Μήπως βάλαμε τα όνειρά μας σε καραντίνα…πριν την καραντίνα;
Μερικές σκέψεις.
Είναι λίγο αστείο, δεν είναι; Πώς από τα δύσκολα εκτιμούμε τα απλά. Πώς η πίεση μας βγάζει έναν αλλιώτικο εαυτό. Πιο συνειδητοποιημένο, πιο ειλικρινή. Είμαστε άραγε φτιαγμένοι από όνειρα και ελπίδες; Ή είμαστε απλά φτιαγμένοι για να επιβιώνουμε; Μήπως η επιβίωσή μας βασίζεται στα όνειρα και στις ελπίδες μας; Επιλέγω να πιστεύω πως ναι. Και με αυτήν την πολιτική γραμμή θα πορευτώ.
Λέξεις: Στέλλα Σεπέρα
Γιατί όμως να το θυμόμαστε μόνο όταν ένα μεγάλο εμπόδιο θα φανεί μπροστά μας και γιατί πάντα να το χρησιμοποιούμε σαν σανίδα σωτηρίας; Γιατί να μην είναι αυτός ο τρόπος ζωής μας, είμαστε δεν είμαστε σε καραντίνα. Είμαστε φτιαγμένοι από ονειρα και ελπίδες και ήμασταν πάντα και θα είμαστε παντοτινά.
Το ξεχνάμε όμως. Και αυτό είναι κάτι το τρομαχτικό. Θυσιάζουμε τα όνειρα και τις ελπίδες μας στο βωμό του άγχους και των υποχρεώσεων και ξεχνάμε να είμαστε χαρούμενοι με τα απλά. Με αυτά που μας κάνουν κέφι και με αυτά που κάνουν την ψυχή μας να χαμογελάει. Θα μου πεις, έτσι είναι η ζωή. Γρήγορη και σκληρή. Δεν μπορούμε να πηγαίνουμε με το πάσο μας συνέχεια και να παγώνουμε για λίγο το χρόνο έτσι ωστε να σκεφτούμε πιο χαλαρά για να επιλέξουμε το σωστό μονοπάτι. Και φυσικά δεν γίνονται και όλα όπως τα θέλουμε.
Αλλά δεν προσπαθούμε κιόλας να βγάλουμε κάτι μέσα από αυτά το οποίο μπορεί να μας ταιριάζει. Βλέπεις είναι πολύ λεπτή η διαφορά ανάμεσα στο δε με βολεύουν έτσι τα πράγματα και στο ακόμα και αν δε με βολεύουν θα προσπαθήσω να βρω κάτι να μου ταιριάζει. Θέλει θάρρος και υπομονή. Και αυτά θέλουν χρόνο.
Μα αν κάνουμε ένα βήμα πίσω για να δούμε την μεγαλύτερη εικόνα, τι ακριβώς θα δούμε; Ή τι θέλουμε ακριβώς να δούμε; Ίσως έναν ιδανικό τερματισμό ευτυχίας και τότε σίγουρα δεν θα μας νοιάζει το πόσο δύσολο θα είναι το ταξίδι. Αρκεί όντως να υπάρχει ο τερματισμός. Μα ξεχνάμε πως αυτό το χτίζουμε εμείς και περιμένουμε έναν δρόμο έτοιμο, θεόσταλτο. Ή πάλι μπορεί να βλέπουμε ένα ποτάμι το οποίο το αφήνουμε να μας παρασύρει, όπου και αυτό αν πηγαίνει. Μα ξεχνάμε πως μόνοι μας κολυμπάμε.
