Μοιάζει αυτό που ζούμε τώρα με τα 20s;
Πώς θα είναι η ζωή μας μετά την πανδημία; Θα μοιάζει με το κλίμα που επικράτησε μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο; Θα υπάρχουν κοινά χαρακτηριστικά;
Κατά τη δημοφιλή στην εποχή μας τάση, πολλές φορές διεξάγονται κοινωνικές συγκρίσεις ή αναλογικές προσεγγίσεις του παρόντος, του σήμερα, του τώρα με άλλες περιόδους της ιστορίας για την εξαγωγή συμπερασμάτων, την απάντηση του πότε ήταν/είναι καλύτερα, αλλά και για μελλοντικές προβλέψεις. Αυτή η ροπή προς τη συγκριτική αναδρομή στο παρελθόν, σαφώς, εντείνεται σήμερα, καθώς η πανδημία έχει δημιουργήσει ένα χρονοκεντρισμό, έννοια που όπως όρισε ο κοινωνιολόγος Τζιμπ Φόουλς μαρτυρά την πεποίθηση κάποιου ότι οι καιροί που ζει είναι πολύ πιο σημαντικοί και κοσμογονικοί από όλες τις προηγούμενες ιστορικές περιόδους.
Κάτι τέτοιο έχει ως αποτέλεσμα αυτή η συγκριτική αναδρομή να επιστρατεύεται είτε χάριν αποδείξεως αυτής της μεγάλης διαφοράς και σημασίας της περιόδου, είτε για την προσπάθεια ερμηνείας και σύλληψης της σημασίας μέσω προβλέψεων ή παρομοιώσεων με άλλες εποχές, ώστε αυτή η σκέψη περί κοσμογονικών καιρών να γίνει χωνευτή.
Λόγω της κόπωσης ενός και πλέον χρόνου που έχει προκαλέσει η πανδημία, αλλά και της εξέλιξης των εμβολιασμών πολλοί, ίσως και ανερμάτιστα, έχουν ξεκινήσει να κάνουν λόγο για την μετά κορωνοϊού εποχή και για το μοτίβο που θα ακολουθήσουν οι ζωές μας, όταν τελειώσει όλο αυτό. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο έχει ανακύψει ο συγκριτικός παραλληλισμός της δεκαετίας του 1920, αυτής δηλαδή μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και της Ισπανικής Γρίπης με τη δική μας.
Η δεκαετία του 1920
Το τέλος του Μεγάλου Πολέμου το 1918 σηματοδότησε για τη Δύση τη μεταπήδηση προς την ανακούφιση. Όλο το μεταπολεμικό κλίμα συνοδεύτηκε από ευημερία, δυναμική αποφασιστικότητα και αποφασιστικό δυναμισμό. Σημειώθηκε ταχεία βιομηχανική και οικονομική ανάπτυξη, που με τη σειρά τους άνοιξαν τις πόρτες και για άλλες σημαντικές αλλαγές, όπως στον τομέα της αυτοκίνησης, της μαζικής μεταφοράς, αλλά και μετακίνησης των ανθρώπων από την ύπαιθρο προς τις πόλεις. Το γενικότερο αίσθημα που επικρατούσε ήταν πως τα χειρότερα είχαν μείνει οριστικά πίσω και πως τίποτα το άσχημο δεν μπορούσε να συμβεί. Υπό την εδραιωμένη αυτή πεποίθηση οι άνθρωποι επιθυμούσαν να κάνουν και να πάρουν τα πάντα και να τα δοκιμάσουν όλα.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι σε πολλές χώρες η δεκαετία αυτή κατέχει μια ξεχωριστή και διακριτή θέση από τις άλλες. Στην Αμερική ονομάστηκε εποχή της Τζαζ (Jazz Age) ή Οργιώδης Δεκαετία ’20 (Roaring Twenties), οι Άγγλοι τη χαρακτήρισαν Χρυσή Εποχή (Golden Age), ενώ οι Γάλλοι τα χρόνια εκείνα ως Τρελά (Années folles).
