Μόδα, μια υπόσχεση που έμεινε ανεκπλήρωτη
Θεσσαλονίκη, πρωτεύουσα της Ελληνικής Μόδας confirm any questions concerning Λέξεις: Δήμητρα Νάνου Εικόνα: Χρύσα Νικολέρη Η δεκαετία του 90 μόλις ξεκινούσε κι οι ραπτομηχανές δούλευαν ασταμάτητα στη Βαλαωρίτου, την Πτολεμαίων και τα τριγύρω στενά. Μικρά και μεγάλα φασόν με εξειδίκευση στο ζέρσεϊ, μικρομεσαίες επιχειρήσεις με απαιτητικές παραγωγές τζάκετ και πουκαμίσων, ατελιέ σχεδιαστών στο ξεκίνημά τους […]
Θεσσαλονίκη, πρωτεύουσα της Ελληνικής Μόδας
Λέξεις: Δήμητρα Νάνου Εικόνα: Χρύσα Νικολέρη
Η δεκαετία του 90 μόλις ξεκινούσε κι οι ραπτομηχανές δούλευαν ασταμάτητα στη Βαλαωρίτου, την Πτολεμαίων και τα τριγύρω στενά. Μικρά και μεγάλα φασόν με εξειδίκευση στο ζέρσεϊ, μικρομεσαίες επιχειρήσεις με απαιτητικές παραγωγές τζάκετ και πουκαμίσων, ατελιέ σχεδιαστών στο ξεκίνημά τους με πελάτες που ήθελαν κάτι μοναδικό για τις νυχτερινές τους εξόδους και μεγάλες εξαγωγικές μονάδες με σορτιμέντα εκατομμυρίων τεμαχίων για τις μεγαλύτερες Ευρωπαϊκές φίρμες. Η Θεσσαλονίκη έπαιξε με επιτυχία για τουλάχιστον δύο δεκαετίες τον ρόλο της πρωτεύουσας της Ελληνικής μόδας.
Ένα παρελθόν απαιτητικής κομψότητας και ραπτικής δεξιοτεχνίας ευρωπαϊκού επιπέδου, η κληρονομιά των καταπληκτικών ατελιέ Παξιμαδά, Κατράνη, Φλόκα, Αμπραχαμιάν κ.α. από τις προηγούμενες δεκαετίες, δημιούργησε τις προϋποθέσεις. Η πόλη είχε τις γνώσεις και την ικανότητα. Η αγάπη για την αισθητική της γειτονικής Ιταλίας έγινε οδηγός, ενώ τα πολυμήχανα μυαλά σε θέσεις κλειδιά της παραγωγής και τα κονδύλια της Ευρώπης που έλυσαν προβλήματα χρηματοδότησης έκαναν τα πράγματα να φαίνονται αισιόδοξα και ελπιδοφόρα.
Η πόλη γέννησε τα δικά της brand names: Ο Nassos Couture, η Silhouette Fashion, ο Konstantinos Tsigaros, η Αndria Papadopoulou, η Denise Eleftheriou, ο Simeoni και ο Nicolas απέκτησαν φήμη και πελατεία που ξέφυγε από τα σύνορα της πόλης κι έφτασε τον δύσκολο στόχο της πρωτεύουσας. Στα ατελιέ τους, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, σε κομψούς, μοντέρνους χώρους, τα ραντεβού κλείνονταν εβδομάδες πριν και οι πελάτισσες σχεδίαζαν τις εμφανίσεις της χρονιάς με προσήλωση fashion victim. Στα χρόνια που ακολούθησαν οι “designers made in SKG” έντυσαν νύφες και ντεμπιτάντ με ακριβά φορέματα sur mesure και παρουσίασαν show μόδας με πανάκριβες παραγωγές και διάσημους front row καλεσμένους που έγιναν θέμα σε περιοδικά και τηλεόραση. Παράλληλα, εταιρείες όπως οι Sarah Lawrence, Minerva, Oxford Company, Bitsiani και SAM 0-13, όλες με έδρα τους τη Θεσσαλονίκη, έγιναν Πανελλαδικής εμβέλειας brands και άνοιξαν καταστήματα σε όλη τη χώρα με επιτυχία.
Για το εργατικό δυναμικό της πόλης τα χρόνια εκείνα ήταν καταπληκτικά. Η γυναικεία απασχόληση ήταν στα καλύτερά της, οι αγγελίες για κοπτοράπτριες κάλυπταν έως και δύο σελίδες στην εφημερίδα Μακεδονία και η περίφημη σχολή art & design Δημητρέλη γέμιζε καθημερινά από αγόρια και κορίτσια των 18 στα 6 καθημερινά τμήματα Σχεδίου Μόδας και styling.
Οι κοπέλες εκπαιδεύονταν αρχικά ως βοηθητικά χέρια και αργότερα ως μοδίστρες και αρκετές άνοιξαν τα δικά τους μικρά ατελιέ ή φασόν όταν οι ανάγκες της παραγωγής πλήθυναν.Βιοτεχνίες κουμπιών και κεντημάτων, τυπωτήρια, πλυντήρια και σιδερωτήρια ξεφύτρωναν εδώ κι εκεί κι επιχειρηματίες με μηδαμινές γνώσεις μόδας και αισθητική «μπουζουκιών» που ασχολήθηκαν με το είδος μόνο και μόνο για τα περιβόητα ευρωπαϊκά πριμ, βρέθηκαν σε μικρό χρονικό διάστημα με ανώνυμες εταιρίες τεράστιων τζίρων και προσωπικό εκατοντάδων ατόμων.
