Featured

Αντίο Μίκη Θεοδωράκη

Αποχαιρετισμός στο μεγαλύτερο θρύλο του ελληνικού πολιτισμού.

Γιώργος Τούλας
αντίο-μίκη-θεοδωράκη-633218
Γιώργος Τούλας
mceafcebaceb7cf82-ceb8ceb5cebfceb4cf89cf81ceacceba.jpg

Του Γιώργου Τούλα

 Εικόνες: www.mikistheodorakis.gr

Ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες όλων των εποχών, μια εμβληματική προσωπικότητα που σημάδεψε την πορεία της χώρας τον τελευταίο αιώνα, δεν είναι πια μαζί μας. Ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Έλληνας συνθέτης που σημάδεψε την παγκόσμια μουσική σκηνή και την Ιστορία της χώρας για 96 χρόνια δεν είναι πια μαζί μας. Αφήνοντας την Ελλάδα φτωχότερη και τους Έλληνες σε απέραντο πένθος. 

Το όνομα του το άκουσα σε πολύ μικρή ηλικία από το θείο μου το Θόδωρο. Πεισματάρη αριστερό που δεν το έβαλε κάτω ούτε κατά τη διάρκεια της χούντας με αποτέλεσμα μια νύχτα του ’73 που είχε πιει ένα δυο ποτήρια κρασί παραπάνω έβαλε τέρμα στο πικάπ το ‘‘Σώπα όπου νάναι θα σημάνουν οι καμπάνες‘’. Ακόμα θυμούνται στη Σταυρούπολη την ακαριαία επέμβαση της αστυνομίας και μεις το θείο στο κρατητήριο. Ο θείος δεν είναι εδώ και χρόνια κοντά μας, όμως χάρη σε ΄κείνον έμαθα τι σημαίνει η μουσική και η προσωπικότητα ενός ανθρώπου να μπορεί να συγκινεί τα πλήθη. Δύο καλοκαίρια αργότερα στη γειτονιά μου στο γήπεδο της Τούμπας ένα μεγάλο πανό μιλούσε για μια συναυλία με τα τραγούδια του αγώνα. Εκεί στις κερκίδες του γηπέδου του ΠΑΟΚ είδα ανθρώπους να δακρύζουν ακούγοντας το ‘’Χτυπούν το βράδυ στην ταράτσα τον Ανδρέα‘’. Η μύηση είχε ολοκληρωθεί.

Μια ζωή έμπνευση

Γεννημένος στη Χίο στις 29 Ιουλίου του 1925, με πατέρα κρητικό και μητέρα μικρασιάτισα, πέρασε τα παιδικά και νεανικά του χρόνια σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας. Ως παιδί αγαπούσε το ποδόσφαιρο, την πατρίδα, χάρη στα πιστεύω των γονιών του, τη μουσική, που σπούδασε μετ΄εμποδίων και την ποίηση. Το ψευδώνυμο που χρησιμοποιούσε για να γράφει τότε ήταν Ντίνος Μάης. Τις μουσικές σπουδές του θα καταφέρει να τις ολοκληρώσει μόλις το 1950, αφού μεσολάβησαν οι πρώτοι αγώνες και οι διώξεις. Το Παρίσι, αγαπημένη πόλη της ζωής του, σε εύκολους και δύσκολους καιρούς θα τον φιλοξενήσει στη δεκαετία του πενήντα για σπουδές και θα τον εμπνεύσει να γράψει τις πρώτες μουσικές για μπαλέτο, κινηματογράφο και συμφωνική μουσική που θα του χαρίσει στη Μόσχα και το πρώτο βραβείο από τα χέρια του Σοστακόβιτς. Τρεις δεκαετίες αργότερα όταν η Ελλάδα θα τον κουράσει και θα τον πικράνει, γίνεται και πάλι η πόλη καταφύγιο για τη δημιουργικότητα του.