Στον τομέα της οικονομίας σημειώθηκε ραγδαία άνοδος, ίσως γιατί το καλύτερο σημείο για να ξεκινήσει κανείς είναι ο πάτος. Οι επιχειρήσεις αυξήθηκαν και αύξησαν τα κέρδη τους, αλλά αυτό δεν σήμαινε πως ο πλούτος και η ευημερία απλώθηκαν σε όλες τις ομάδες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Αμερική, η οποία αναδείχθηκε μετά τον πόλεμο η χώρα με το υψηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα, ούσα βέβαια και μια χώρα με οπλοβιομηχανίες, ωστόσο το 40% του πληθυσμού ζούσε σε συνθήκες φτώχειας.
Μέσα σε αυτό το γενικότερο κλίμα ευημερίας και την αίσθηση ότι ο πλούτος υπάρχει, ο καπιταλισμός βρήκε σε Ευρώπη και Αμερική πρόσφορο έδαφος να ριζώσει, ορίζοντας τόσο την οικονομία, αλλά και τις κοινωνικές δομές. Πολλοί άνθρωποι βλέποντας αρκετά χρήματα να έρχονται στα χέρια τους υιοθέτησαν νέες και ενίοτε ανώτερες του ήδη υψηλού βαλαντίου τους συνήθειες, απλά και μόνο για να εξωτερικεύσουν την εικόνα του έχοντος. Έτσι πολλές τράπεζες ξεκίνησαν να δανείζουν χρήματα για κατανάλωση, σηματοδοτώντας το πέρασμα στην εποχή του καταναλωτικού χρέους και του ομώνυμου καπιταλισμού.
Τόσο ο πλούτος, όσο και οι νέες ανάγκες των ανθρώπων, έδωσαν το έναυσμα και τα κίνητρα για την τέλεση μεγάλων έργων, εφευρέσεων και παραγωγών. Από δρόμους και αυτοκίνητα μέχρι ραδιόφωνο και ηλεκτρικό ρεύμα. Το τελευταίο δεν υπήρχε σε όλα τα σπίτια και θεωρείτο προνόμιο ή πολυτέλεια. Η συμβολή αυτή της τεχνολογίας, καθώς και κυρίως η καταναλωτική τάση της εποχής ευνόησε, αλλά και ευνοήθηκε από την τέχνη της διαφήμισης. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι διαφήμιση και κατανάλωση ήταν δύο συγκοινωνούντα δοχεία, που βασίζονταν σε μια εναλλασσόμενη σχέση αιτίου αιτιατού. Για το λόγο αυτό τη δεκαετία του 1920 γεννήθηκε η διακόσμηση εσωτερικών χώρων, Art Deco και τα γουστόζικα καφέ με χαρακτήρα, με γνωστότερα και πιο ξεχωριστά τα παρισινά καφέ.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες δόθηκε η ευκαιρία στους ανθρώπους να αναζητήσουν νέες συνήθειες, να αναπτύξουν αυτό που λέμε ‘’γούστο’’, κάποιοι να προσαρμόσουν τη διασκέδασή τους σε αυτό και άλλοι να προσαρμοστούν στο γούστο των πολλών. Κάτι τέτοιο οδήγησε τόσο στην εξέλιξη του πολιτισμού γενικά, αλλά και στο πνεύμα αμφισβήτησης της εποχής και της καθεστηκυίας τάξης, το οποίο με τη σειρά του έδωσε την αιτία και την αφορμή σε πολλούς να δημιουργήσουν. Στη μουσική, τη λογοτεχνία, τη μόδα, τον κινηματογράφο.
Flapper Girls και Harlem Renaissance
Όσον αφορά τη μόδα, ξεχωριστή θέση στη δεκαετία κατέχουν τα γνωστά flapper girls, γυναίκες που με τις στιλιστικές τους επιλογές έστρεψαν τα φώτα στη μόδα παρά έδρεψαν τους καρπούς της. Με το κοντό καρέ και τις κοντές φούστες, έβγαιναν σε μαγαζιά, έπιναν αλκοόλ και κάπνιζαν. Υπό την τάση ανατροπής των ιδεών που επικρατούσαν παλαιότερα, αμφισβήτησαν τη βικτωριανή σεμνοτυφία, απελευθερώθηκαν σεξουαλικά και υπερπήδησαν το συντηρητισμό. Με τη γενική τους αυτή στάση έθεσαν τις βάσεις και άνοιξαν τα μάτια πολλών γυναικών και όχι μόνο, ώστε να δουν τη ζωή που τους στερούν τα πρότυπα κι έτσι να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους, όπως το δικαίωμα ψήφου και εργασίας.