Και ύστερα γυρνάμε στο τώρα. Σε αυτήν την αναγκαστική παύση, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί εξαιρετικά εκνευριστική καθώς σου επιτρέπει να χαλαρώσεις και να αναθεωρήσεις, πράγμα που ίσως δεν ήθελες ή φοβόσουν να κάνεις. Γιατί ξέχασες ότι η ελπίδα υπάρχει και το δικαίωμα να ονειρεύεσαι ποτέ κανείς δε θα στο πάρει. Ξέχασες πως όταν ήσουν μικρός ή μικρή ήλπιζες σε κάτι μεγάλο και τρομακτικό που έκανε την καρδιά σου να χτυπάει τόσο δυνατά ώστε ξυπνούσες τα βράδια με ένα μεγάλο χαμόγελο, έτοιμος ή έτοιμη να συνεχίσεις να προσπαθείς. Ξέχασες τα απλά που σου έδιναν ώθηση και έμπνευση για δημιουργία και ξέχασες να φροντίζεις εσένα.
Πνευματικά, σωματικά, ψυχικά. Να αφιερώνεις λίγες ώρες της κάθε ημέρας στον εαυτό σου. Να σκεφτείς, να αναθεωρήσεις, να βάλεις στόχους και να βρεις τρόπους να τους πετύχεις. Να ονειρευτείς, να πεις όχι σε ό,τι δεν σου αρέσει και δεν σου είναι αρκετό και να πεις ναι σε αυτά που μόνο σε ενθουσιάζουν. Μα κυρίως, ξέχασες τον τερματισμό σου. Ξέχασες τον ιδανικά ευτυχισμένο τερματισμό και αρκέστηκες σε μετριότητες του τώρα που δεν προσπάθησες καν να τις αγαπήσεις ή ακόμα να καταφέρεις να πάρεις πίσω κάτι από αυτές που θα σε βοηθήσουν να συνεχίσεις.
Και τώρα βρισκόμαστε σε καραντίνα. Απαγορεύεται να δούμε αυτούς που αγαπάμε και να πάμε ελεύθερα εκεί που επιθυμούμε. Εγκλωβισμένοι αναγκαζόμαστε να κάνουμε αυτό που πρέπει, αυτό που είναι καλό και πρέπει να το κάνουμε όλοι. Και κάπου εκεί, θυμόμαστε τα όνειρα και τις ελπίδες που είχαμε μικροί. Και αυτό με κάνει να αναρωτιέμαι. Πρώτη φορά είμαστε σε κατάσταση καραντίνας; Ή βρισκόμασταν από πριν; Απλά σε μία νοητική μορφή;
Κάπου είχα διαβάσει πως “κάποιοι άνθρωποι έχουν επιλέξει την επιτυχία. Κι η επιτυχία χτίζεται με τις καθημερινές, τις ασήμαντες συνήθειες.[…]Λένε πάντα “ευχαριστώ” […] και, φυσικά, είναι οι πρώτοι που το ακούν. Δεν θα τους ακούσεις ποτέ να παραπονεθούν ότι δεν έχουν χρόνο. Τα προλαβαίνουν όλα και δεν είναι λίγα. Αυτοί οι άνθρωποι ζουν τη ζωή, δεν τους ζει η ζωή. Έχουν μάθει την τέχνη της. Πρώτα ακούν και μετά μιλάνε. Δρουν αντί να γκρινιάζουν. Παρατηρούν αντί να κρίνουν κι αποφασίζουν να το κάνουν, όταν και μόνο αυτό είναι σκόπιμο. […]Νοιάζονται για τους άλλους. Νοιάζονται αληθινά. Αλλά πρώτα από όλα νοιάζονται για τον εαυτό τους και το δείχνουν.[…]Αγαπούν αυτό που κάνουν. Πάντα βρίσκουν τον τρόπο να το αγαπήσουν.[…]Βλέπουν τη δουλειά τους σαν την σημαντικότερη στον κόσμο, κι ας το βλέπουν κάποιες φορές μόνο αυτοί.[…]Αυτοί οι άνθρωποι πάντα πετυχαίνουν, γιατί απλά το έχουν επιλέξει”
Σαράντα μέρες παίρνει για να συνηθίσεις κάτι. Ας συνηθίσουμε λοιπόν, να βρίσκουμε πάντα τρόπους να αγαπάμε. Τον εαυτό μας, την δουλειά μας, τους γύρω μας, και ίσως μέτα την καραντίνα, όλα να είναι αλλιώς.