Η επιστροφή στην Ελλάδα το 1960, με τον Επιτάφιο του Γιάννη Ρίτσου μελοποιημένο στις αποσκευές του, θα αποτελέσει μια από τις πιο λαμπρές περιόδους της ιστορίας του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού. Ο έτερος φάρος της ελληνικής μουσικής, ο Μάνος Χατζηδάκις έχει ξεκινήσει ήδη πριν μια δεκαετία τις διεργασίες αλλαγής του τοπίου, σε ένα μουσικό περιβάλλον που συνιστούσε μέχρι τότε μια ελληνική μουσική, εξαιρετικά ανάλαφρη και αδιάφορη.

Τα έργα για το θέατρο και το χορόδραμα στην αρχή και τον κινηματογράφο στην πορεία, θα ενθουσιάσουν τους πνευματικούς ανθρώπους και στην πορεία, το μεγάλο κοινό που είχε γαλουχηθεί με την ανώδυνη δυτικότροπη και αδιάφορη παντοκρατορία του ελαφρού τραγουδιού που κυριαρχούσε, θα γνωρίσει μια άλλη μουσική. Το παντοδύναμο κρατικό ραδιόφωνο θα δει σύντομα τις αντιστάσεις του να κάμπτονται μπροστά στο λαϊκό αίτημα για τη νέα δημοφιλή, αληθινά λαϊκή μουσική και για πρώτη φορά το μπουζούκι και οι ποιητές θα πάρουν τη θέση που τους αξίζουν στα ερτζιανά.

Ο Μίκης και ο Μάνος γίνονται στη δεκαετία του εξήντα οι άγγελοι μιας νέας πολιτιστικής έκρηξης, πέρα από τάξεις, χαρακτηρισμούς και εντάξεις. Με μοναδικό αίτημα το καινούργιο και συνεπικουρούμενοι από την πρωτοφανή κοσμογονική ευφορία της εποχής, που διέθετε μερικούς πνευματικούς ογκόλιθους, θα συστήσουν την πιο θρυλική παρέα της νεώτερης Ελλάδας, που θα δημιουργήσει με ασύλληπτα έντονους ρυθμούς τα σπουδαιότερα πνευματικά έργα που ο χρόνος αλλά και όσοι ακολούθησαν, δεν κατάφεραν να τα ξεπεράσουν.

Περισσότερες από χίλιες μελωδίες στο ενεργητικό του, κύκλοι τραγουδιών, όπερες, μπαλέτα, μουσική για αρχαίο δράμα, ορατόρια, συμφωνικά έργα και μουσική δωματίου, μουσική για ταινίες, ελληνικές και ξένες, μετασυμφωνικά έργα, χορωδιακή και εκκλησιαστική μουσική, βιβλία και στίχοι απαρτίζουν την πνευματική διαθήκη ενός γίγαντα που σημάδεψε και σημαδεύει με την παρουσία του την ιστορία των τελευταίων 96 χρόνων σε αυτή τη χώρα.

Μια κορυφαίας προσωπικότητας παγκόσμιου βεληνεκούς που κατάφερε χάρη στο άκουσμα μιας μελωδίας όπως ο Ζορμπάς ή στις χιλιάδες πρωτοβουλίες του για τον κόσμο να αποτελεί για τούτο τον πλανήτη ένα ορόσημο φωτισμένου ανθρώπου. Υποψήφιος για το Νόμπελ Ειρήνης το 2000, εμπνευστής για χιλιάδες ανθρώπους που αγωνίστηκαν παρέα με τη μουσική, τις συναυλίες του και τις ιδέες του, στην Ισπανία, την Πορτογαλία, τη Χιλή, την Τουρκία, το Ιράν, την Παλαιστίνη, το Ισραήλ, ενώ ακόμα και η Διεθνής Αμνηστία τον κάλεσε το 90 να περιοδεύσει για χάρη της την Ευρώπη.

Στα χρόνια της πολιτιστικής ανυδρίας και πάλι παρέα με το Μάνο Χατζιδάκι ιδρύουν εταιρίες δίσκων, προάγοντας διαφορετικές μουσικές κόντρα στο ρεύμα του τίποτα. Ο άνθρωπος που έβαλε στο στόμα του μεγάλου κοινού τους στίχους του Ρίτσου, του Ελύτη, του Βάρναλη, του Γιάννη Θεοδωράκη, του Τάσου Λειβαδίτη και δεκάδων άλλων ποιητών, πήρε τη μουσική που άκουγαν οι πρόγονοι του που λάτρευαν τα ριζίτικα στη δυτική Κρήτη και τη μπόλιασε με την πνευματικότητα και το λυρισμό.