Τα πάνω-κάτω ήρθαν και στη μουσική, αφού μέσω του ραδιοφώνου όλες οι συλλήψεις και οι συνθέσεις μπορούσαν να φτάσουν σε κάθε σπίτι, να ακουστούν και κερδίσουν μια θέση στα αυτιά και τα μουσικά γούστα μιας μεγάλης μερίδας του κόσμου. Η ίσως παλαιότερα άγνωστη ή περιθωριακή τζαζ, μουσική των αφροαμερικανών αναδείχθηκε κυρίαρχη, κάτι το οποίο έχει και σημαντικές κοινωνικές προεκτάσεις. Μέχρι εκείνη την εποχή, ένα πολύ μεγάλο ποσοστό του μαύρου πληθυσμού ήταν συγκεντρωμένο στα νότια, όπου και με όρους ακραίας εκμετάλλευσης χρησιμοποιείτο για αγροτικές και βαριές δουλείες. Δυστυχώς οι λευκοί δεν είχαν κατανοήσει ακόμη τη διαφορά σκλάβου και ανθρώπου και πολλές φορές απαντούσαν σε όποια φωνή προσπαθούσαν να υψώσουν οι ‘’μαύροι’’ με δολοφονίες και λιντσαρίσματα, πληγές που ακόμη και σήμερα δεν έχουν ξεπεραστεί. Το Χάρλεμ ήταν από τις περιοχές που γνώρισαν αυτή την πολυεπίπεδη άνθιση και ακμή της δεκαετίας, άνθηση που, όπως είπαμε, είχε να κάνει και με τη μετανάστευση προς τα μεγάλα κέντρα. Αν και στο Χάρλεμ υπήρχε μαύρος πληθυσμός, δεν είχε σημειώσει την έκρηξή του. Ήταν η μετανάστευση που αύξησε ικανά τον πληθυσμό τους, ώστε να διεκδικήσουν μαζικότερα κυριολεκτικά χώρους έκφρασης και δικαιώματα. Έτσι, δημιουργήθηκε το Κίνημα των Νέγρων ή η Αναγέννηση του Χάρλεμ, που αναφορικά με την ιδέα και την επιθυμία για ξεσηκωμό, αυτές κόχλαζαν επί χρόνια.
Ο Υπέροχος Γκάτσμπυ και η χαμένη γενιά
Σπουδαία λογοτεχνικά έργα γράφτηκαν και εκδόθηκαν τη δεκαετία εκείνη, μεταξύ άλλων ο Οδυσσέας του James Joyce, η Κυρία Νταλογουέι της Virginia Woolf και ο Υπέροχος Γκάτσμπυ του Francis-Scott Fitzgerald. Ειδικά στο τελευταίο αυτό βιβλίο, παρουσιάζεται μέσω του Τζέι Γκάτσμπι η δεκαετία του 1920 στην Αμερική, μια δεκαετία, της τζαζ, της τέχνης και της υπερβολής, κατά την οποία επικρατούσε η αντίληψη ότι τα χρήματα φέρνουν την ευτυχία και όλοι οι πλούσιοι προσπαθούσαν να τη βρούνε μέσα από τα ακριβά γούστα, τα ξέφρενα πάρτυ, με μια αναλογία στο μυαλό τους ότι όσο πιο μεγάλο το ξόδεμα, ο πλούτος, τόσο πιο μεγάλη η ευτυχία. Όλη αυτή η εικόνα, όμως, που αντικατοπτρίζεται στο πρόσωπο του Γκάτσμπυ δεν εξαντλείται σε αυτά. Κρύβει μέσα της τη μελαγχολία, την εσωτερική μοναξιά, τα αδιέξοδα και τη ματαιότητα.
