Μύθοι και αλήθειες
Εντάξει. Το παραδεχόταν, όσο κι αν γκρίνιαζε, ότι η μάνα του είχε δίκιο να του φωνάζει να συμμαζέψει το δωμάτιο. Εξάλλου τον τελευταίο καιρό ήταν μονίμως κλεισμένος στο σπίτι. Έψαχνε ένα σωρό δικαιολογίες για να αποφύγει ακόμα και τον καφέ με την παρέα. Δεν είχε λεφτά και ντρεπόταν να ζητήσει από το σπίτι. Μέχρι πρόπερσι […]
Εντάξει. Το παραδεχόταν, όσο κι αν γκρίνιαζε, ότι η μάνα του είχε δίκιο να του φωνάζει να συμμαζέψει το δωμάτιο. Εξάλλου τον τελευταίο καιρό ήταν μονίμως κλεισμένος στο σπίτι. Έψαχνε ένα σωρό δικαιολογίες για να αποφύγει ακόμα και τον καφέ με την παρέα. Δεν είχε λεφτά και ντρεπόταν να ζητήσει από το σπίτι. Μέχρι πρόπερσι τσοντάριζε κι αυτός στα έξοδα. Όσο μπορούσε δηλαδή, γιατί έπρεπε να ξεχρεώσει το laptop και το κινητό που είχε αγοράσει με δόσεις. Έγινε μεγάλος καυγάς τότε. Εκείνος όμως κρυφογελούσε. Δεν είχε ως τότε υπολογιστή και είχε ξεμείνει μ’ ένα κινητό από εκείνα με την πρασινόμαυρη οθόνη. Ήταν προσφορά. Ντρεπόταν και τις γκόμενες απ’ το πανεπιστήμιο όταν μαζεύονταν σε κάποιο σπίτι.
Δυο καλοκαίρια, με το τέλος της εξεταστικής, δούλεψε delivery κι άλλα τρία πηγαινοερχόταν ξημερώματα σ’ ένα μπαράκι δίπλα στη θάλασσα. Αφότου ορκίστηκε και απολύθηκε απ’ το στρατό δεν είχε δουλέψει πουθενά. Πήγαινε δηλαδή μία φορά την εβδομάδα στο ίδιο μαγαζί. Αλλά τώρα είχαν να τον φωνάξουν απ’ τον Ιούνιο. Και πόνταρε σ’ αυτό το καλοκαίρι. Στο χωριό είχαν πει ότι θα έρχονταν Ρώσοι φέτος. Πολλά λεφτά. Σίγουρα θα ‘βγαινε και γι’ αυτόν κάνα μεροκάματο.
Μπήκε στο δωμάτιο κι έκλεισε την πόρτα. Τουλάχιστο σήμερα είχε να κάνει κάτι. Και μια καλή δικαιολογία να μείνει μέσα. Είχε να ξεσκαρτάρει πολύ πράμα, γιατί από τότε που τέλειωσε το σχολείο κι έφυγε για σπουδές το δωμάτιο είχε γίνει αποθήκη. Αυτός αράδιαζε στα ράφια βιβλία απ’ τη σχολή, περιοδικά και CD κι η μάνα του το είχε κάνει σιδερωτήριο με στοίβες πλυμένα ρούχα κι ένα άρωμα μπουγάδας. Κατέβηκε στο σούπερ μάρκετ και διάλεξε μερικές κούτες. Καθώς γύριζε απέφυγε να κοιτάξει το μαγαζί κάτω απ το σπίτι που έμενε ακόμα ξενοίκιαστο. Ό,τι έμεινε απ’ τον πατέρα όλο κι όλο. Νύχτα έκλεισε το ίντερνετ-καφέ. Άφησε κι απλήρωτα ενοίκια. Στο χωριό είπανε πως τα ‘παιξε στο καζίνο. Στη Γευγελή. Δυο ώρες δρόμος ήτανε.
Έχωσε μέσα στην πρώτη ό,τι θα πήγαινε στην ανακύκλωση. Στις άλλες έβαλε όσα νόμιζε πως θα πιάσουν τόπο για τα παιδιά της γυναίκας απ’ τη Γεωργία που καθάριζε την πολυκατοικία. Η μάνα του τον πρόλαβε στη σκάλα. Η Ναταλί, του είπε, τα παιδιά τα έστειλε πίσω. Πριν αρχίσει η φετινή χρονιά. Το επόμενο καλοκαίρι θα φύγει κι εκείνη με τον άντρα της. Καθώς κουβαλούσε τα περιοδικά, γλίστρησε μέσα από ένα τεύχος του National Geographic ένας χάρτης. Τον άνοιξε. Ήταν απ’ το αφιέρωμα του περιοδικού για την Ελλάδα του 2004 με τους Ολυμπιακούς. Εκείνη τη χρονιά είχε περάσει στο πανεπιστήμιο και μάζευε κάτι CD για τη φωτογραφία.
Έγραφε σε μια άκρη ο χάρτης: «Η Ελλάδα ατενίζει με ελπίδα το μέλλον και αναπολεί το ένδοξο παρελθόν. Με ανάπτυξη πάνω από 4% καταφέρνει να διατηρεί τη συνοχή της αφομοιώνοντας τα συνεχή κύματα μεταναστών. Ένας στους τέσσερις χρησιμοποιεί το διαδίκτυο, ενώ ένα κινητό αντιστοιχεί σε κάθε 1,3 κατοίκους». Τον κρέμασε απέναντι απ’ το κρεβάτι του. Έτσι. Για να ατενίζει κι αυτός, πριν κοιμηθεί.