Οι κλωστοϋφαντουργίες και τα βαφεία, η βαριά βιομηχανία της Μακεδονίας, με προσωπικό εξειδικευμένο στο βαμβάκι, είχαν μόλις συμπληρώσει μια δεκαετία ξέφρενης παραγωγής. Με Ευρωπαϊκές επιδοτήσεις δισεκατομμυρίων, ισχυρά σωματεία αλλά και υψηλή ποιότητα παραγωγής, τροφοδοτούσαν τον κύκλο εργασιών με την πρώτη ύλη και όλα πήγαιναν ρολόι.
Η αγορά της Θεσσαλονίκης είχε τα πάντα: τις μεγαλύτερες παγκόσμιες φίρμες, cool αθηναϊκά καταστήματα με τις τελευταίες συλλογές Γάλλων και Ιταλών σχεδιαστών, underground εργαστήρια με πρωτοποριακά ρούχα για τους θαμώνες του Ναβαρίνου και τα καλύτερα καταστήματα, λέγανε, παπουτσιών σε όλη την Ελλάδα. Ο μύθος της «πάντα στην τρίχα» Θεσσαλονικιάς δεν άργησε να δημιουργηθεί και ο όρος «γκλάμουρ» μπήκε στο καθημερινό λεξιλόγιο μαζί με ένα γεμάτο πρόγραμμα κομμωτηρίου, νυχιών, αισθητικής και τακουνιών.
Και κάπου εκεί, λίγο μετά το 1997, το σκηνικό άρχισε να καταρρέει. Το άνοιγμα των συνόρων των χωρών του πρώην Ανατολικού μπλοκ αρχικά και λίγο αργότερα της Κίνας, η είσοδος στο χώρο της Τουρκίας, καθώς και η τεράστια αλλαγή στην παγκόσμια μόδα με την εμφάνιση του Ισπανού γίγαντα, έβγαλαν την Θεσσαλονίκη πολύ γρήγορα έξω από το παιχνίδι της παραγωγής. Τα μεγάλα ευρωπαϊκά ονόματα μετακινήθηκαν εσπευσμένα σε φθηνότερες αγορές και οι Ελληνικές εταιρείες δεν πρόλαβαν να αντιδράσουν.
Ο 21ος αιώνας βρήκε την Θεσσαλονίκη σε απραξία. Στα χρόνια μετά το 2005 οι μικρές βιοτεχνίες έκλεισαν η μία μετά την άλλη και οι πεπειραμένες γαζώτριες, αυτές που δούλευαν δωδεκάωρα καθημερινά για δύο δεκαετίες, μπήκαν αρχικά στο ταμείο ανεργίας και στη συνέχεια έγιναν νοικοκυρές. Οι μεγαλύτερες κλωστοϋφαντουργίες και οι περισσότερες εξαγωγικές εταιρείες πτώχευσαν με συνοπτικές διαδικασίες και κάποιες μετακόμισαν στις γειτονικές χώρες του πρώην Ανατολικού μπλοκ με σοβαρά παραγωγικά προβλήματα να αντιμετωπίσουν.
Η αγορά της πόλης άλλαξε. Οι σχεδιαστές έπρεπε να ξεπεράσουν από τη μία την κάθετη πτώση των πωλήσεων λόγω της γενικής οικονομικής κρίσης και από την άλλη μεγάλα προβλήματα παραγωγής, αφού οι τεχνικοί της μόδας και οι σχετικές υποστηρικτικές επιχειρήσεις εγκατέλειψαν το χώρο. Η Τσιμισκή έμεινε μόνο με τις μεγάλες αλυσίδες φθηνού ρούχου και τα τοπικά ονόματα περιορίστηκαν σε δρομάκια του κέντρου ή εξαφανίστηκαν από το χάρτη.
Καθώς το καρουζέλ της μόδας γυρίζει ολοένα και γρηγορότερα, η Θεσσαλονίκη φαίνεται να μην βρίσκει τρόπο να ξαναμπεί στο παιχνίδι. Στις μέρες μας, η παγκόσμια αγορά ψάχνει και πάλι τρόπο να μετακινήσει τις παραγωγές της πίσω στην Ευρώπη και ο νέος ψηφιακός κόσμος έχει κάνει την παραγωγή ρούχου γρηγορότερη και τη διαφήμιση μια εύκολη ιστορία ακόμα και για μικρά μπάτζετ. Δυστυχώς, η τεχνογνωσία έχει χαθεί από την πόλη, καθώς το ανθρώπινο δυναμικό έχει διαλέξει άλλους χώρους εργασίας. Περιμένοντας τη νέα γενιά ανθρώπων που αγαπούν τη μόδα να τολμήσουν, η δημιουργική πόλη περιμένει να της δοθεί μια δεύτερη ευκαιρία.