Μια τελευταία συναυλία στο Ηρώδειο για τη Χαρούλα
Ας είναι, λοιπόν, το τελευταίο φως του Ηρωδείου μια ανοιχτή πρόταση...
Λέξεις: Μάνος Λαμπράκης
Ας πούμε πως υπάρχει ακόμη λίγος χρόνος. Έστω και καθυστερημένα, έστω και σιωπηλά, εκεί προς το τέλος του κύκλου, στον Σεπτέμβρη ή στον Οκτώβρη, πριν το Ηρώδειο σιγήσει για να επιστρέψει στα μάρμαρα και τη διοίκηση, ας συμβεί αυτό που δεν έχει ειπωθεί ακόμη δυνατά: μια τελευταία συναυλία για τη Χαρούλα Αλεξίου. Όχι απλώς με τη Χαρούλα. Ίσως να μη χρειαστεί καν να τραγουδήσει. Αλλά παρουσία της να κλείσει ο κύκλος αυτού του μνημείου. Όχι επειδή της «ανήκει» με την έννοια της τιμής, αλλά επειδή μας ανήκει μέσα από εκείνη ένα τελευταίο δειλινό.
Το μνημείο δεν είναι ποτέ ένα αντικείμενο μόνο, αλλά μια μορφή μνήμης που διακόπτεται. Το Ηρώδειο είναι τέτοιος χώρος, ένας χώρος που λειτουργεί όχι μόνο για να ακουστεί η τέχνη, αλλά για να μείνει ανεπαίσθητα κάτι από την αντήχησή της. Είναι χώρος επανάληψης του άρρητου, μια τελετουργική διαδρομή προς την ανάμνηση αυτού που δεν λέγεται πια, αλλά πέρασε μέσα από εμάς. Και ποια φωνή — ποιο πρόσωπο — έχει αφήσει βαθύτερο αποτύπωμα στη συλλογική συγκίνηση της μεταπολιτευτικής Ελλάδας από τη Χαρούλα;
Γι’ αυτό και το αίτημα δεν είναι μουσικό, είναι οντολογικό. Δεν ζητάμε άλλη μια συναυλία για να «ακουστεί» η Αλεξίου. Θέλουμε μια τελευταία συγκέντρωση γύρω της, όπως μαζεύεται ο κόσμος γύρω από ένα φως που σβήνει, όχι για να το κρατήσει ζωντανό, αλλά για να του πει ευχαριστώ που υπήρξε. Αν τραγουδήσει η ίδια, θα είναι ευλογία. Αν τραγουδήσουν άλλοι γι’ αυτήν, θα είναι πράξη μετάδοσης. Αλλά ακόμα κι αν καθίσει μόνο, σιωπηλή, παρούσα, όπως στο βλέμμα της στη συναυλία του ΛΕΞ, αρκεί: γιατί μερικές παρουσίες λειτουργούν ως τελετουργία ακόμη και μέσα στη σιωπή.
Το Ηρώδειο δεν είναι ένα απλό Ωδείο. Είναι το στόμιο μιας επιθυμίας διαρκώς ματαιωμένης και διαρκώς επιστρεφόμενης. Το καλοκαίρι της Αθήνας, μέσα από τις σκάλες που οδηγούν στο εσωτερικό του, κουβαλά το βάρος ενός παλιού βλέμματος: το βλέμμα του πολιτισμού ως κοινή ελπίδα. Κι επειδή σήμερα δεν ξέρουμε πότε — και αν — θα μας επιστραφεί αυτός ο χώρος ως χώρος τέχνης κι όχι ως πεδίο ιδιοκτησιών και επενδυτικών μελετών, οφείλουμε η τελευταία του βραδιά να ανήκει σε μια μορφή που στάθηκε απέναντι στον χρόνο, χωρίς να τον καταναλώσει.
Μια συναυλία για τη Χαρούλα, όχι για να την «τιμήσει» με το στερεοτυπικό ύφος των θεσμών, αλλά για να μεταβολίσει η πόλη της Αθήνας την αίσθηση ότι η φωνή μπορεί να σωπάσει χωρίς να φύγει. Ότι η γυναίκα που τραγούδησε για τους άστεγους της αγάπης, για τα κορίτσια που μεγάλωσαν, για τις μητέρες που γερνούν, για τους λαούς που αντιστέκονται, δεν μπορεί να μείνει απλώς ως όνομα, πρέπει να γίνει τελετουργική πύλη για το τέλος ενός πολιτιστικού κύκλου.
Ας είναι, λοιπόν, το τελευταίο φως του Ηρωδείου μια ανοιχτή πρόταση. Ένα κάλεσμα: να συναντηθούμε εκεί όσοι αγαπήσαμε μέσα απ’ τη φωνή της. Όσοι δεν αισθανθήκαμε προδομένοι από το βλέμμα της. Όσοι, σε στιγμές αφόρητης κοινής μοναξιάς, την ακούσαμε να λέει αυτό που δεν μπορούσαμε να πούμε. Όσοι την αγαπήσαμε στ’ αληθινά, χωρίς φωνές, χωρίς χειροκροτήματα, αλλά με τη σιωπή του ανθρώπου που καταλαβαίνει πότε πρέπει να σταθεί κι όχι μόνο να ακούσει.
Η Χαρούλα να κλείσει τον κύκλο. Η κυρία Χαρά, όπως την είπε ο ΛΕΞ. Γιατί μόνο τέτοιοι άνθρωποι μπορούν να παραδώσουν έναν τόπο πίσω στο σκοτάδι του, χωρίς να χαθεί το φως.
*Ο Μάνος Λαμπράκης είναι θεατρικός συγγραφέας, δραματουργός και μεταφραστής