Το πολιτιστικό με το πολιτικό κίνημα του εξήντα ήταν το ποτάμι που όρισε την πορεία της ζωής και της τέχνης του, όπως έχει παραδεχθεί πολλές φορές. Και όσες φορές το φολκλόρ, το φθηνό και το αγοραίο απείλησε να αγκαλιάσει το μεγαλείο του έργου και των λόγων του, δεν δίστασε να τα βροντήξει και να φύγει. Από θέσεις, αξιώματα, βουλευτικούς και υπουργικούς θώκους, τα μουσικά σύνολα της ΕΡΤ και την ίδια την Ελλάδα. Όπως στη δεκαετία του ογδόντα που κατέφυγε και πάλι στο Παρίσι για να δημιουργήσει. Πιστός στις αρχές και τις μεγάλες του αγάπες, από τη μουσική μέχρι τη σύντροφο της ζωής του Μυρτώ Αντίνογλου που από τη δεκαετία του 40 παραμένει πλάι του, αρνήθηκε δεκάδες φορές, δυο από αυτές στο Χόλιγουντ και σε γερμανούς παραγωγούς να επιτρέψει τη μυθική ζωή του να γυριστεί κινηματογραφική ταινία από το φόβο της ευτέλειας.

Στη γη των ιδανικών

Αν η μουσική είναι ένα από τα δύο συστατικά της ζωής και της προσωπικότητας του, το άλλο είναι αναμφισβήτητα είναι η πίστη του στον Άνθρωπο και σε ένα καλύτερο κόσμο. Σε ηλικία μόλις δεκαεπτά χρόνων και ενώ η χώρα βρίσκεται υπό γερμανική κατοχή δίνει στην Τρίπολη μια συναυλία με το έργο του Κασσιανή ενάντια στον κατακτητή. Είναι η αρχή της αιώνιας αντίστασης ενάντια σε ότι μπορεί να δυναστεύει την ελεύθερη σκέψη και βούληση. Ο δρόμος της ζωής του δεν υπήρξε ποτέ εύκολος. Η Ικαρία και η Μακρόνησος θα αποτελέσουν τους πρώτους τόπους εξορίας στα χρόνια του 40. Ο μέχρις τελικής πτώσεως βασανισμός του εκεί δεν θα τον κάνει να συμβιβαστεί και να υπογράψει την περιβόητη δήλωση μεταμέλειας. Ηγέτης της Νεολαίας Λαμπράκη, βουλευτής της ΕΔΑ στα 60΄s, διατρανώνει τη αντίθεση του στη δικτατορία με δημόσια δήλωση, μόλις δυο μέρες μετά την εγκαθίδρυση της και ιδρύει το ΠΑΜ δεκαπέντε μέρες μετά. Η κράτηση του στην οδό Μπουμπουλίνας, τις φυλακές Αβέρωφ, τον Ωρωπό και τη Ζάτουνα της Αρκαδίας, θα τον κάνουν στα μάτια ολόκληρης της υφηλίου σύμβολο της παγκόσμιας αντίστασης.

Ο Υβ Μοντάν, ο Άρθουρ Μίλερ, ο Λώρενς Ολίβιε και δεκάδες προσωπικότητες στο εξωτερικό μαθαίνουν για τις συνθήκες κράτησης του, τα βασανιστήρια και την απεργία πείνας και αξιώνουν την απελευθέρωση του. Ο αγώνας του μεταφέρεται στο εξωτερικό και η δικαίωση του καθρεφτίζεται στα μάτια των χιλιάδων Ελλήνων που γέμισαν τα στάδια στη μεταπολίτευση τραγουδώντας τα τραγούδια του. Ένας χορτάτος άνθρωπος που γεύτηκε στη ζωή αξιώματα, δόξα και αναγνώριση, διακρίσεις για τη μουσική και το κοινωνικό του έργο και δεν εφησύχασε ποτέ. Από το Τσερνομπίλ μέχρι τον Ισραηλινοπαλαιστινιακό πόλεμο, και από την ελληνοτουρκική φιλία μέχρι τα κινήματα ειρήνης, ο Μίκης έκανε πράξη μια κοσμοθεωρία πέρα από κόμματα και παρατάξεις. Που δεν δίστασε να κηρύξει τη συμφιλίωση δημιουργώντας αντιδράσεις ακόμα και στους συντρόφους του, να αποτάξει τον αντιδογματισμό από όπου και αν προέρχεται, το καλό του συνόλου κόντρα στα παντός είδους συμφέροντα.

Ένας αληθινός ουμανιστής που έκανε σημαία την υπέρβαση μπρος το κοινό καλό και δίδαξε με το έργο του στην ανθρωπότητα, ακόμα και μέσα από αντιφατικές συμπεριφορές, συχνά παρεξηγήσιμες, που αποτελούν και την πεμπτουσία της γοητείας του, πως υπάρχουν άνθρωποι που το κοινό καλό μετράει για κείνους περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στον κόσμο. Οι αγώνες του για τα ανθρώπινα δικαιώματα, το περιβάλλον και την ειρήνη, η υπερβατική ματιά του στα πράγματα, πάνω από κόμματα και συμφέροντα, η πληθωρική του προσωπικότητα, η δράση του που αψήφησε ακόμα και το θάνατο δεκάδες φορές, η κολοσσιαία πνευματική του κληρονομιά, τον καθιστούν σήμερα τη μεγαλύτερη  προσωπικότητα σε αυτόν τον τόπο. Ένας αληθινός πατριώτης και ένας μεγάλος δημιουργός, που τον διέκρινε ο φανατισμός του εφήβου, οι ιδέες και η πνευματική του διαύγεια. Το κείμενο τελειώνει. Έχω βάλει στο cd player να παίζει σε επανάληψη το ‘‘Κράτησα τη ζωή μου’’. Χωρίς το Μίκη συνήθιζε να λέει ο θείος Θόδωρος θα το είχαμε βάλει πιο εύκολα κάτω.

Τα πρώτα χρόνια της ζωής του

Ο Μίκης (Μιχαήλ Θεοδωράκης) γεννήθηκε στην Χίο, στις 29 Ιουλίου του 1925. Ο πατέρας του, Γιώργης Θεοδωράκης, ήταν από τον Γαλατά της Κρήτης και η μητέρα του, Ασπασία Πουλάκη, από τον Τσεσμέ της Μικράς Ασίας. Επομένως, ο συνθέτης είναι μικρασιατικής και κρητικής καταγωγής. Οι γονείς του συναντήθηκαν στην Μικρά Ασία, λίγο πριν την Καταστροφή.

Ο Μίκης Θεοδωράκης, πέρασε τα παιδικά του χρόνια σε πολλές πόλεις της χώρας, όπως στην Πάτρα, τον Πύργο Ηλείας, την Μυτιλήνη, τα Γιάννενα, την Κεφαλλονιά, αλλά κυρίως στην Τρίπολη Αρκαδίας. Λόγω του επαγγέλματος του πατέρα του (ήταν δημόσιος υπάλληλος) αναγκάζονταν να αλλάζουν συχνά τόπο κατοικίας, λόγω των μεταθέσεών του.

Σε ηλικία μόλις 17 ετών, δίνει την πρώτη του συναυλία στην Τρίπολη. Εκεί παρουσίασε το έργο του «Κασσιανή» και παράλληλα παίρνει μέρος στην αντίσταση κατά των κατακτητών.

Στην μεγάλη εκδήλωση που έγινε την 25η Μαρτίου του 1943, συλλαμβάνεται για πρώτη φορά από τους Ιταλούς και βασανίζεται. Τότε, διαφεύγει στην Αθήνα, όπου και οργανώνεται στον Ελληνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό (ΕΛΑΣ), όπου και εκτελεί χρέη διαφωτιστή στον Πέμπτο Τομέα της ΕΠΟΝ. Παράλληλα, σπουδάζει στο Ωδείο Αθηνών, έχοντας ως καθηγητή τον Φιλοκτήτη Οικονομίδη.

Μετά τα Δεκεμβριανά, καταδιώκεται από την αστυνομία και ζει για ένα χρονικό διάστημα στην Αθήνα παράνομα. Τον Ιούλιο του 1947, συλλαμβάνεται σε μαζικές συλλήψεις και στέλνεται εξόριστος στην Ικαρία.

Μετά από μία ανεπιτυχή προσπάθεια απόδρασης από το νησί, του δίνεται γενικευμένη αμνηστία από την κυβέρνηση Θεμιστοκλή Σοφούλη. Συνεχίζει όμως στην προσπάθεια συμμετοχής σε ένοπλες δυνάμεις του Δημοκρατικού Στρατού Αθηνών.

Έχοντας βρει καταφύγιο στο σπίτι του πατέρα του, καθώς ήταν άρρωστος από πλευρίτιδια, συλλαμβάνεται και πάλι. Στέλνεται ξανά εξόριστος στην Ικαρία και από εκεί στο στρατόπεδο της Μακρονήσου, όπου τον βασανίζουν μέχρι παράλυσης.

Μετά από παρέμβαση του πατέρα και του θείου του, απολύεται ως ανάπηρος.

Οι σπουδές στο Παρίσι

Στα τέλη του 1949, βρίσκεται στα Χανιά. Εκεί ανναρώνει και την επόμενη χρονιά, επιστρέφει στην Αθήνα και αποφοιτά από το Ωδείο με δίπλωμα στην αρμονία. Το υπόλοιπο της θητείας του, μοιράζεται ανάμεσα σε Αλεξανδρούπολη, Αθήνα και Χανιά.

Το 1950, κάνει απόπειρα αυτοκτονίας, λόγω των συνεχών προκλήσεων που αντιμετώπιζε. Όμως, γλίτωσε τον κίνδυνο και το 1951, απολύεται οριστικά από τον στρατό.

Το 1954, τον βρίσκει στην γαλλική πρωτεύουσα, όπου έχει κρατική υποτροφία και σπουδάζει επάνω στην μουσική ανάληση, καθώς και στην διεύθυνση ορχήστρας.

Συνθέτει μουσική για το μπαλέτο της Ludmila Tcherina, για το Μπαλέτο της Στουτγκάρδης, αλλά και για τον κινηματογράφο. Το 1957, του απονέμεται στο Φεστιβάλ της Μόσχας, το πρώτο βραβείο για το έργο του Suite No1 για πιάνο και ορχήστρα, ενώ παράλληλα συνθέτει πολλά έργα συμφωνικής μουσικής και μουσικής δωματίου.

Η επιστροφή του στην Ελλάδα

Στην Ελλάδα επιστρέφει το 1960, όπου τον Σεπτέμβριο ηχογραφείται για πρώτη φορά ο Επιτάφιος, το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου. Με αυτό, ανοίγει τον δρόμο για το ελληνικό τραγούδι, καθώς πάντρεψε στη σύγχρονη λαϊκή μουσική με την σύγχρονη ελληνική ποίηση.

Η πρώτη εκδοχή του έργου, ηχογραφήθηκε από τη Νάνα Μούσχουρη και την ενορχήστρωση και την διεύθυνση ορχήστρας, ανέλαβε ο Μάνος Χατζιδάκις.

Μέσα στην ίδια χρονιά, ετοιμάζει και τελειώνει σχεδόν το Άξιον Εστί του Οδυσσέα Ελύτη. Γράφει ακόμη και την μουσική για τα Επιφάνεια του Γιώργου Σεφέρη και συνθέτει δεκάδες κύκλους τραγουδιών που έχουν τεράστια απήχηση στην χώρα.

Ιδρύει την Μικρή Συμφωνική Ορχήστρα Αθηνών και δίνει πολλές συναυλίες στην Ελλάδα, θέλοντας να εξοικειώσει τον κόσμο με την συμφωνική μουσική.

Μετά την δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, το 1963 ιδρύεται η «Νεολαία Λαμπράκη», της οποίας εκλέγεται Πρόεδρος.

