Μνήμη Μουσταφά Κατιρτζή, ετών 35

35 χρόνων παλικάρι. Υγιέστατος. Δεν κάπνιζε, δεν έπινε κι όμως έχασε τη μάχη με αυτόν τον αόρατο διάολο

Άκης Σακισλόγλου
μνήμη-μουσταφά-κατιρτζή-ετών-35-585663
Άκης Σακισλόγλου

Τόσο καιρό συζητούσαμε στις παρέες ότι – ευτυχώς – δεν είχαμε στον περίγυρό μας κανέναν γνωστό που να νόσησε από τον νέο ιό, πολύ περισσότερο που να έχασε τη ζωή του εξαιτίας του. Εσύ είσαι που το λες…

Τελικά ο 35χρονος που «έφυγε» πριν λίγες μέρες τόσο απροσδόκητα ήταν κατά έναν περίεργο τρόπο γνώριμος και αγαπημένος μου άνθρωπος. Θα σας πω την ιστορία όπως την θυμάμαι ως ανάμνηση παιδικών χρόνων.

Ευκαρπία της δεκαετίας του ‘80. Χαμηλά σπίτια, αυλές, χωματένιοι δρόμοι, ησυχία. Η γειτονιά μας πάντα ανοιχτή σε όλους και τα πιο ανοιχτά και καταδεκτικά σπίτια ήταν πάντα αυτά των μουσουλμάνων. Κυριολεκτικά ανοιχτά. Αν εξαιρέσεις τον βαρύ χειμώνα, τους περισσότερους μήνες δεν είχαν καν πόρτα παρά μόνο ένα κιλίμι στην είσοδο που το παραμέριζες και έμπαινες μέσα.

Παιδιά εμείς, ούτε 10 χρόνων, παίζαμε όλη μέρα στους δρόμους και δε γνωρίζαμε ούτε από φράχτες οικοπέδων ούτε από ιδιωτικότητα σπιτιών γιατί ποτέ κανείς μεγάλος δεν μας μάλωνε όταν μας έβρισκε σε μια αυλή ή σε μια ξένη κουζίνα. Ένα, λοιπόν, από τα σπίτια όπου έμπαινα συχνά για να πιω νερό, να φάω λίγο ψωμί ή να περιμένω απλώς τους φίλους μου να αλλάξουν ρούχα για να συνεχίσουμε το παιχνίδι ήταν η μονοκατοικία που νοίκιαζε η οικογένεια του Αχμέτ και του Σουλεϊμάν. Ο πρώτος ήταν έναν χρόνο μεγαλύτερός μου, ο δεύτερος ένα χρόνο μικρότερος.

Οι γονείς τους, μεροκαματιάρηδες άνθρωποι, δούλευαν στα εργοστάσια της περιοχής και πάλευαν να μάθουν ελληνικά αφού η μητρική τους γλώσσα ήταν μια πομάκικη διάλεκτος με σκόρπιες λέξεις τούρκικες, βουλγάρικες, ακόμα και ελληνικές με ιδιαίτερο συντακτικό, σμιλεμένο στις ανάγκες και στην πρακτικότητα της καθημερινότητάς τους. Απολάμβανα να τους ακούω να μιλάνε γιατί η γλώσσα τους είχε μια ευγένεια, μια ταπεινότητα, μια συστολή. Μέσα στο σπίτι του Αχμέτ και του Σουλεϊμάν, του «Παπέτη» και του «Σούλη» όπως ήταν τα παρατσούκλια που τους δώσαμε, είδα σπουδαία έθιμα πραγματοποιημένα από μια καταπληκτική ανθρωπογεωγραφία: Σουνέτ, ραμαζάνια και γάμους που κράτησαν μέρες ολόκληρες.

Χόρτασα τραγούδια, χορούς, πανέμορφες γυναίκες με κάτασπρη επιδερμίδα και γοητευτικούς νέους με το μαλλί τίγκα στο μπριγιόλ, φανταχτερά πουκάμισα και λουστρίν παπούτσια.

Στο σπίτι με την κουρελού για είσοδο, την σόμπα στο κέντρο του σαλονιού και την ασπρόμαυρη τηλεόραση συνδεδεμένη στο βίντεο να δείχνει τούρκικες μελό ταινίες, είδα μόνο χαρά και αγάπη, γλέντι και φωνές. Είδα αυτό που λέμε «ζωή».

Κάποια στιγμή μάθαμε πως η μαμά του Αχμέτ και του Σούλη περίμεναν κι άλλο παιδάκι. Οι μήνες πέρασαν γρήγορα, το μωρό ήταν αγόρι και αμέσως έγινε το παιχνίδι μας. Ένας μπόμπιρας ίδιος ο Σούλης. Ζωηρός και χαρούμενος. Συχνά τον παίρναμε μαζί μας στις βόλτες. Ήταν η μασκότ μας. Πολύ μικρός για να κάνουμε παρέα αλλά πάντα «το καρντάσι του Σούλη και του Παπέτη». Ο Μουσταφάς.

Πέρασαν αρκετά χρόνια, μεγαλώσαμε όλοι. Σπουδές, δουλειές, φανταρικά, οικογένειες. Τα έχασα τα παιδιά. Μόνη μου επαφή μαζί τους έγινε ο κοινός μας φίλος ο Ασίμ που μου μετέφερε τα νέα τους κι ένιωθα πως κρατούσα εκείνη την αόρατη κλωστή με το παρελθόν. Ο Ασίμ ήταν αυτός που μου είπε τα άσχημα νέα: «Πάει ο Μουσταφάς. Πέθανε ξαφνικά από Κορονοιό». Έτσι μου έγραψε από τη Γερμανία όπου ζει. Ήταν μόλις 35 χρονών. Φρέσκος πατέρας με μια όμορφη οικογένεια, με τη δουλίτσα του, με φίλους και όνειρα. Τα περισσότερα θα τα έχετε διαβάσει. Κι εγώ το ίδιο έκανα. Διάβασα όλα τα σάιτ, έψαξα όλα τα βίντεο. Δε χόρταινα να βλέπω τις φωτογραφίες του Μουσταφά προσπαθώντας να ενώσω τα κενά, από τότε που κυκλοφορούσε με μια πιπίλα κι ένα παιχνίδι μέχρι πρόσφατα που τον είδα στην τηλεόραση να κρατάει το παιδί του αγκαλιά και να μοιάζει τόσο πολύ με τα αδέλφια του και με τον πατέρα του…

35 χρόνων παλικάρι. Υγιέστατος. Δεν κάπνιζε, δεν έπινε κι όμως έχασε τη μάχη με αυτόν τον αόρατο διάολο που άλλαξε για πάντα την κίνηση του πλανήτη και ποιος ξέρει πόσες αλλαγές ακόμη θα φέρει στις ζωές μας.

Αυτά είχα να σας πω. Τα είδα στον ύπνο μου ξανά χθες βράδυ. Είχα, λέει, πάει στο σπίτι του Σουλεϊμάν και του έκανα μια αγκαλιά, όπως τότε που έβαζε γκολ με την ομάδα μας, τα «Γεράκια» της κάτω γειτονιάς. Ήταν και ο Αχμέτ μαζί μας και ο Στέλιος, ο Σάκης και ο Σταύρος. Ήμασταν 12 χρονών κι ούτε που περνούσε από το μυαλό μας ότι κάποτε θα μετρούσαμε τα χρόνια μας με ανθρώπινες απώλειες και υπαρξιακές ματαιώσεις.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα