Parallax View

Μία ”μπαλάντα” για το Γιάννη Οικονομίδη

Σκέψεις γύρω από την ταινία.

Βαγγέλης Θεοδωράκης
μία-μπαλάντα-για-το-γιάννη-οικονομί-578895
Βαγγέλης Θεοδωράκης

Λέξεις: Βαγγέλης Θεοδωράκης

Η νέα ταινία του Γιάννη Οικονομίδη με τίτλο «Η Μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς» έκανε πρεμιέρα στους κινηματογράφους στις 5 Μαρτίου.  Δυστυχώς, λίγες μέρες αργότερα οι συνθήκες οδήγησαν στο κλείσιμο των κινηματογράφων σε όλη την επικράτεια, με αποτέλεσμα μια πολύ μεγάλη μερίδα – φανατικών ή μη – θεατών να μη προλάβει να απολαύσει το νέο και πολλά υποσχόμενο καλλιτεχνικό δημιούργημα του Έλληνα σκηνοθέτη.

Πολύ κρίμα και για τον ίδιο και για όλους όσοι περιμέναμε με ενθουσιασμό την ταινία και πλέον πρέπει να κρατήσουμε την περιέργεια και την αναμονή για λίγο ακόμα στο συρτάρι, έως ότου προβληθεί ξανά. Ο Γιάννης Οικονομίδης ήταν και παραμένει μια πολυδιάστατη καλλιτεχνική προσωπικότητα. Ασχολείται με το κινηματογράφο, το θέατρο , την ποίηση, ενώ έχει εκδώσει και ένα βιβλίο με τίτλο «Στέλλα κοιμήσου», το οποίο ανέβασε στο θέατρο, σκηνοθετώντας το ίδιος.

Για να πιάσουμε, όμως, το νήμα της σκηνοθετικής του πορείας χρειάζεται να ανατρέξουμε πολλά χρόνια πίσω. Εισήλθε στο χώρο του κινηματογράφου με δύο ταινίες μικρού μήκους. Τη «Σταδιακή βελτίωση του καιρού» (1992) και το «Μόνο μυρίζοντας γιασεμί» (1994), τα οποία αμφότερα τιμήθηκαν στο Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους. Ύστερα από αυτά πέρασαν αρκετά χρόνια ώσπου επιτελούς να γυρίσει την πρώτη του ταινία μεγάλης διάρκειας. Το 2002 συστήθηκε για τα καλά στο ευρύ κοινό με την ταινία «Σπιρτόκουτο», που από τον πρώτο κιόλας καιρό έκανε αίσθηση – και δικαιολογημένα – και θεωρήθηκε πρωτοπόρα για τη ρεαλιστική ματιά που εγκολπώνει και παρουσιάζει.

Η ταινία αυτή διακρίθηκε στο 44 ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης με το βραβείο Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου. Για πολλούς κριτικούς τότε η ταινία θεωρήθηκε ένα τολμηρό εγχείρημα που εν τέλει πέτυχε και διέθετε όλες εκείνες τις περγαμηνές, ώστε να αποτελέσει την αφετηρία για τον επαναπροσδιορισμό του Ελληνικού Κινηματογράφου.

Το 2006 ακολούθησε η δεύτερη παραγωγή του, «Η ψυχή στο στόμα», με διεθνή προβολή και παρουσία στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Τέσσερα χρόνια αργότερα πρόσθεσε ένα ακόμα κομμάτι στην περίοπτη κινηματογραφική του συλλογή, με την ταινία « Ο Μαχαιροβγάλτης», η οποία έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Μπουσάν και προικίστηκε με επτά βραβεία από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου. Ο Μαχαιροβγάλτης διαθέτει ένα ιδιαίτερο στοιχείο, κάπως ασυνήθιστο πλέον. Είναι γυρισμένη σε ασπρόμαυρο φόντο, πράγμα που μπορεί να ερμηνευθεί ως μια αινιγματική επιλογή αλλά σίγουρα και ως μια ακόμα προσωπική πινελιά του Γιάννη Οικονομίδη.

Επόμενος σταθμός υπήρξε «Το μικρό ψάρι» (2014), το οποίο απέσπασε τέσσερα βραβεία από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου και περιέχει αξιοζήλευτες και υποδειγματικές ερμηνείες από το σύνολο των πρωταγωνιστών και ιδιαίτερα το Βαγγέλη Μουρίκη. Η φιλμογραφία του Γιάννη Οικονομίδη αποτελεί μιας πρώτης ποιότητας ένδειξη, ένα ιδανικό στίγμα της σεναριακής ευφυϊας και της σκηνοθετικής ευρηματικότητας του. Δείχνει με τον τρόπο του πως ξέρει τι κάνει και πως το κάνει.

Μπορεί με την ίδια ικανότητα να οικοδομήσει και να αναιρέσει το σενάριο του. Αποφεύγει τα αινίγματα και τη περιπεπλεγμένη πλοκή. Προτιμά να είναι απλός, αφηγηματικός και να λέει στα ίσια αυτό που θέλει να δηλώσει. Μπορεί μεν οι ιστορίες του να μην έχουν σχέση με πραγματικά πρόσωπα και ακριβώς ίδιες καταστάσεις, ωστόσο ενέχουν όλες τους ένα κοινό παρανομαστή. Το ρεαλισμό.