Παράλληλα, εκλέγεται και βουλευτής της ΕΔΑ το επόμενο έτος (1964) και αποκτά διεθνή αναγνώριση με την σύνθεση της μουσικής για την ταινία «Αλέξης Ζορμπάς» (Zorba the Greek) του Μιχάλη Κακογιάννη.

Δικτατορία

Την 21η Απριλίου του 1967, περνάει στην παρανομία. Απευθύνει την πρώτη έκκληση για αντίσταση κατά της Χούντας δύο μέρες μετά. Τον Μάιο του ίδιου έτους, ιδρύει μαζί με άλλους την πρώτη αντιστασιακή οργάνωση κατά της Δικτατορίας, το ΠΑΜ, του οποίου εκλέγεται πρόεδρος.

Τον Αύγουστο του 1967, συλλαμβάνεται και φυλακίζεται στην οδό Μπουμπουλίνας. Ακολουθεί η απομόνωση, οι φυλακές Αβέρωφ, η μεγάλη απεργία πείνας, το νοσοκομείο, η αποφυλάκιση και τελικά ο κατ’ οίκον περιορισμός του. Εκτοπίζεται με την οικογένειά του στη Ζατούνα Αρκαδίας και ακολουθεί το στρατόπεδο Ωρωπού.

Πολλά από τα καινούργια έργα του, καταφέρνει τελικά με διάφορους τρόπους, να τα μεταβιβάσει στο εξωτερικό, όπου τραγουδιούνται από τη Μαρία Φαραντούρη και τη Μελίνα Μερκούρη.

Όμως, στον Ωρωπό, η κατάσταση της υγείας του επιδεινώνεται. Στο εξωτερικό, ξεσηκώνεται θύελλα διαμαρτυριών. Σε αυτές συμμετέχουν προσωπικότητες, όπως ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς, Άρθουρ Μίλερ, Λώρενς Ολίβιε, Υβ Μοντάν και άλλοι. Ακόμη, δημιουργούν επιτροπές για την απελευθέρωσή του.

Τελικά, αποφυλακίζεται μετά από αυτές τις πιέσεις και ταξιδεύει στο Παρίσι τον Απρίλιο του ’70. Ενώ βρίσκεται στο εξωτερικό, απευθύνει νέο κάλεσμα για την πτώση της δικτατορίας και την επαναφορά της Δημοκρατίας στην Ελλάδα.

Το 1972, επισκέπτεται το Ισραήλ δίνοντας συναυλίες και συναντάται με τον Γιασέρ Αραφάτ, στον οποίο επιδίδει το μήνυμα της ισραηλινής κυβέρνησης και προσπαθεί να τον πείσει να αρχίσει συζητήσεις με την άλλη πλευρά.

Μεταπολίτευση

Μετά την πτώση της Δικτατορίας, το 1974, επιστρέφει και πάλι στην Ελλάδα. Δίνει πολλές συναυλίες τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό, μαζί με την Μαρία Φαραντούρη.

Συμμετέχει στα κοινά και πολιτικοποιείται, ενώ παράλληλα δίνει συναυλίες για τα ανθρώπινα δικαιώματα, την ηλιακή ενέργεια, τον αναλφαβητισμό και άλλα.

Αρχικά κατέβηκε ως υποψήφιος το 1974 με την Ενωμένη Αριστερά, χωρίς όμως να καταφέρει να εκλεγεί. Μετά από πρόταση που δέχτηκε, αποφασίζει να κατέβει για Δήμαρχος Αθηνών με την στήριξη του ΚΚΕ, χωρίς επιτυχία.

Μετά από διάφορες προσπάθειες να εκλεγεί με το ΚΚΕ, τελικά αποφασίζει να εκλεγεί ως ανεξάρτητος συνεργαζόμενος βουλευτής με τη Νέα Δημοκρατία.

Την 1η Δεκεμβρίου ιδρύει την «Σπίθα», ένα κίνημα ανεξάρτητων πολιτών, από το οποίο αποστρατεύεται τρία χρόνια μετά.

Έχει συνθέσει πολλούς κύκλους τραγουδιών, όπερας, μουσικής δωματίου, μουσική για αρχαίο δράμα, θέατρο, για κινηματογράφο και για μπαλέτα. Ακόμη, έχει γράψει 16 βιβλία.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα