Μια παρθένα πόρνη
του Σάββα Πατσαλίδη Στο Black Box η «Σαλώμη» Η «Σαλώμη» η μονόπρακτη τραγωδία του ιδιοφυούς όσο και εκκεντρικού δανδή Όσκαρ Ουάιλντ, γραμμένη το 1891 πρώτα στα γαλλικά, είναι εμπνευσμένη από τη γνωστή βιβλική ιστορία, όπου η θετή κόρη του Ηρώδη ζητά την κεφαλή του Ιωάννη του Βαπτιστή επί πίνακι, ως ανταμοιβή για το γεγονός ότι […]
του Σάββα Πατσαλίδη
Στο Black Box η «Σαλώμη»
Η «Σαλώμη» η μονόπρακτη τραγωδία του ιδιοφυούς όσο και εκκεντρικού δανδή Όσκαρ Ουάιλντ, γραμμένη το 1891 πρώτα στα γαλλικά, είναι εμπνευσμένη από τη γνωστή βιβλική ιστορία, όπου η θετή κόρη του Ηρώδη ζητά την κεφαλή του Ιωάννη του Βαπτιστή επί πίνακι, ως ανταμοιβή για το γεγονός ότι χόρεψε μπροστά του τον «Χορό των εφτά πέπλων».
Ιστορικό
Το έργο κουβαλά ένα βεβαρημένο παρελθόν. Το 1892, κι ενώ η Σάρα Μπερνάρ είχε ‘ήδη αρχίσει τις πρόβες,, επενέβη η βρετανική λογοκρισία και απαγόρευσε την παράσταση, με την αιτιολογία ότι αγγίζει βιβλικά πρόσωπα με τρόπο ανάρμοστο. Το έργο θα κάνει τελικά πρεμιέρα το 1896, υπό τη σκηνοθετική φροντίδα του Lugne Poe (Theatre de L’ Oeuvre), με τον Ουάιλντ έγκλειστο τότε σε γαλλική φυλακή. Έκτοτε το έργο θα παρουσιαστεί σε διάφορες σκηνές του κόσμου. Ο Αλ Πατσίνο, ο οποίος ήταν ο πρωταγωνιστής στο ανέβασμά του στο Μπρόντγουεϊ το 1992, μαθαίνουμε ότι προετοιμάζεται για μια επανάληψη μέσα στο 2016, αυτή τη φορά στο Γουέστ Εντ του Λονδίνου.
Η αισθητική του έργου
Από αισθητικής άποψης το έργο φέρει έντονες τις επιρροές του Βέλγου συγγραφέα Μωρίς Μαίτερλινκ, κυρίως σε ό,τι αφορά τα ηχοχρώματα των λέξεων, τη σημασία των εφέ και της μουσικής. Ο ίδιος ο Ουάιλντ, μάλιστα, συχνά σχολίαζε το έργο του με μουσικούς όρους, τονίζοντας την έντονη παρουσία των επαναλαμβανόμενων μοτίβων, που περίπου συγκροτούν και το όλον της σύνθεσης.
Η Σαλώμη είναι η προσωποποίηση του πόθου και της δύναμης, πράγμα που την οδηγεί στην τρελή απαίτηση να της παραδοθεί το κεφάλι του Ιωάννη επί πίνακι. Ο Ουάιλντ εστιάζει αποκλειστικά στις επιθυμίες της, περνώντας στο περιθώριο την εκδικητική πράξη του Ηρώδη εις βάρος του Ιωάννη. Είναι προφανές πως θέλει να προβάλει τη δύναμη του σεξ, ώστε να δημιουργήσει ερωτικές εικόνες και υπονοούμενα Τη στιγμή που βάζει τη Σαλώμη να φιλήσει το κεφάλι του Ιωάννη, περίπου ολοκληρώνει την εικόνα της «παρθένας πόρνης», τη διαστροφή της αγνότητας από το ερωτικό πάθος.
Η παράσταση
Εκείνο που αναγνωρίζω στην ομάδα Ars Moriendi είναι η συνέπειά της. Από την αρχή μπήκε σε ένα εργαστηριακό σωλήνα και πασχίζει να διαμορφώσει μια σκηνική αισθητική. Σημείο εκκίνησης και έμπνευσης η δουλειά του Τερζόπουλου. Σωματικό θέατρο, μινιμαλιστικό, υπαινικτικό, εικονολάγνο, αυστηρό, γεωμετρημένο. Ένα θέατρο που σίγουρα απαιτεί ηθοποιούς με ανάλογη εκπαίδευση και σκηνοθέτες με ειδικά εφόδια ώστε να αγγίξουν την ουσία του. Δύσκολο το στοίχημα, δεν χωρά αμφιβολία.
Εκείνο που διαπιστώνω πάντως σε κάθε νέα παραγωγή της ομάδας είναι τη συνειδητή και αξιέπαινη προσπάθεια που κάνει να απογαλακτιστεί, να βρει το δικό της στίγμα. Δεν έχει πετύχει ακόμη, αλλά και μόνο ότι το παλεύει είναι κέρδος. Πιο πρόσφατο δείγμα γραφής η «Σαλώμη» (στο Black Box), σκηνοθετημένη από το Θάνο Νίκα και καλά φωτισμένη από τον ίδιο.
Η περφόρμανς
Η περφόρμανς αρχίζει κάπως περιπαιχτικά, με τη Σαλώμη να βουτά βίαια σε μια λεκάνη γεμάτη νερό δύο κούκλες, παραπέμποντας στην τελετουργία της βάφτισης, ενώ το στόμα ορθάνοικτο προσπαθεί να αρθρώσει το άναρθρο του πόθου και του πάθους. Στο βάθος τα σώματα των άλλων τελεστών δηλώνουν τη δική τους παρουσία μέσα από καλά μελετημένες κινήσεις. Στο γυάλινο κουβούκλιο, έγκλειστος ο προφήτης μιλά στα αγγλικά, τονίζοντας με αυτόν τον τρόπο την «διαθέσιμη» ετερότητά του.
Όλα γίνονται αργά, καρέ καρέ ώστε να προλάβουμε να τα αποκωδικοποιήσουμε. Το ίδιο και τα λόγια. Ελάχιστα. Η λογική δυσκολεύεται ν’ ακολουθήσει. Τα αφηγηματικά αποσπάσματα σίγουρα δίνουν κάποια βοήθεια, όχι όμως αρκετή. Είναι και αυτά ημιτελή, όπως τα βλέμματα που αρνούνται να κοιτάξουν τον στόχο τους. Το λέει ξεκάθαρα η Σαλώμη στον Ιωάννη: «αν με είχες κοιτάξει, θα με είχες αγαπήσει», οπότε αγαπώντας την θα είχαμε και την εκλογίκευση της αφήγησης.
Παρατηρήσεις
Η θραυσματική αυτή περφόρμανς, ακριβώς ένεκα της μορφοδομής της, είχε άμεση ανάγκη από έναν πιο πελεκημένο ρυθμό, πιο στέρεες γέφυρες από τη μια εικόνα στην άλλη και θα έλεγα πιο δουλεμένες σχέσεις εικόνας και λέξης, αλλά και των βασικών σωμάτων μεταξύ τους. Δεν είδα πολύ καθαρά τις σχέσεις Σαλώμης/Γιοκανάαν, για παράδειγμα. Το μετωπικό παίξιμο και η χρήση μικροφώνων θετικά σκηνοθετικά στοιχεία, αλλά όχι απόλυτα ενταγμένα στο σύνολο της περφόρμανς. Θα ‘πρεπε να δουλευτούν περισσότερο για να δέσουν με το όλον. Η τελευταία εικόνα με το κεφάλι του Ιωάννη λουσμένο στο κόκκινο χρώμα, εικαστικά καλή αλλά παράλληλα και ενδεικτική των προθέσεων της όλης προσπάθειας: να κερδίσει τις εντυπώσεις μέσα από την ομορφιά της όψης. Μόνο που έτσι αισθάνθηκα πως κάποια πράγματα γίνονταν για να γίνουν κι όχι γιατί εξυπηρετούσαν κάποιο κείμενο από κάτω. Οι Αραμπατζής, Αργυροπούλου, Μαυρίδου Beico, και Νικολαϊδης, ακολούθησαν τη σκηνοθετική γραμμή με καλά κουρδισμένα ανακλαστικά αλλά και με αδυναμίες στο εκφραστικό τους οπλοστάσιο. Εκεί φάνηκε και η δυσκολία διαχείρισης της «τερζοπουλικής» αλλά και της μεταδραματικής μεθόδου.
Συμπέρασμα: πέρα από τις όποιες επιφυλάξεις μου σχετικά με το αποτέλεσμα, το ότι η ομάδα παραμένει συνεπής στους στόχους της το θεωρώ απόλυτα θετικό στοιχείο.
*Περισσότερες πληροφορίες για το έργο εδώ