Μια νύχτα στα μπουζούκια

Μια φορά και έναν καιρό υπήρχε μια βιομηχανία στην Ελλάδα που θα μπορούσε να ονομάζεται «Πίστα Α.Ε»....

Parallaxi
μια-νύχτα-στα-μπουζούκια-31750
Parallaxi
000061.jpg

Λέξεις: Θοδωρής Μπούντας Εικόνες: Πάνος Κονιός

Μια φορά και έναν καιρό υπήρχε μια βιομηχανία στην Ελλάδα που θα μπορούσε να ονομάζεται «Πίστα Α.Ε». Ο τζίρος της έφτανε τα αρκετά δις, όταν υπήρχε η δραχμή και αργότερα τα αρκετά εκατομμύρια όταν κατέφθασε το Ευρώ. Η βιομηχανία αυτή άνθισε για περίπου 20 χρόνια και μετά… Αλλά ας πάρουμε το παραμύθι από την αρχή!

Τα νυχτερινά κέντρα (μπουζούκια) ήταν για πολλά χρόνια υπόθεση για ένα πολύ συγκεκριμένο κοινό, που είχε οικονομική άνεση και ήταν άνω των σαράντα ως προς την ηλικία. Για τον λόγο αυτό υπήρχαν στη Θεσσαλονίκη πολύ λίγα με κυρίαρχα τη «Θεσσαλονικιά» και τη «Νεράϊδα» στην περιοχή αεροδρομίου, που έφερναν τα μεγάλα ονόματα και έπαιρναν τη μερίδα του λέοντος από τους χορούς των εκατοντάδων Σωματείων, και δυο τρία ακόμη στην περιφέρεια της πόλης όπως ο «Σκορπιός» δυτικά και η «Πολιτεία» ψηλά στο βουνό. Βλέπετε η κρατική τηλεόραση έμενε μακριά από το λαϊκό εμπορικό τραγούδι ενώ μόνος τρόπος προβολής ήταν κάποιες εφημερίδες. Χαρακτηριστικό είναι πως γνωστός δημοσιογράφος τοπικής εφημερίδας, τότε που είχε την επιμέλεια σελίδας διασκέδασης, ήταν ο άρχοντας της νύχτας, αφού πέντε λέξεις του στην εφημερίδα αρκούσαν για να εκτοξεύσουν έναν τραγουδιστή ή ένα πρόγραμμα. Λέγεται πως ο εν λόγω δημοσιογράφος θα μπορούσε να έχει γίνει ζάμπλουτος αλλά είχε πολλές και πολυέξοδες συνήθειες.

Τα «ορμητικά» 90ς

Στις αρχές της δεκαετίας του 90 όμως συνέβη κάτι που θα άλλαζε το τοπίο. Η ίδρυση των ιδιωτικών τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών σταθμών και το μεγάλο μπάμ στις εκδόσεις περιοδικών. Μακριά από «ποιοτικές» και άλλες αγκυλώσεις, οι επιχειρήσεις αυτές έπρεπε να καλύψουν χιλιάδες ώρες «αέρα», κοπανιστού πολλές φορές, με ψυχαγωγικά προγράμματα και χιλιάδες εξώφυλλα, σαλόνια και κουτσομπολίστικες στήλες με νέα πρόσωπα που διψούσαν για προβολή. Κάτι που μυρίστηκαν οι δισκογραφικές εταιρίες με αποτέλεσμα να αρχίζει να δημιουργείται αργά αλλά σταθερά η μουσική λαϊκή βιομηχανία.

Παράλληλα αρκετοί επιχειρηματίες βλέποντας από τη μια μεριά τα παραπάνω, αλλά και το γεγονός πως οι Έλληνες είχαν πλέον χρήματα για να ξοδέψουν αποφασίζουν να σπάσουν τον στενό κύκλο των επιχειρηματιών της νύχτας και να ανοίξουν νέες επιχειρήσεις κυρίως στην Αθήνα. Ποιος είναι ο ρόλος της Θεσσαλονίκης την εποχή εκείνη; Απλός. Να προμηθεύει νέα ταλέντα. Κάτι που έκανε και παλαιότερα (Μαρινέλλα, Καζαντζίδης, Διονυσίου κ.α). Έτσι λοιπόν οι δισκογραφικές έρχονται στη Θεσσαλονίκη, ανακαλύπτουν ταλέντα (Βασίλης Καρράς, Αντώνης Ρέμος, Δέσποινα Βανδή κ.α), τα προσφέρουν συμβόλαια, τότε πολύ υψηλά, και τα κατεβάζουν στην Αθήνα όπου με τη βοήθεια των πρωϊνάδικων, των ραδιοφωνικών μεταδόσεων και των εξωφύλλων αρχίζουν να καταλαμβάνουν και τις μεγάλες Αθηναϊκές πίστες. Στη Θεσσαλονίκη δημιουργούνται χώροι ( Ρέξ, Άστρα, Αβαντάζ κ.α.) αλλά τα πράγματα παραμένουν ακόμη μικρά σε σχέση με την Αθήνα.

2000…η νέα γενιά

Το 2000 η Θεσσαλονίκη αντιλαμβάνεται πιο γρήγορα από την Αθήνα πως η νεολαία λόγω των ιδιωτικών μέσων ενημέρωσης είναι πλέον έτοιμη για να πάει στα μπουζούκια. Έπρεπε όμως και τα μπουζούκια να προσαρμοστούν στη νεολαία. Το πρώτο βήμα γίνεται στα χειμερινά «Μαμούνια» όπου για πρώτη φορά μπαίνουν καναπέδες, την θέση των ηλικιωμένων και βλοσυρών σερβιτόρων καταλαμβάνουν νέα παιδιά, οι τιμές της φιάλης αλλά και του ποτού στο μπαρ είναι πιο φιλικές και το πρόγραμμα γίνεται πιο νεανικό τουλάχιστον μέχρι τις 2 μετά τα μεσάνυχτα.

Η χρυσή δεκαετία έχει μόλις ξεκινήσει. «Μαμούνια», «Πύλη Αξιού» με νονά την Μαρινέλλα, «Φιξ», «Μούσες» κ.α. αναδεικνύουν τους νέους σταρ στην πίστα αλλά και τους νέους «σταρ» πελάτες που ξοδεύουν αμύθητα ποσά ρίχνοντας γαρίφαλα από Τουρκία και Αργεντινή (ναι η ζήτηση ήταν τόσο μεγάλη) κατά χιλιάδες σε έναν αγώνα εντυπωσιασμού. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση γνωστού επιχειρηματία που απαιτούσε όπου πήγαινε οι λουλουδούδες να πετούν μόνο λευκά γαρίφαλα και ενός άλλου (μέγας χορηγός) που είχε κάνει το Μιλάνο- Θεσσαλονίκη εβδομαδιαίο ταξίδι προκειμένου οι τραγουδίστριες –τρόπαια να αγοράσουν ότι πιο ακριβό από τις μπουτίκ της Ιταλικής πόλης. Το καλοκαίρι έφερε τα μπουζούκια στο αεροδρόμιο κοντά στο καζίνο. «Ρόδον», «Μαμούνια», «Πολιτεία», «Μούσες», «Focus». «Boom» (με νονά την Άννα Βίσση) με το τελευταίο να απασχολεί ακόμη τα δικαστήρια λόγω του οικονομικού σκανδάλου στο Δήμο Θεσσαλονίκης. Στην Αθήνα τα media και τα νυχτερινά κέντρα αναζητούν συνεχώς νέα ταλέντα και τα βρίσκουν. Πάολα ( η μοναδική που άντεξε στη λαίλαπα της μετέπειτα κρίσης), Νίκος Μακρόπουλος, Αγγελική Ηλιάδη, Onirama (όσο κι αν φαίνεται περίεργο με τον ίδιο τρόπο αναδείχτηκαν), Δημήτρης Χρυσοχοϊδης, Ζαφείρης Μελάς και πολλοί ακόμη. Αυτοί μαζί με κάποιους που δημιούργησε η τηλεόραση με τα Talent shows γίνονται οι κυρίαρχοι του παιχνιδιού.

2010…Το τέλος του παραμυθιού

Όπως γίνεται με κάθε βιομηχανία που βασίζεται στην υπερκατανάλωση αρκεί μια οικονομική κρίση για να την «γονατίσει». Η πελατεία δεν έχει χρήματα, οι χορηγοί εξαφανίζονται (μαζί με τα Cayene που ήταν παλαιότερα παρκαρισμένα κατά δεκάδες έξω από τα νυχτερινά κέντρα), οι αστέρες αρνούνται να κατεβάσουν την αμοιβή τους. Οι έξι νύχτες μειώνονται συνεχώς για να φτάσουν τις δύο, τα μπουρμπουάρ γίνονται θέμα μόνο για εξιστορήσεις, τα μαγαζιά κλείνουν ή μάλλον δεν ανοίγουν, τα φοιτητικά τραπέζια γίνονται περισσότερα από τα κανονικά. Στα Σφαγεία από δέκα μένουν δύο και στο αεροδρόμιο από 12 απομένουν δύο που όμως δεν λειτουργούν ολόκληρο το καλοκαίρι. Η οικονομική κρίση στέλνει τον κόσμο στα μπαράκια που όλο και πιο συχνά φιλοξενούν live μικρού κόστους.

Το παραμύθι αυτό είναι από τα λίγα που δεν είχε το γνωστό τέλος «και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα». Μάλλον του ταιριάζει «και ζήσαμε καλά, αλλά….».

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα