Μια νύχτα στην Αβάνα
Φεύγοντας από τη Μονή Λαζαριστών, μετά από δυο σχεδόν ώρες με τους Buena Vista Social Club παρατηρούσα τα πρόσωπα των ανθρώπων. Ήταν χαλαρά, ξέγνοιαστα και χαμογελαστά. Είχα μήνες να δω τόσους χαρούμενους ανθρώπους. Λίγο νωρίτερα χόρευαν νωχελικά Κουβανέζικους ρυθμούς. Οι Κουβανοί είχαν κάνει τη δουλειά τους καλά. Ακριβώς έντεκα χρόνια πριν, τον Αύγουστο του 2000 […]
Φεύγοντας από τη Μονή Λαζαριστών, μετά από δυο σχεδόν ώρες με τους Buena Vista Social Club παρατηρούσα τα πρόσωπα των ανθρώπων. Ήταν χαλαρά, ξέγνοιαστα και χαμογελαστά. Είχα μήνες να δω τόσους χαρούμενους ανθρώπους. Λίγο νωρίτερα χόρευαν νωχελικά Κουβανέζικους ρυθμούς. Οι Κουβανοί είχαν κάνει τη δουλειά τους καλά.
Ακριβώς έντεκα χρόνια πριν, τον Αύγουστο του 2000 είχα βρεθεί στην Κούβα και εκείνες τις μέρες η ίδια μπάντα, που γεννήθηκε από την θέληση του Ruy Cooder να ενώσει θρύλους της κουβανέζικης μουσικής, και τη διάθεση του Βιμ Βέντερς να το κινηματογραφήσει, έδωσε την πρώτη της συναυλία στην Αβάνα. Αφού ήδη είχε γυρίσει όλο τον κόσμο. Η συναυλία δόθηκε στο θρυλικό θέατρο Καρλ Μαρξ. Δυόμισι χιλιάδες άνθρωποι, στην πλειοψηφία τους ηλικιωμένοι, για τρεις ώρες καμάρωναν τους θρύλους που μεγάλωσαν με τις μουσικές τους. Η μπάντα ήταν τότε στην αρχική της σύνθεση, πριν αφήσουν το μάταιο τούτο κόσμο οι πρωτεργάτες της. Και η συγκίνηση στα μάτια των ακροατών τεράστια. Η πιο συγκινητική εμπειρία συναυλίας που είχα ποτέ. Από την πρώτη μέρα που πάτησα το πόδι μου στην Κούβα κατάλαβα πως ο ρυθμός ήταν το μεγάλο αντίδοτο στη φτώχεια. Σε κάθε γωνία των δρόμων μια αυτοσχέδια μπάντα έπαιζε νωχελικά το Chan Chan. Στα πάρκα και τις πλατείες αγόρια και κορίτσια χόρευαν με κάθε ευκαιρία. Στο καρναβάλι του καλοκαιριού, στη Malecon, με φτηνό ρούμι και πούρα που ξεχώρισαν ως σκάρτα και δεν διατέθηκαν στους τουρίστες, επί ενάμιση μήνα, κάθε νύχτα, πνίγουν στη μουσική και το χορό την αβάσταχτη καθημερινότητα. Και στα περίφημα Casa de La Cultura των μικρών πόλεων της επαρχίας, εκεί που οι τουρίστες πάρα πολύ δύσκολα θα παρεισφρήσουν, η μουσική είναι που ανεβάζει και παρηγορεί στον αγώνα κατά της φτώχιας. Ξαναθυμήθηκα χιλιάδες εικόνες σε δρόμους, αυλές, λεωφόρους, στο Floridita και το Santiago de Cuba, ξαναβρήκα την απορία που είχα τότε, πως μπορούν μέσα σε τόση φτώχια να κουνιούνται ξέγνοιαστοι στο ρυθμό.
Και προχτές το βράδυ στη Μονή Λαζαριστών απλά αντιλήφθηκα πως αυτός ο ρυθμός είναι παρηγοριά, που μέσα σε ένα δίωρο είχε διαπεράσει και τα δικά μας σώματα και μας είχε κάνει συμμάχους στην ελπίδα με τους ανώνυμους Κουβανούς. Ένα βράδυ στο Βαραδέρο γευματίσαμε σε ένα σπίτι από αυτά που μαγειρεύουν για τους ξένους. Καθώς μας σέρβιρε το φρέσκο ψάρι στο σαλόνι τους, ο ευγενής Μιγκέλ μας ρώτησε δειλά. Σας πειράζει να βάλω λίγη μουσική, μαλακώνει την καρδιά. Βάλε του είπαμε και η κασέτα ξεκίνησε να παίζει μια σάλσα. Το ίδιο play πατήσαμε προχτές. Αυτό που μαλακώνει την καρδιά.