Μνημοστάσιο Θεσσαλονίκης
Μέσα σε μια παράθλαση ψευδαίσθηση σαν να διαβάζω πίσω από τη φρέσκια μπογιά τα παλιά μου στέκια: Τουμπορλίκας, Παραρλάμα, Bel Air, Ηλιοτρόπιο, Όμορφη νύχτα, Πλατώ, Berlin, Βελλεροφόντης
Λέξεις: Νικήτας Π. Κακκαβάς
«Καταστρέφοντας ο σκηνοθέτης χρόνος τούτο το εξαίσιο μωσαϊκό (…) Ρηγματώνοντας κάθε τι στερεό από τη σύνθεση, εξαφανίζοντας κομμάτια ολόκληρα, άφησε μοναχά κάποια ίχνη αναφοράς για να ερεθίζουν τη δική μας φαντασία». ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΡ. ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ – «Ο σκηνοθέτης χρόνος»
«Χαρίζω στην πόλη το πολύτιμο βλέμμα μου» ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ
«(…) το βλέμμα μου ζωηρεύει για να σε βρει και να εστιάσει στην ψευδαίσθηση, μαλακιά με το ριχτώ μαντώ, περιστοιχισμένη από πρόσωπα και ουσιαστικές λεπτομέρειες που έχουν μεταβληθεί στη βασική Θεσσαλονίκη» ΜΙΜΗΣ ΣΟΥΛΙΩΤΗΣ – «Στο ιστορικό κέντρο
ΟΦΕΙΛΩ ΠΟΛΛΑ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ. Εδώ σαν φοιτητής γλέντησα, εδώ ερωτεύτηκα, εδώ έχτισα φιλίες και έκανα κουμπαριές, εδώ επιστρέφω πάντοτε για μια ψυχοκαθαρτήρια βόλτα ολομόναχος και ανώνυμος ανάμεσα στο πλήθος. «Εδώ μπορεί να υπάρχεις και να μην υπάρχεις. Να σβήνεις και να χάνεσαι Να περπατείς και να βουλιάζεις» (Γιώργος Θέμελης «Θεσσαλονίκης») και αυτό είναι από μόνο του μια μεγάλη ευεργεσία: στη Θεσσαλονίκη βλέπω τον εαυτό μου ως τρίτο πρόσωπο.
Διαβάζω κάτι που γράφει ο Δημήτρης Μίγγας: «Πανούργα πόλη. Χαράζει το κορμί κάποιων ανθρώπων ανεξίτηλα˙ φεύγουν, κι αυτή ακολουθεί όπου κι αν πάνε. Εκείνη ξέρει ότι έχουν τα σημάδια της επάνω τους, όμως δεν υποπτεύονται, ή δε θέλουν να πιστέψουν, πως πρόλαβε στο εν τω μεταξύ να σημαδέψει τη ζωή τους, και επιστρέφουν ανύποπτοι» (Δημήτρης Μίγγας «Της Σαλονίκης μοναχά…»).
Αναγνωρίζω πως είμαι και εγώ ένας ακόμη «μολυσμένος», ένας ομοιοπαθής, στο σώμα μου εγχαράχτηκε ανεξίτηλα διάπυρος και ισόβιος ο νόστος για τη Σαλονίκη. Ως εκ τούτου, θα λάβω σοβαρά υπόψη την προειδοποίηση του: «Της Σαλονίκης μοναχά της πρέπει το καράβι. Να μην τολμήσεις να τη δεις ποτέ από τη στεριά. Έγραψε ο Καββαδιάς. Κι εσύ που έζησες τα φοιτητικά σου χρόνια εκεί, μην επιχειρήσεις να κοιτάξεις από τη μέση της ζωής σου εκείνη τη Θεσσαλονίκη που άφησες. Μην ξαναρθείς. Δεν εννοώ, βέβαια, μια ολιγοήμερη επίσκεψη αναψυχής. Δεν προλαβαίνουν να ξεφτίσουν οι αναμνήσεις τόσο σύντομα –μάλλον συντηρούνται. Μιλώ για μόνιμη εγκατάσταση».
Ποιο κομμάτι της πόλης θα θυμάται ότι υπήρξα και εγώ κάποτε εδώ; Ποιοι δρόμοι θα μαρτυρούν κάτι για μένα, για τις μικροχαρές και τους μικροκαημούς που έζησα στην ασφυκτική τους περίμετρο; Ποια ταχυδρομική διεύθυνση θα περιγράφει την παρελθούσα «ασήμαντη παρουσία μου»; (Μανόλης Αναγνωστάκης «Δρόμοι παλιοί»).
Βαδίζω συχνά, μακριά από το συρροή της Τσιμισκή, το φωτεινό αεράκι της Παραλίας ή τον ανοικτό ορίζοντα της Αριστοτέλους, στους μικρούς δρόμους πάνω από την Ροτόντα ή στο ανωφερές της Τριανδρίας˙ εκεί ελπίζω να αντικρύσω να προβάλλει ξαφνικά μια ανέγγιχτη από τον χρόνο γωνία, γενναιοδωρία ανέλπιστη για να συναντηθεί σε αντίστροφη κίνηση το καινούργιο μου σώμα με τον τόπο των είκοσι μου χρόνων. Όπου αλλού παραμονεύουν λήθη και ατοπία: τα αχνάρια που ακολουθώ με οδηγούν σε αδιέξοδα δρομολόγια, με βγάζουν σε ένα εντελώς καινούργιο σκηνικό.
Παίρνω σβάρνα τους δρόμους. Μπαίνω στην πολυκατοικία Αλεξάνδρου Σβώλου και Π.Πατρών γωνία και ανεβαίνω στον έκτο όροφο. Ψάχνω στην εξώπορτα του διαμερίσματος Νο 32, πουθενά το κολλημένο πακέτο από τσιγάρα για να αφήσω γραπτό μήνυμα. Το ίδιο στην Αγίας Μαρίνης, στη Μελενίκου, στην Παύλου Ζάννα, στην Παπάφη, στην 25η Μαρτίου…
Κανείς γνωστός δεν μένει πια εδώ, μου ανοίγουν κάτι αγουροξυπνημένοι οικογενειάρχες με ριγέ πιτζάμες. Οι παλιοί μου φίλοι μετοίκησαν πλέον στην χαοτική Αθήνα ή στη μόνωση κάποιας επαρχίας και εντοιχίστηκαν στο μικροαστικό ενυδρείο ενός γάμου.
Συνεχίζω την ιχνηλασία. Κοιτάζω τις καινούργιες ταμπέλες στα μαγαζιά. Μέσα σε μια παράθλαση ψευδαίσθηση σαν να διαβάζω πίσω από τη φρέσκια μπογιά τα παλιά μου στέκια: Τουμπορλίκας, Παραρλάμα, Bel Air, Ηλιοτρόπιο, Όμορφη νύχτα, Πλατώ, Berlin, Βελλεροφόντης, Café Americain, Εν Πλω, Ηριδανός, Δον Κιχώτης, Ιn Rock… Τα γράμματα γίνονται ξαφνικά τεράστια, βγαίνουν από το πλαίσιο για να με μαχαιρώσουν πισώπλατα με αιχμηρή νοσταλγία. Τώρα στον ίδιο χώρο, κάτω από τους νεόκτιστους έρωτες, ίσως να είναι ακόμα θαμμένα -πολύτιμοι λίθοι- και τα δικά μου περασμένα, ασήμαντα γεγονότα. Και από δίπλα αμέτρητες στρώσεις από μνήμες τόσων άλλων που προηγήθηκαν στη διαιώνια πόλη.
Κατεβαίνω την Αγγελάκη, γλιστρώντας ανάμεσα στους φοιτητές που ανηφορί-ζουν για το Πανεπιστήμιο. Στρίβω δεξιά στο φανάρι της ΧΑΝΘ και χάνομαι μέσα στο πλήθος που περπατά στην Τσιμισκή γρήγορα σε ανάποδη από μένα κατεύθυνση. Ψάχνω ανάμεσα στις άγνωστες φυσιογνωμίες με ανυπομονησία μικρού παιδιού μήπως διακρίνω την Π. με τα μεγάλα πράσινα μάτια, την Ε. που αγάπησα βαθιά και στα αλήθεια αλλά όχι για πάντα (οι αληθινές αγάπες δεν είναι ποτέ παντοτινές), την Στ. που αγαπούσε πολύ τα τραγούδια του Παπάζογλου, ή την Μ. που της άρεσε να παίζει τη σονάτα L.33 σε Ρε ελάσσονα του Scarlatti κάποια πρωινά Κυριακής στο πιάνο του Ερωδιού. Πως εξαχνώθηκαν τόσες στιγμές από τούτες τις ηδυσώματες σχέσεις; Που είναι οι μνήμες αγάλματα που λάξευσαν η αγάπη και η λαγνεία, που υπήρξαν προτού να εξατμιστούν;
Στην Μιχαήλ Ιωάννου το δισκάδικο που πρωτάκουσα τις αγαπημένες μου μουσικές είναι κλειστό και στα σκονισμένα τζάμια ένα χειρόγραφο χαρτί πληροφορεί με μεγάλα φωσφοριζέ γράμματα: «ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ ΤΟ ΠΑΡΟΝ». Δεν βλέπω, επίσης, πουθενά το υπόγειο οργανοποιείο με τους σκαφτούς τζουράδες˙ τελικά έπρεπε να πιστέψω τον ιδιοκτήτη, όταν μου έλεγε πως θα φύγει στη Σουηδία. Φτάνω σχεδόν στην Εγνατία, με τραβά από τη μύτη η μυρωδιά από το λιβάνι μέχρι το γωνιακό κατάστημα με τα εκκλησιαστικά είδη.
Ο ίδιος καμπούρης με τα photogrey γυαλιά και το σταυρωτό γιλέκο κάθεται στο ταμείο, μόνο που τώρα είναι ασπρομάλλης. «Καλή πραμάτεια ο Θεός, ξεπουλημό δεν έχει…» μου έρχονται στο νου οι βλάστημες λέξεις του Καζαντζάκη. Δίπλα ακριβώς υπάρχει ακόμη ραγισμένος ο επιτοίχιος καθρέπτης από το παλιό καφενείο με ξεβαμμένο το διαφημιστικό της μπύρας Fix. Κοντοστέκομαι και κοιτάζω το είδωλο μου. Σαν σε οφθαλμαπάτη βλέπω τον νεαρό φοιτητή που υπήρξα κάποτε να μην αναγνωρίζει τον μεσήλικα που έχει απέναντι του.
Παίρνω το λεωφορείο από την Πλατεία Δημοκρατίας για να με βγάλει στην Άνω Πόλη. Χάνομαι για λίγο στο λαβύρινθο των στενών δρόμων με τα αρχαιοπρεπή ονόματα: Σαπφούς, Κίρκης, Αιόλου, Θηραμένους… Περίεργο αλλά συναντώ παιδιά που παίζουν μπάλα στον δρόμο· πάντα στην Άνω Πόλη η ρυμοτομία επέβαλλε ρυθμούς άλλων εποχών. Από ‘δω ψηλά απλώνεται καλύτερα η θάλασσα και στο βάθος – ήμουν τυχερός σήμερα που φύσηξε βαρδάρης και καθάρισε – διακρίνεται αχνή η κορυφογραμμή του Ολύμπου. Τυχαία βγαίνω στην Ολυμπιάδος και κατηφορίζω ξανά για την Εγνατία. Καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής αισθάνομαι πως «όλα τριγύρω αλλάζουν, μα όλα τα ίδια μένουν».
Το ‘χω πάρει απόφαση πια. Στη Θεσσαλονίκη θα είμαι από εδώ και μπρος ένας ξένος, ένας άστεγος, εφεξής και διαπαντός επισκέπτης. Ένας επαρχιώτης που περιπλανιέται δήθεν αμέριμνος, χαζεύοντας βιτρίνες, περιμένοντας στο φανάρι, διαβάζοντας όρθιος εφημερίδα στο αστικό φορτωμένος σακούλες με Playmobil για τα παιδιά.
Η Θεσσαλονίκη, η δική μου Θεσσαλονίκη, δεν υπάρχει πια παρά μόνο ως θραύσματα μνήμης που με δαγκώνουν που και που στη νηνεμία της νέας μου ζωής, ως ανεξόφλητος λογαριασμός απ’ τα νεανικά μου όνειρα, ως συνειρμός όταν ακούω κάποιο παλιό τραγούδι, ή συμπυκνωμένη σε κάτι λιγοστές φωτογραφίες -ποτέ δεν μου άρεσε να ποζάρω για πολύ ώρα εξάλλου.
«Η ζωή αλλάζει, δίχως να κοιτάζει τη δικιά σου μελαγχολία», το ‘χε πει ο Θεσσαλονικεύς Σαββόπουλος από παλιά και ήρθε η ώρα να το νιώσω στο πετσί μου. Τώρα η πόλη ανήκει σε άλλους, πολιορκημένη πόλη. Προσωρινά, μα δεν το ξέρουν, μήτε το υποψιάζονται. Από τις αρτηρίες τους κατεβαίνει το νεανικό υγρό πυρ στην άσφαλτο και λαδώνει τη μηχανή της. Αργά ή γρήγορα το απόθεμα τους θα εξαντληθεί και το αδηφάγο σώμα της πόλης, που σπαρταρά, θα τους τινάξει μακριά του, να πάνε από εκεί που ήρθαν. Τότε θα νοιώσουν κι αυτοί τη θέρμη από την αρρώστια του νόστου για τη δική τους Θεσσαλονίκη.
Ας παρηγορηθούν, μαζί με όλους εμάς τους προκατόχους τους, ότι η Θεσσαλονίκη εν τέλει ανήκει σ’ όποιον αναστατώνεται κάθε φορά που την ξανασυναντά. Σ’ αυτόν που, όπου αλλού, νιώθει μια διαρκή και ανεξήγητη ερημία, αισθάνεται πλανόδιος. Σ’ αυτόν που αντέχει όλη την εβδομάδα στα χαρακώματα της ρουτίνας, μόνο και μόνο για φτάσει το Σαββατοκύριακο που θα περιπλανηθεί στους δρόμους της. Σ΄αυτόν που έχει για τα καλά εννοήσει το «άδοξο της επιστροφής», αλλά επιμένει να γυρίζει σ’ αυτήν με την πρώτη ευκαιρία.
Σημείωση: ο τίτλος “Μνημοστάσιο Θεσσαλονίκη” είναι τίτλος ενότητας στο βιβλίο “Θεσσαλονίκη-μια πόλη στη λογοτεχνία” (Εκδόσεις Μεταίχμιο-2005)
ΑΝΤΙ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟΥ
Γεννήθηκα στη Φλώρινα το 1971 με καταγωγή από το Αμύνταιο και την Αρκαδία. Σπούδασα Ιατρική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και ειδικεύτηκα στην Καρδιολογία. . Με τη συγγραφή ασχολούμαι ερασιτεχνικά από τα φοιτητικά μου χρόνια. Κείμενα μου έχουν φιλοξενηθεί στον αθηναϊκό τύπο (ΒΗΜΑ magazine, Ελευθεροτυπία, περιοδικό «ΦΩΤΟγραφος» κλπ), καθώς και σε επιλεγμένους διαδικτυακούς τόπους.
Έχω γράψει μεταξύ άλλων:
«Συντηρητές μνήμης – ιστορίες από την ιστορία μιας πολίχνης» (εκδόσεις i-write/ 2012), «Μικρό Ημερολόγιο Καραντίνας (αυτοέκδοση- 2013), «Δυσμενής μετάθεση-όψεις της επαρχίας στην ελληνική ποίηση» (ανθολογία ποίησης / εκδόσεις ΠΗΓΗ-2018), «Photogrey – ιστορίες σε ευαισθητοποιημένο χαρτί και χωρίς καταπιεστική τεχνοτροπία» (συλλογή διηγημάτων / εκδόσεις ΡΩΜΗ -2021). “Kάθετος χρησμός” (μυθιστόρημα – εκδόσεις Libron 2022)
Το 2016 βραβεύτηκα στην κατηγορία ΔΙΗΓΗΜΑ στον 2ο Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό «ΜΙΜΗΣ ΣΟΥΛΙΩΤΗΣ» που διοργάνωσε το Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΓΡΑΦΗ».