Μήπως τον Μητσάκο να τον κάνω Τζόναθαν;
Όλο το χειμώνα τις ονειρευόμαστε, τις σχεδιάζουμε για να βάλουμε μια δόση ήλιο στην χειμερινή κατήφεια. Και τώρα βρισκόμαστε όλοι στη γραμμή εκκίνησης και μετράμε τις μέρες μέχρι τη στιγμή που κάποιο καράβι, κάποιο αεροπλάνο, κάποιο αυτοκίνητο θα μας μεταφέρει στη χώρα τη ξενοιασιάς και της χαλάρωσης, με όλο το χρόνο δικό μας. Ποιες είναι […]
Όλο το χειμώνα τις ονειρευόμαστε, τις σχεδιάζουμε για να βάλουμε μια δόση ήλιο στην χειμερινή κατήφεια. Και τώρα βρισκόμαστε όλοι στη γραμμή εκκίνησης και μετράμε τις μέρες μέχρι τη στιγμή που κάποιο καράβι, κάποιο αεροπλάνο, κάποιο αυτοκίνητο θα μας μεταφέρει στη χώρα τη ξενοιασιάς και της χαλάρωσης, με όλο το χρόνο δικό μας. Ποιες είναι οι ιδανικές διακοπές για τον καθένα από μας είναι μια τελείως προσωπική υπόθεση. Τέσσερις Θεσσαλονικείς συγγραφείς ο Ισίδωρος Ζγουρός, ο Σάκης Σερέφας, ο Τόλης Νικηφόρου και ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης μας ξεναγούν στις προσωπικές τους επιλογές.
Μήπως τον Μητσάκο να τον κάνω Τζόναθαν; του Σάκη Σερέφα
Το Τοπίο είναι ονειρεμένο και βρίσκεται αριστερά. Τα συστατικά του είναι: ένα βουνό, ένα δάσος στην πλαγιά του, κι ένα πέτρινο σπίτι μέσα στο δάσος. Και βρίσκεται πάντοτε αριστερά, μέσα σε ένα συρτάρι. Σε ένα συρτάρι γραφείου. Το γραφείο ανήκει στον Συγγραφέα. Ο Συγγραφέας ανήκει στις λέξεις. Οι λέξεις ανήκουν στη Μούσα. Η οποία, αυτή τη στιγμή σκύβει απαλά πάνω από τον ζορισμένο Συγγραφέα, και του ψιθυρίζει: Ήρθε η ώρα να δεις. Είναι μια σπάνια πολυτέλεια αυτή, που του την παραχωρεί η Μούσα του τις μέρες που η έμπνευση δείχνει να τον έχει ξεχάσει. Ο Συγγραφέας ανοίγει το συρτάρι και βγάζει το Τοπίο. Δηλαδή, τη φωτογραφία με το Τοπίο. Θέλει να πάει κάποτε για διακοπές εκεί. Την κοιτάζει με ονειροπόλο βλέμμα. Η ματιά του ταξιδεύει πάνω στις κορφές των δέντρων, κυλιέται στο καταπράσινο χορτάρι, και κάνει μια βουτιά στο γάργαρο ρυάκι που κυλά παράμερα, ώσπου ξαπλώνει στη σκιά ενός δέντρου, με τον δροσερό αέρα να την τυλίγει από παντού. Ο Συγγραφέας σηκώνεται από το γραφείο του για να φτιάξει ένα φλιτζάνι καφέ. Το Τοπίο τον ακολουθεί. Καθώς γεμίζει τον βραστήρα με νερό, νομίζει πως ακούει το κελάρυσμα του ρυακιού. Όταν ο βραστήρας ξεφυσά πάνω του τον καυτό ατμό του, ο Συγγραφέας νιώθει τις δροσερές σπιλιάδες του βουνίσιου αέρα να χαϊδεύουν τη συγγραφική σάρκα του. Το παράθυρο της κουζίνας βλέπει στον φωταγωγό, μα ο Συγγραφέας αγναντεύει τώρα από μέσα του την απέναντι βουνοκορφή, έτσι όπως φαίνεται μέσα από τα παράθυρα του πέτρινου σπιτιού στη φωτογραφία του Τοπίου. Νάτος πάλι, καθισμένος στο γραφείο του. Ρίχνει άλλη μια ματιά στο Τοπίο κι αναστενάζει. Φτάνει τόσο, αρκετά είδες, δεν είναι και για χόρταση, γκέιμ όβερ, φινίτο ρε, ριάν νε βα πλιού, του ψιθυρίζει προστακτικά η Μούσα. Ο υπάκουος Συγγραφέας βάζει το Τοπίο μέσα στο συρτάρι του γραφείου του. Έπειτα, σκύβει υποτακτικά πάνω από τα πλήκτρα του υπολογιστή του για να γράψει, επιτέλους, την πρώτη παράγραφο από το νέο του μυθιστόρημα: «Κανείς δεν υποψιαζόταν το σκοτεινό μυστικό που έκρυβε στο υπόγειό του το εγκαταλειμμένο πέτρινο σπίτι στην πλαγιά του βουνού. Ο τουριστικός οδηγός του γειτονικού χωριού το είχε στο εξώφυλλό του, και οι παλιότεροι κάτοικοι είχαν να λένε για τα γλέντια που στήνονταν κάποτε στην αυλή του. Οι περαστικοί τουρίστες οδοιπόροι το φωτογράφιζαν μανιωδώς, κι εύχονταν μια μέρα στη ζωή τους να μπορέσουν να κάνουν τις διακοπές τους σε ένα παρόμοιο. Μονάχα ο δεκάχρονος μουγκός Μητσάκος, όταν έβγαζε τα γίδια για να βοσκήσουν, προτιμούσε να παίρνει το ανηφορικό κακοτράχαλο μονοπάτι που έζωνε κυκλικά το χωριό, παρά να περάσει ξανά μπροστά από αυτό το σπίτι. Γιατί θυμόταν καλά τη μέρα που παραβίασε το πίσω παράθυρο του υπογείου για να εξερευνήσει το εσωτερικό του. Αυτό που συνάντησε εκεί, του ρούφηξε για πάντα τη φωνή.» Ο Συγγραφέας πίνει μια γουλιά από τον καφέ του, και διαβάζει την παράγραφο. Στην πρώτη φράση, διαγράφει τη λέξη «σκοτεινό» πριν από τη λέξη «μυστικό». Είναι αυτονόητη, άρα περιττή, σκέφτεται, αφού, έτσι κι αλλιώς, δεν υπάρχουν «λαμπερά» μυστικά. Και το Μητσάκος, συλλογίζεται, μήπως να το κάνω Τζόναθαν;