Ο μανδύας της καλοπέρασης και της ευημερίας που τύλιξε την εποχή είναι πολύ κοντός και δεν μπορεί να κρύψει το συντηρητισμό που επικρατούσε παρά τις πολιτικές διεκδικήσεις των μειοψηφιών, την επιφανειακή αντίληψη των ανθρώπινων σχέσεων και την ταφόπλακα που βάζει σε αυτές η επικράτηση του χρήματος και ο καπιταλισμός. Δεν πρέπει επίσης να λησμονηθεί ότι τη δεκαετία επωάστηκε το αυγό του φιδιού, ώστε αργότερα να αναδειχθούν φασιστικές ηγεσίες σε πολλές χώρες. Αποκορύφωμα αυτής της πρόσκαιρης και ίσως πλανεμένης άνθησης υπήρξε το παγκόσμιο οικονομικό κραχ του 1929, που πρωτοέδειξε, βέβαια, τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί ο καπιταλισμός, τη μεταπήδηση από την κορυφή στον πάτο, ένα πάτο που συνοδεύεται από φτώχεια και εξαθλίωση που αφορά τους πολλούς.
Εκατό χρόνια μετά, τα πράγματα μοιάζουν;
Λέγεται και γράφεται από το γείτονα μέχρι διανοουμένους πως η εποχή που θα διαδεχθεί την πανδημία και το lockdown θα είναι δίχως άλλο ξέφρενη. Οι άνθρωποι θα ξεχυθούν στους δρόμους, θα αναζητήσουν ξανά όσα στερήθηκαν με ηδονιστική διάθεση και θα τους διέπει μια ανεπανάληπτη καταναλωτική μανία, μια υπέρμετρη επιθυμία να ξοδέψουν τα λεφτά τους, αφού κατά την πανδημία ένιωσαν ποια είναι τα σημαντικά πράγματα στη ζωή.
Οι βόλτες, τα πάρτυ, οι φίλοι, η ελευθερία, οι αγκαλιές, οι αγορές. Υπό τη σκέψη αυτοί αρκετοί έσπευσαν να παρομοιάσουν την εποχή που θα έρθει με την οργιώδη του 1920.
Ίσως αυτό να έχει μια βάση, κυρίως, ως προς τη γενικότερη αποπνέουσα εικαζόμενη διάθεση των ανθρώπων μετά από κάτι τόσο δύσκολο, όπως η πανδημία. Ωστόσο οι εποχές διαφέρουν ριζικά, τα πράγματα που μπορούσαν τότε να επιτευχθούν και έδιναν κίνητρα εξέλιξης, σήμερα μοιάζουν αυτονόητα και υποτιμημένα. Βέβαια, κάθε εποχή θα μπορούσε να πει κανείς έχει τις δικές της προκλήσεις, τα δικά της έργα να κομίσει και να φέρει εις πέρας.
Όμως, οι αλλαγές που συντελούνται πλέον είναι πιο μακρινές από την καθημερινή ζωή των ανθρώπων και όχι ορατές στους πολλούς. Οι ανισότητες δεν επιτρέπουν σε πολλούς ανθρώπους να συμβαδίσουν με τα επιτεύγματα της επιστήμης ή τη βελτίωση των συνθηκών της ζωής πολλών μεν, αλλά όχι όλων. Ο καπιταλισμός δεν βρίσκεται υπό κατασκευήν, αλλά αποτελεί τον κυρίαρχο και ακλόνητο ρυθμιστή του κόσμου, από την οικονομία μέχρι τις ανθρώπινες σχέσεις. Γι΄ αυτό κιόλας το λόγο η μεταπανδημική φάση θα έχει στο επίκεντρο της την ανάκαμψη του συστήματος, τη στήριξη των τραπεζών και των εταιρειών και όχι την αποκατάσταση της ανθρώπινης επαφής, τον επαναπροσδιορισμό της σχέσης πολιτών και δημοσίου χώρου.
Αυτές οι συγκρίσεις και οι αναλογίες, ίσως και να είναι μάταιες ή ατελέσφορες, να θέλουν εσκεμμένα να προϊδεάσουν και να στρέψουν προς συγκεκριμένες συμπεριφορές και τάσεις.
Όμως, αφού άνοιξαν οι πύλες για αυτές θα πρέπει να εστιάσουμε στους κινδύνους που έκρυψε και φανέρωσε η δεκαετία του 1920. Μετά την πανδημία δεν πρέπει να κυριαρχήσει αποκλειστικά και να δοξαστεί η κατανάλωση. Η αποφυγή φασιστικών αντιλήψεων και της εσωστρέφειας των κρατών σαν μορφή οχύρωσης λόγω καχυποψίας έναντι των άλλων αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα στοιχήματα. Αν δεν μπήκε ποτέ, να μπει τώρα στο επίκεντρο ο άνθρωπος και οι ανάγκες του.