Ο Οικονομίδης δεν σκαρφίζεται ιστορίες από το συννεφάκι του μυαλού του, δεν πλάθει σενάρια σουρεαλιστικά ή σιβυλλικά, ούτε φυσικά προσπαθεί να διακωμωδήσει ή να διεκτραγωδήσει την πραγματικότητα. Πιστός στις ιδέες και τη κοσμοθεωρία του, επιμένει να καταγράφει και να παρουσιάζει με εύληπτο, ρεαλιστικό και γκροτέσκο τρόπο την σκληρότητα, την αλλοτρίωση και εγωπάθεια που αναβλύζουν από τους σκοτεινούς και ενίοτε ανεξέλεγκτους υπονόμους της ανθρώπινης ψυχής.

Συνθέτει ένα μοτίβο εικόνων με ιστορίες απλών ανθρώπων, όχι για να δείξει τι συνέβαινε κάποτε σε μια κακή κοινωνία ή τι μπορεί να συμβεί αργότερα σε ένα αρνητικό σενάριο όπου η κοινωνία και οι άνθρωποι αλληλοεπηρεάζονται και τελικά διαβρώνονται παρέα. Το κάνει ακριβώς για να δείξει ότι το αρνητικό αυτό σενάριο αποτελεί – σχεδόν από πάντα – τη σκληρή πραγματικότητα που μας περιβάλει και η οποία άλλους μας αφήνει αδιάφορους, άλλους μας κατατρέχει και άλλους μας θρέφει προτού μας ξεράσει.

Αναδεικνύει την πραγματικότητα αυτή, την κριτικάρει και έπειτα αφήνει ελεύθερα το θεατή να την αποδεχτεί και να την αποδομήσει. Και οι άνθρωποι που ενσαρκώνουν τις ιστορίες αυτές δεν είναι παρά άνθρωποι της διπλανής πόρτας. Συνήθως επιλέγει οι πρωταγωνιστές του να είναι ολιγομίλητοι, σκυθρωποί, ανέκφραστοι, σαν πλάσματα φτιαγμένα μόνο να υπομένουν τη μπόρα γύρω τους ή σαν ανθρωπόμορφα μπαλόνια που αφειδώς επιτρέπουν να γεμίζουν τα σωθικά τους με τις εξάρσεις των άλλων και απλώς περιμένουν την αυτοματοποιημένη έκρηξη τους, όταν κορεστούν.

Στα έργα του οι «κακοί» της υπόθεσης απεικονίζονται στη νουάρ εκδοχή τους. Αμετροεπείς, προκλητικοί, αυθάδεις. Άλλοτε απειλητικοί και άλλοτε ψευτοευαίσθητοι και συνεργάσιμοι, πάντοτε προς ίδιον όφελος. Χρησιμοποιεί γλώσσα απλή, καθημερινή και ενδεδυμένη με ένα πλούσιο και έντονο υβρεολόγιο. Παρουσιάζει, επίσης, την άλλη εκδοχή του έρωτα, όχι αυτού που γεννιέται ως φυσικό επόμενο, ως αποκύημα της αισθησιακής αναγκαιότητας αλλά εκείνου που μπορεί να αποτελέσει εργαλείο, εξαγοράσιμο προϊόν, μέσο ανταλλαγής και μονάχα μια ιδανική διέξοδο για να ξεφουσκώσει η καύλα της στιγμής.

Τοποθετεί τα δράματα του, κατά κύριο λόγο, στην επαρχία, χωρίς αυτό φυσικά να σημαίνει πως οι ιστορίες του αφορούν μονάχα τις μικρές κοινωνίες. Οι ηθοποιοί που συνυφαίνουν την πραγμάτωση του σεναρίου είναι σχεδόν οι ίδιοι. Ηθοποιοί που είτε ανέδειξε ο ίδιος ο Οικονομίδης, είτε ήδη γνωστοί καλλιτέχνες που συνεργάστηκαν μαζί του αβίαστα. Μια συγκεκριμένη ομάδα ηθοποιών που βρίσκουν τη τέλεια χημεία με τον σκηνοθέτη και τα πρόσωπα του σεναρίου.

Ξέρουν ακριβώς τι ζητάνε από το σκηνοθέτη και τι ο σκηνοθέτης από αυτούς. Δεν είναι τυχαίο πως οι περισσότεροι εξ αυτών – αν όχι όλοι – δεν μιλάνε απλά με διθυράμβους για το Γιάννη Οικονομίδη, αλλά τον θεωρούν, επιπρόσθετα, δάσκαλο τους. Άλλωστε ο Οικονομίδης εκτός από σκηνοθέτης έχει βρεθεί ουκ ολίγες φορές στη θέση του ερμηνευτή. Μερικά παραδείγματα ταινιών όπου συμμετείχε είναι «Οι Ισοβίτες» του Θόδωρου Μαραγκού, το «Wasted Youth» των Γιαν Φόγκελ και Αργύρη Παπαδημητρόπουλου και το « Όλα για όλα» του Μαρίνου Σκλαβουνάκη.

Μετά την πρόσφατη Μπαλάντα του αναμένουμε το επόμενο κινηματογραφικό παιδί του, διατηρώντας την ίδια αγωνία και την ίδια σιγουριά πως και το επόμενο θα είναι ακόμα καλύτερο από το προηγούμενο.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα