Μια ταινία, ένα βιβλίο και ένα περιοδικό που μου έφτιαξαν την εβδομάδα
Υπάρχουν πράγματα που μας συγκινούν πολύ.
Τρεις συγκινητικές στιγμές σε μια βδομάδα
Ψυχρός Πόλεμος
Μεγάλο σινεμά δεν βλέπουμε πια. Μην γελιόμαστε. Σπάνια μια ταινία μπορεί να σε κάνει να αισθανθείς όπως αισθάνθηκες με τους σκηνοθέτες που σημάδεψαν το βλέμμα σου. Βγαίνοντας από την αίθουσα που έπαιζε τον Ψυχρό Πόλεμο του Παβλικόφσκι είχα ξανά εκείνο χαμόγελο που σχηματιζόταν στο πρόσωπο μου όταν έβλεπα μια ταινία των σπουδαίων του κινηματογράφου.
Ο Παβλικόφσκι είναι μάστορας. Στήνει ένα καλοδουλεμένο ερωτικό ακροβατικό πάνω στα συντρίμμια της μεταπολεμικής Ευρώπης. Κεντά αριστοτεχνικά ένα ταξίδι στο χρόνο, δομημένο με κατ, αισθητικά και συναισθηματικά. Στέρεα, αργά και με απόλυτη γνώση, διατρέχει μια αβέβαιη εποχή, μια αβέβαιη σχέση, μια μετέωρη ζωή. Και μας καθηλώνει. Δεν γίνεται να μείνεις αμέτοχος σε ένα βυθιζόμενο σκαρί. Μουσική, ασπρόμαυρη φωτογραφία, ερμηνείες, ατμόσφαιρα δουλεύουν υπέρ του δικού σου συναισθήματος.
*Seven Films
Στ΄αμπέλια
Νομίζω ότι έχω πλέον απόσπαση προσοχής. Τα χιλιάδες κείμενα που διαβάζω κάθε μήνα λόγω δημοσιογραφίας, η αποσπασματικότητα των social media, μου καθιστούν κάθε προσπάθεια ανάγνωσης λογοτεχνίας εξαιρετικά δύσκολη. Το βιβλίο του Σταύρου Ζουμπουλάκη το διάβασα σε δυο διαδοχικές νύχτες. Στην πραγματικότητα το ρούφηξα. Κάθε του λέξη, στιγμή, αφήγηση. Αυτά τα εννιά ευλαβικά καλοκαίρια των παιδικών χρόνων του συγγραφέα στη Συκιά της Λακωνίας είναι ένα ταξίδι στην αθωότητα, στην ομορφιά, τη λιτότητα, την καθαρότητα μιας Ελλάδας που έχει τελειώσει προ πολλού. ”Δεν σημαίνει περιοχή με αμπελώνες, μολονότι υπήρχαν εκεί και αμπελάκια για το κρασί της χρονιάς, έξω από τον οικισμό, όπου ξεκαλοκαίριαζαν οι κάτοικοι του χωριού”.
Αυτά τα ατέλειωτα θέρη, χωρίς ίχνος εξωραϊσμού, με μια γλώσσα απογυμνωμένη και στέρεα, αυτές οι βουτιές στην διαρκή ενδοσκόπηση, μοιάζουν το πιο υγιές κομμάτι του ελληνικού μας πολιτισμού που μετά ενδύθηκε διάφορα φαντεζί και άτεχνα ενδύματα. Ένα φωτεινό μονοπάτι σε σκοτεινούς καιρούς, ένα ηλιόλουστο μεσημέρι σε ένα χωράφι που δεν πέρασες ποτέ, ένα γλέντι που στήθηκε με το τίποτε και εσύ έλειπες και τώρα κρυφοκοιτάς τις εικόνες του. Τα Αμπέλια του Ζουμπουλάκη είναι ένα από τα πιο συγκινητικά, χωρίς να το εκβιάζει, αφηγήματα που διάβασα εδώ και χρόνια. Εκείνο που χρωστάω στα εννιά καλοκαίρια, γράφει, είναι μια ηθική επιλογή, που κάποτε πήρε πολιτικά χαρακτηριστικά, ότι θα είμαι πάντα με την πλευρά των φτωχών και των αδικημένων.
*Εκδόσεις Πόλις
30+1 χρόνια Εντευκτήριο
Τελευταία τερματίζει η αντοχή μας, γράφει η Κική Δημουλά ανοίγοντας το γενέθλιο τεύχος του σπουδαιότερου λογοτεχνικού περιοδικού στην Ελλάδα. Και η αντοχή του Γιώργου Κορδομενίδη μοιάζει ατέλειωτη και αξιοθαύμαστη. Σε καιρούς άνυδρους να ποτίζει τα όνειρα όσων οφείλουν να ονειρεύονται αλλά και όσων οφείλουν να δημιουργούν μέσα από τα γραπτά τους όνειρα. Ένας δρόμος που δεν σταματά, παρά τα χαντάκια, τις ραβδώσεις και το χαλασμένο συχνά οδόστρωμα. Που συνεχίζεται και πάει τη σκέψη και τη γλώσσα μακριά. Αυτό που κάνει ο επίμονος κηπουρός των ελληνικών γραμμάτων τόσα χρόνια νομίζω ότι συνοψίζεται ιδανικά σε αυτό το τεύχος που μόλις κυκλοφόρησε και από χθες που πήρα στα χέρια μου δεν χορταίνω να διαβάζω.
Δημιουργεί υλικό για τους ανθρώπους του μέλλοντος όταν θα θελήσουν να μελετήσουν το χνάρι αυτών των τριάντα χρόνων. Πέρα από τις κραυγές των ειδήσεων και το εφήμερο των διαφόρων αναγνωσμάτων. Στο τεύχος αυτό καταφέρνει με ένα νεύμα μόνο να συγκεντρώσει μερικά από τα καλύτερα ονόματα της ελληνικής σκέψης και γραφής μαζί και να παίξει μαζί τους το παιχνίδι της δοκιμασίας με τον αριθμό 30. Όσα και τα χρόνια του περιοδικού. Και κείνοι να δημιουργήσουν κείμενα που διαβάζονται για πολλές ακόμα τριαντάδες χρόνων. Σπουδαία υπόθεση.