Parallax View

Μια βόλτα στην πόλη και μερικές σκέψεις εν μέσω καραντίνας

Δυο λόγια με αφορμή την ανάγκη για αέρα, και ανθρώπινη επαφή. 

Parallaxi
μια-βόλτα-στην-πόλη-και-μερικές-σκέψει-586447
Parallaxi

Λέξεις-Eικόνα: Εύη Μαραζοπούλου

Ένιωθα την καρδιά μου βαριά. Ασφυκτιούσα μέσα στο διαμέρισμα, μόνη. Είχα να βγω από την Δευτέρα, την προηγούμενη, και είχε έρθει Παρασκευή. Συνήθως τις Παρασκευές ήμουν χαρούμενη, γιατί ακολουθούσε Σαββατοκύριακο. Όχι, ότι τα Σαββατοκύριακα δεν δούλευα, αλλά είχα μια απροσδιόριστη ανεμελιά, μάλλον κατάλοιπο της σχολικής ζωής και ας έχουν περάσει κάποια χρόνια. Τον τελευταίο ενάμιση μήνα όλες οι μέρες είναι μία Δεύτερα. Ίδιες, επαναλαμβανόμενες, ρυθμικές, με μελωδία πληκτική. Το γυρόφερνα στο μυαλό από το χθεσινό πρωϊνό.

 Ήθελα βόλτα, αέρα, ανθρώπινη επαφή. 

Ο ήλιος σαν να συναινούσε με τις σκέψεις μου και με παρότρυνε να το κάνω. Την Πέμπτη βρήκα πολλές δικαιολογίες, όπως και την προηγούμενη. Σήμερα το απόγευμα κάθε μου αντίσταση κάμφθηκε. Τα ντουβάρια με πλάκωναν. Αν και είχε ήλιο, θεώρησα καλό, να ντυθώ «χοντρά», απόφαση που τελικά μετάνιωσα στην διάρκεια της βόλτας μου. Δεν έχω συνειδητοποιήσει ότι είναι τέλη Απριλίου. Είχε θόρυβο, αυτοκίνητα, και κόσμο. Πολύ κόσμο. 

Στάθηκα στο υπαίθριο μια κλειστής καφετέριας λίγα μέτρα από την πολυκατοικία μου και σκέφτηκα πως ίσως ήταν συνετό να γυρίσω πίσω. Ίσως για σήμερα να ήταν αρκετό το ότι ετοιμάστηκα και βγήκα από το σπίτι μετά από καιρό. Ίσως να έφτανε. Ας μη προκαλώ την τύχη μου, σκέφτηκα στιγμιαία και έκανα ένα βήμα πίσω. Όχι. Το να γυρίσω πίσω θα ήταν ήττα. Φοβόμουν, με έπιασε δύσπνοια, η μάσκα την έκανε ακόμη χειρότερη, και οι παλάμες μου είχαν ιδρώσει- επίσης τα γάντια δεν βοηθούσαν σ’ αυτό. Θα προχωρήσω, δεν γαμιέται, είπα και έδωσα ώθηση στο βήμα μου. Έπιασα να περπατώ την Μπότσαρη. Ελάχιστοι ήταν μόνοι τους, οι περισσότεροι  παρέα, δυάδες. Όχι απαραίτητα ζευγάρια, αν και είδα και δύο που κρατιόνταν χεράκι- χεράκι και πολύ τους χάρηκα. Οι πιο πολλοί ήταν φίλοι, συγγενείς, σύζυγοι. Τα μαγαζιά κλειστά, αλλά οι μαγαζάτορες ήταν μέσα και σιγύριζαν. Δύσκολο να ξεμάθεις τη συνήθεια. Πέραν από τα χρήματα, το μαγαζί του καθενός είναι ο προσωπικός του χώρος, προέκτασή του, το ησυχαστήριο από τις σκοτούρες του σπιτιού. 

Έφτασα σχεδόν στο τέλος της Μπότσαρη και είπα να περάσω από την κολλητή μου, που μένει σε μια παράλληλό της. Η σκέψη της με γλύκανε. Ηρέμησα. Έστριψα στην Καππαδοκίας. Εκεί λοιπόν, έχοντας καταφέρει να ελέγξω την αναπνοή μου συνάντησα αυτό το σπίτι. Τα τριαντάφυλλα πέραν από την μυρωδιά τους- αλήθεια μοσχοβολούσαν- σου έπαιρναν και τα μάτια. Παχιά φυλλώματα, γεμάτα ζωντάνια, με χρώμα ένα αχνό ροδακινί μαζί και ροζ. Συγκινήθηκα. Στ’ αλήθεια. Δεν με θάμπωσε τόσο η εικόνα, που ήταν πραγματικά πανέμορφη, άλλα το γεγονός ότι τέτοια είχε στο πατρικό μου ο κήπος του παππού μου. Έτσι και αυτά, φουντωτά και ζωηρά, μονάχα που τα δικά μας είναι μπλεγμένα στις κληματόβεργες του παππού, έτοιμα να στολίσουν το μαγιάτικο στεφάνι που φτιάχνουμε με τόση αγάπη κι ενθουσιασμό. Έχω να τους δω από τα Χριστούγεννα, πέρασε η 25η, έφυγε και το Πάσχα, σε εφτά μέρες έρχεται η Πρωτομαγιά που κι αυτή φυσικά, θα περάσει. Με πονάει και μου λείπουν πολύ. Τους σκέφτομαι. Κάποιες μέρες περισσότερο κι άλλοτε πάλι πιο λίγο. Αυτό που συνειδητοποίησα σήμερα είναι ότι οι άνθρωποί μας μπορούν να έρθουν κοντά μας πέραν από το  Skype και τα τηλέφωνα και μέσω των αισθήσεων και των αναμνήσεων που αυτές προκαλούν, και ίσως στο τέλος, καταλήγουν να είναι το ίδιο ζεστές και  δυνατές. Μάλλον θα το επαναλάβω σύντομα…

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα