τουρίστες της επόμενης χρονιάς, ποιος ξέρει αλήθεια τι, κάνουν πολλούς να βλέπουν την οικονομική κρίση σαν μια απλή παρένθεση, μια ανάπαυλα για το χατίρι των «κουτόφραγκων» που δεν ξέρουν να ζουν. Είναι δύσκολο να αντισταθείς στον πειρασμό μιας χρονομηχανής. Αλλά συνειδητοποιούμε ότι η κρίση που βιώνουμε τέσσερα χρόνια τώρα δεν αποτελεί τίποτε άλλο παρά μία ολοκληρωτική πολιτισμική αποτυχία και την παταγώδη κοινωνική κατάρρευση ενός κράτους;