Mission Impossible: The Final Reckoning: Δεν αποτελεί θριαμβευτική έξοδο, παρά χιλιοφορεμένη επανάληψη
Ο Νικόδημος Τριαρίδης γράφει για τη νέα ταινία από τη σειρά των "Επικίνδυνων Αποστολών" με πρωταγωνιστή τον Τομ Κρουζ
Όταν κάποτε θα ελέγχω ολόκληρο το Χόλυγουντ, σας υπόσχομαι, αγαπητοί αναγνώστες, ότι η πρώτη μου ενέργεια θα είναι να απαγορέψω οποιαδήποτε ταινία που υπερβαίνει τις δύο ώρες σε διάρκεια. Μέχρι τότε, δυστυχώς, θα πρέπει να υπομένουμε πλαδαρές σαχλαμάρες όπως το “Mission Impossible: The Final Reckoning”.
Ο θρυλικός Τομ Κρουζ πρωταγωνιστεί ως… Τομ Κρουζ. Κάποτε λεγόταν Ίθαν Χαντ, υπερκατάσκοπος που συνήθιζε να σώζει τον κόσμο με τα τολμηρά κασκαντερικά του που κόβουν την ανάσα, αλλά ύστερα από τριάντα χρόνια που τον έχουν αφήσει πλουσιότερο κατά οκτώ ταινίες και φτωχότερο κατά μία νεκρή Ρεμπέκα Φέργκιουσον (ασυγχώρητη επιλογή της προηγούμενης ταινίας της οποίας η συγκεκριμένη αποτελεί δεύτερο μέρος), ο όποιος χαρακτήρας του Χαντ έχει παραμορφωθεί σε μια ρηχή αντανάκλαση της εγωμανίας του Κρουζ που κάνει όλες τις αναμενόμενες πλέον κινήσεις: τρέχει, κολυμπάει, πετάει, κρέμεται στον αέρα, και παλεύει· Τα πάντα εκτός από υποκριτική.
Ακολουθώντας το ακαταλόγιστο χάος της προηγούμενης ταινίας, η απειλή που καλείται ο Κρουζ και η ομάδα του (εκ των οποίων μονάχα ο χαραμισμένος Βινγκ Ρέημς κατορθώνει να συγκινήσει) να εξοντώσουν αυτή τη φορά είναι μια μοχθηρή Τεχνητή Νοημοσύνη που έχει αποκτήσει τον έλεγχο των παγκόσμιων αποθεμάτων πυρηνικών όπλων (κάπου μέσα σε όλη τη φασαριόζικη αφέλεια της ταινίας κρύβεται μια ιδέα για ένα αγωνιώδες πολιτικό θρίλερ δωματίου με την εξαιρετική Άντζελα Μπάσσεττ ως Πρόεδρο των ΗΠΑ), και ο τρόπος που θα το κάνουν είναι μέσω μιας προχειρογραμμένης σειράς τραβηγμένων από τα μαλλιά απιθανοτήτων (ακόμη και για ένα φράντσαιζ όπου κάτι τέτοιο αποτελεί σήμα κατατεθέν), με βασικό στόχο ο Κρουζ να πραγματοποιήσει όσο περισσότερα ριψοκίνδυνα κασκαντερικά αντέχει ακόμη ο οργανισμός του. Η ταινία, εξάλλου, δεν μπορεί να πουληθεί στο κοινό βάσει του λεπτοδουλεμένου σεναρίου της ή των ανεπτυγμένων σχέσεων μεταξύ των “χαρακτήρων”.
Δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από μια θεμελιωδώς ανόητη ταινία που πασχίζει να φανεί σοβαρή εν αγνοία της ανοησίας της. Το “Final Reckoning” δήθεν επιδιώκει να μιλήσει για τον κίνδυνο της Τ.Ν., αλλά η πλοκή της ταινίας ξετυλίγεται με τόση αγαρμποσύνη σε δομή και διαλόγους, ούτως ώστε να καταλήγει παρωδία του εαυτού της (όπως ο Τομ Κρουζ, ούτως ειπείν), ενώ οι (σπανιότατες) σκηνές συναισθηματικής ειλικρίνειας στηρίζονται εξ’ολοκλήρου σε αυτάρεσκες αναφορές στις προηγούμενες ταινίες. Κι όμως, όλοι οι χαρακτήρες διαρκώς εξαπολύουν βαρύγδουπες μεγαλοστομίες δίχως την παραμικρή αυτογνωσία που είχε επιδείξει π.χ. το “Mission Impossible 2”, καθιστώντας έτσι το διαρκή καταιγισμό πληροφοριών ανυπόφορο. Η ταινία δεν είχε καν την αξιοπρέπεια να σκοτώσει το Χαντ όπως είχε κάνει με τον Τζέιμς Μποντ το (επίσης τρισάθλιο) “No Time To Die”!
Ο Κρίστοφερ Μακουάρι, για άγνωστο λόγο, θεωρείται σύγχρονος Μεσσίας του σινεμά δράσης. Ας του αναγνωρίσουμε ότι οι δύο μεγάλες σεκάνς κρουζικού υπερθεάματος όντως προσφέρουν την αναμενόμενη αδρεναλίνη (βοηθάει το ότι οι ρηχοί χαρακτήρες επιτέλους σταματούν να μιλάνε), αλλά ακόμη και τότε παρουσιάζει με αναμενόμενο τρόπο και από πολλαπλές ατάκτως ειρημένες γωνίες θέασης τα κόλπα του Κρουζ, τα οποία αξίζουν τον πραγματικό έπαινο. Ένας σκηνοθέτης, εξάλλου, καλείται να δημιουργήσει αγωνία με την κάμερά του, όχι με το θέμα στο οποίο τη στρέφει, ειδικά εφόσον το εν λόγω θέμα κόστισε 400 εκατομμύρια δολάρια!
Αντίθετα, στις υπόλοιπες, μικρότερης κλίμακας σκηνές δράσης, και ειδικά στις βασανιστικές σκηνές διαλόγου, ο Μακουάρι και ο μετριότατος φωτογράφος Φρέιζερ Τάγκαρτ περιορίζουν το κινηματογραφικό λεξιλόγιο σε αδιάφορα, γκρίζα, θολά κοντινά με ανεπίτρεπτο για υπερπαραγωγή δράσης μοντάζ που συγχύζει ως προς τις χωροταξικές σχέσεις παρά διευκρινίζει. Για την αξιομνημόνευτη δε εικονοποιία (θεμέλιος λίθος του μπλοκμπάστερ κατά εμέ), ούτε λόγος. Συνεπώς, μοναδικός “καλός σκηνοθέτης” της ταινίας είναι (τι έκπληξη) ο Μπράιαν Ντε Πάλμα, καθώς διαρκώς παίζουν κλιπ από την πρώτη εκείνη ταινία σε μια πρόχειρη απόπειρα θεματικής σύνδεσης με ένα λαμπρό παρελθόν.
Και αυτό συνοψίζει τέλεια το “Final Reckoning”· υπάρχουν χειρότερες ταινίες δράσης που μπορεί να δει κανείς, αλλά ως κατακλείδα της πολυαγαπημένης σειράς δεν αποτελεί θριαμβευτική έξοδο παρά χιλιοφορεμένη επανάληψη, καθώς η πρωτοτυπία των ταινιών έχει γεράσει μαζί με τον πρωταγωνιστή της. Ας ελπίσουμε ο Χαντ να επιλέξει να μη δεχτεί την επόμενη (;) αποστολή του.