Μια βόλτα στη χριστουγεννιάτικη Θεσσαλονίκη των αντιθέσεων
Οι φωτεινές επιγραφές για «Ελπίδα», «Αγάπη» και η ωμή καθημερινότητα
Λέξεις: Βασιλική Φραγκούδη
Σχεδόν είκοσι μέρες πριν από τα Χριστούγεννα, περπατάω στην μισοστολισμένη Θεσσαλονίκη. Κάποια ίχνη από φυσικά φρεσκοκομμένα έλατα δεσπόζουν στην πλατεία Αριστοτέλους, λαμπιόνια και σπιτάκια ξεφύτρωσαν στο Άγαλμα Βενιζέλου.
Σε μια προσπάθεια να μπω στο εορταστικό κλίμα της πόλης, πατάω σε σπασμένο πλακάκι που υπήρχε στο πεζοδρόμιο και σπάω το δάχτυλο του χεριού για να μην σπάσω τα μούτρα μου.
“Πάλι καλά” λέω στον εαυτό μου και ας πρέπει να μείνω με νάρθηκα για έναν μήνα. Θα μπορούσε να είναι χειρότερα. Ίσως και όχι.
Κοιτάζω γύρω μου. Μια πόλη πολυάσχολη και πολύβοη, που μοιάζει πια με την Αθήνα. Κίνηση, κόρνες και ευγενικές καλημέρες είναι η καθημερινή μας μουσική. Τραπέζια και καρέκλες παντού, αμάξια τριπλοπαρκαρισμένα, μηχανάκια στους πεζόδρομους.
Και εκεί, κάπου στην Αριστοτέλους, δεσπόζουν οι λέξεις “Ελπίδα”, “Αγάπη” με φωτεινές επιγραφές στον χριστουγεννιάτικο διάκοσμο.
Σαν κάτοικος αυτής της πόλης, της ερωτικής μας Θεσσαλονίκης, είναι η πρώτη φορά που δεν ξέρω πια αν μπορώ να συλλάβω το νόημα της λέξης “Ελπίδα”.
Σε μια πόλη που καθημερινά γίνονται τροχαία δυστυχήματα και οδηγούν συνανθρώπους μας στον θάνατο -από τον Μιχάλη μας, τον δεκαεξάχρονο ποδηλάτη στην Δενδροποτάμου μέχρι την Έμμα που άφησε την τελευταία της πνοή στην Καμάρα.
Σε μια πόλη αβίωτη, με ελλιπές οδικό δίκτυο και χωρίς καμία συγκοινωνιακή οργάνωση, που παίζεις κουτσό σε μισοφαγωμένα πεζοδρόμια, με σπασμένα πλακάκια και μπαλώματα παντού. Σε μια πόλη που τα πεζοδρόμια της έχουν να πλυθούν τρία χρόνια, τα ποντίκια σουλατσάρουν καθημερινά σε κεντρικότατα σημεία και πλέον οι αρουραίοι είναι μεγαλύτεροι από τις αδέσποτες γάτες.
Έχω μάλιστα καλές σχέσεις με έναν από αυτούς, τον τρομάζω κάθε μέρα που πάω στην δουλειά (συγγνώμη Μίκυ, η πανώλη και η λεπτοσπείρωση δεν είναι φίλες μου).
Σκουπίδια βρίσκει παντού ο Μίκυ, σε όλα τα πεζοδρόμια και τις πλατείες, άρα τουλάχιστον δεν θα μείνει νηστικός.
Ευτυχώς, τρέχει γρήγορα για να βρει τροφή γιατί αν χρειαζόταν να πάρει λεωφορείο, απλά θα πέθαινε και αυτός στην αναμονή.
Όπως όλοι οι υπόλοιποι που ξεροσταλιάζουμε σε στάσεις ασφυκτικά γεμάτες και εντελώς κακοσυντηρημένες.
Υπάρχουν ασφαλώς και οι καινούργιες στάσεις, που διαφημίζουν μετά περισσής ευγένειας ότι “βελτιώνουν την καθημερινότητα των πολιτών”.
Μάλλον εννοούν άλλη πόλη.
Γιατί σε αυτές που περιμένω, φέρνεις καρέκλα από το σπίτι σου για να καθίσεις να περιμένεις.
Κυριολεκτικά.
Και με την πινακίδα “Ελπίδα” να λάμπει στον νυχτερινό ουρανό της Αριστοτέλους-ώσπου να διασχίσεις την Εγνατία βράδιασε πια αφού κανείς δεν ενδιαφέρεται να ρυθμίσει την κίνηση- και με ένα δάχτυλο σπασμένο από κακοσυντηρημένο πεζοδρόμιο, αναρωτιέσαι πόσο πιο όμορφη θα ήταν η Θεσσαλονίκη μας αν δεν την είχαμε αφήσει στην μοίρα της.
Μια μοίρα παρακόρης.
Μιας μοίρας τόσο τραγικής, σαν του Οιδίποδα που έβγαλε τα μάτια του με τα ίδια του τα χέρια για να μην βλέπει το πως κατάντησε…