Μια νύχτα με το ”δράκο” στον αμπελώνα

Ζήσαμε χθες μια μοναδική νύχτα στο Κτήμα Γεροβασιλείου με μια παράσταση που ξύπνησε τις μνήμες του Δράκου του Σέιχ Σου μισό αιώνα μετά.

Γιώργος Τούλας
μια-νύχτα-με-το-δράκο-στον-αμπελώνα-325498
Γιώργος Τούλας

Δευτέρα βράδυ. Η πόλη γιορτάζει τον Κώστα και την Ελένη. Μηχανάκια από ανθοπωλεία πηγαινοέρχονται, κόσμος κατεβαίνει στα μπαρ του κέντρου. Στο δρόμο της  Επανομής τα αυτοκίνητα λιγοστά. Καθώς πλησιάζουμε το Κτήμα-Γεροβασιλείου όμως η έκπληξη είναι μεγάλη. Στο μεγάλο υπαίθριο πάρκινγκ δεν πέφτει καρφίτσα. Στη σιγαλιά της εξοχής, μυρωδιές δυνατές από λεβαντίνες και θρούμπι μας χτυπούν στο πρόσωπο. Σουρουπώνει και πάνω από τους αμπελώνες ένα πορτοκαλί φως λούζει τον ορίζοντα. Εκεί είναι που λες ότι η ζωή αξίζει για κάτι τέτοιες στιγμές απίστευτης ομορφιάς. Ο Βαγγέλης και η Σόνια Γεροβασιλείου υποδέχονται τον κόσμο στην είσοδο του οινοποιείου. Με ευγένεια και ένα ποτήρι Μαλαγουζιά για καλωσόρισμα. Ευλογία.

Περισσότεροι από 330 άνθρωποι μπαίνουμε στον υπέροχο χώρο που έχουν για τις εκδηλώσεις τους. Σε ένα από τα πιο φιλόξενα οινοποιία της χώρας με παράδοση στην τέχνη και τη φιλοξενία. Και κυρίως χωρίς αντίτιμο καθώς όσα κάνουν είναι δωρεάν. Σε λίγο ξεκινά ένα ταξίδι στην κοντινή ιστορία της πόλης. Βασισμένο στο βραβευμένο με Κρατικό Βραβείο, βιβλίο του Θωμά Κοροβίνη ”Ο Γύρος του Θανάτου”. Ο Θωμάς, εξαίρετος αφηγητής μεγάλων ένδοξων και άδοξων στιγμών της νεότερης ιστορίας μας, λάμπει ανάμεσα στους θεατές. Γιατί είναι η πρώτη φορά που η παράσταση του Αρίστου θα παιχτεί στην Θεσσαλονίκη. Ο θρίαμβος της Αθήνας, στο θέατρο του Νέου Κόσμου έχει δημιουργήσει μεγάλη αναμονή. Αν όχι εδώ τότε που, αναρωτιόμαστε όλοι. Το ίδιο και ο Γιώργος Παπαγεωργίου. Στην πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα. Παιδί της πόλης και αυτός. Από τους πιο πολυτάλαντους της γενιάς του. Γιος της Φιλαρέτης Κομνηνού, σόι πάει το βασίλειο και του Αργύρη Παπαγεωργίου των εκδόσεων Εξάντας. Ο Γιώργος έχει το ίδιο τρακ της παρουσίασης. Το υλικό του το τροφοδότησε η πόλη που γεννήθηκε και μεγάλωσε, όσα άκουγε εδώ και εδώ το επιστρέφει αυτή τη νύχτα.

Τα φώτα σβήνουν και για την επόμενη μια ώρα και ένα τέταρτο, αφού έχει προηγηθεί από την Ελένη Ουζουνίδου ένα έξυπνο παιχνίδι με τους θεατές για να κλείσουν τα κινητά, που τόσο σπαστικά αναβοσβήνουν και χτυπούν στη διάρκεια των παραστάσεων, ξεκινά μια εμπειρία που θα θυμόμαστε για καιρό. Ο σκηνοθέτης επέλεξε σοφά να μοιράσει την τεκμηρίωση και την αφήγηση, να κρατήσει το έξοχο υλικό του Θωμά Κοροβίνη της μυθοπλασίας και να ερευνήσει τα ντοκουμέντα παράλληλα. Επιλέγει να μας αφηγηθούν την ιστορία εννιά συνολικά πρόσωπα, που συναντήθηκαν με τον Αρίστο Παγκρατίδη σε διαφορετικά στάδια της ζωής του. Ο φίλος από την Τούμπα, η παραδουλεύτρα γειτόνισσα της μάνας του, ένας αχθοφόρος του λιμανιού, ο παρακρατικός δωσίλογος περιπτεράς, ένας χωροφύλακας δημοκρατικών φρονημάτων, ένας συντηρητικός αστός της παραλίας, το αφεντικό του σε ένα λαϊκό πανηγύρι, η τραβεστί Λολό και μία λαϊκή τραγουδίστρια (οι δύο έρωτές του), ερμηνευμένοι επί σκηνής από τρεις ηθοποιούς (Ελένη Ουζουνίδου, Μιχάλης Οικονόμου, Γιώργος Χριστοδούλου).

Καθώς οι ιστορίες ξετυλίγονται από τις ξύλινες παράγκες της αλάνας της Τούμπας, που τις θυμάμαι αμυδρά στα παιδικά μου χρόνια, τα περίφημα γύφτικα και το τενεκεδένιο σχολείο που δέσποζε σαν το σημάδι μιας εποχής που η Θεσσαλονίκη ελάχιστα πια επιστρέφει, ακόμα και ως ανάμνηση, έως το μοιραίο πρωϊνό που οδήγησαν τον Αρίστο αυτά τα πενήντα βήματα στο δάσος με αυτόπτες μάρτυρες μονάχα το εκτελεστικό απόσπασμα και πέντε δημοσιογράφους, η διαδρομή δεν έχει χαρές. Μερικές αναπνοές έχει, που παίρνει μαζί με τους ήρωες και ο θεατής και πολλά σκοτάδια. Μιας ζωής καταδικασμένης από την αρχή, μοιραίας μέσα στη φτώχεια και την εγκατάλειψη. Ακόμα και η μάνα του, αριστουργηματική εδώ η μάνα της Ελένης Ουζουνίδου, μιας από τις σημαντικότερες Ελληνίδες ηθοποιούς σήμερα, θα πει κάποια στιγμή μέσα σε μια κρίση αυτογνωσίας: Δεν του στάθηκα του Αρίστου μου.

Ο Γιώργος επιλέγει να αφηγηθεί με τη βοήθεια των τριών εξαίρετων ηθοποιών και μόνο,  μερικά αντικείμενα θα γίνουν οι σκηνικές βοήθειες για τις μεταμορφώσεις από ιστορία σε ιστορία, επιστρέφοντας το θέατρο στις ρίζες του. Η πιο διάσημη ιστορία της Θεσσαλονίκης του ΄60, ο Δράκος του Σέιχ­ Σου, ο άντρας δηλαδή που στα τέλη της δεκαετίας του ’50 είχε προβεί σε μια σειρά επιθέσεων σε ζευγάρια και βιασμών στο δάσος Σέιχ Σου της Θεσσαλονίκης, η σύλληψη ενός άνδρα το 1963, πάνω στη σκοτεινιά της δολοφονίας Λαμπράκη και της ανεξέλεγκτης δράσης του παρακράτους, τα πέντε ατέλειωτα χρόνια στο Γεντί Κουλέ και η εκτέλεση, το τετράκις εις θάνατον παρά τις αμφιβολίες του εισαγγελέως το 1968. Και η μετέπειτα αμφιβολία που κρατά μισό αιώνα. Το γιατί και το ερωτηματικό της αθωότητας. Χτίζει το πορτραίτο το Αρίστου μέσα από υπαινιγμούς, βλέμματα, κραυγές και ψιθύρους. Ένα ντέφι, ένα χωνί του κράχτη, μια τρέσα με λαμπάκια από ένα εξοχικό ταβερνάκι, το φλιτζάνι του ελληνικού, τα μαύρα ρούχα του πένθους και της κιμπαριάς, μια κολώνια μοσχολέμονου στο διάφανο μπουκάλι. Κάθε γύρισμα της μοίρας και πιο κοντά στο θάνατο, κάθε μικρή ελπίδα να τη διαδέχεται και πιο μεγάλο σκοτάδι.

Ο Αρίστος της παράστασης, είναι ένα κομμάτι της Ελλάδας μετά τον πόλεμο, που δεν σήκωσε ποτέ κεφάλι. Είναι οι άνθρωποι πίσω από τη μεγάλη Ιστορία. Από την τραβεστί Λολό μέχρι τον ρουφιάνο στο περίπτερο, είναι οι μικρές Ελλάδες που συνέθεταν την μεγάλη εικόνα, εκείνα τα πρόσωπα που δεν θα γινόταν ποτέ πρωταγωνιστές αλλά θα έμεναν κομπάρσοι σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο και συχνά θολό σκηνικό.

Με μεγάλες στιγμές ερμηνείας και από τον Οικονόμου και τον Χριστοδούλου, θέατρο που κουβαλάς για καιρό εντός σου. Τυχεροί χθες βράδυ για αυτό που ζήσαμε σε ένα χώρο όχι θεατρικό που κουβαλούσε όμως μια θεατρικότητα μοναδική. Και όταν βγήκαμε στο αεράκι της νύχτας όλοι μας μαγεμένοι και βαθιά προβληματισμένοι, σαν να ηχούσε στα αυτιά μας η φωνή του Αρίστου εκείνο το πρωϊνό στο περιαστικό δάσος της πόλης, Μανούλα μου είμαι αθώος, η σημερινή μας πόλη έλαμπε απέναντι πέριξ του Θερμαϊκού ολόφωτη. Μπαίνοντας στη σιγαλιά της νύχτας στο αυτοκίνητο για να επιστρέψω στη βοή της πόλης αναρωτήθηκα πως ξορκίζεις μια στοιχειωμένη συλλογική τύψη. Ή απλά μαθαίνεις να περπατάς μαζί της;

ΥΓ. Η κουβέντα με το Θωμά και τους συντελεστές στο τέλος ήταν το καλύτερο φινάλε! Τυχεροί που το ζήσαμε. Η παράσταση προβλέπεται να έρθει στη Θεσσαλονίκη τον χειμώνα του 2019. 

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα