Morning Post
του Άκη Δήμου Αγαπητέ μου Αντώνη, με μεγάλη χαρά έλαβα τα νέα σου από την Ουάσιγκτον και αναθάρρησα κάπως, καθότι πολύ πεσμένος τον τελευταίο καιρό κι όλα λάθος τα ‘κανα, ακόμη και τα γεμιστά που νόμιζα ότι το ‘χω. Σε είδα όμως στην τηλεόραση, με μια γεύση τρικυμίας στα χείλη (μα πού γύριζες;) και με […]
του Άκη Δήμου
Αγαπητέ μου Αντώνη, με μεγάλη χαρά έλαβα τα νέα σου από την Ουάσιγκτον και αναθάρρησα κάπως, καθότι πολύ πεσμένος τον τελευταίο καιρό κι όλα λάθος τα ‘κανα, ακόμη και τα γεμιστά που νόμιζα ότι το ‘χω. Σε είδα όμως στην τηλεόραση, με μια γεύση τρικυμίας στα χείλη (μα πού γύριζες;) και με τη θεαματική, πορφυρόχρυση γραβάτα σου σε πλήρη άνθιση και σε καμάρωσα, αδιαφορώντας για τον Δημήτρη που χρόνια έχει την άποψη ότι «καλά θα κάνουν όλοι αυτοί να πάνε να κρεμαστούν με τις γραβάτες τους» (εσείς είστε όλοι αυτοί, αν δεν κατάλαβες). Αλλά μη δίνεις σημασία. Ο Δημήτρης μόλις έχει αρχίσει ψυχανάλυση και βλέπει μια ενόρμηση θανάτου σε όλα, ακόμα και στο θόρυβο του πλυντηρίου, άρα γιατί όχι και σε μια γραβάτα; Εγώ φέτος δεν πήγα πουθενά. Έμεινα Θεσσαλονίκη επινοώντας χίλιους κι έναν τρόπους για να σκοτώσω το χρόνο μου και ελπίζοντας ότι μέχρι ν’ αποφασίσω πού θα θάψω το πτώμα (του σκοτωμένου χρόνου) θα έχει φθινοπωριάσει. Η Θεσσαλονίκη τέτοια εποχή είναι άδεια, νεκρή ζώνη, έρημη χώρα, κρανίου τόπος, κοιμητήριο και πολλά άλλα κλισέ, τα οποία σκέφτεται ο άνθρωπος όταν δεν έχει τίποτ’ άλλο να σκεφτεί και τη βγάζει στο μπαλκόνι τρώγοντας γιαούρτι με όλα του τα λιπαρά και γλυκό του κουταλιού κεράσι, που μια γειτόνισσα, από παρεξήγηση, του άφησε έξω απ’ την πόρτα ένα βράδυ που αυτός ήταν ολομόναχος μέσα και έβλεπε πορνό και, όπως είθισται στα πορνό, ακούγονταν γρυλλίσματα και αναστεναγμοί σε όλη την πολυκατοικία (δεν έχουμε καλή μόνωση), οπότε, σκέφτηκε η διακριτική γειτόνισσα – πολλά χρόνια χήρα –, ας πάω κάτι στα παιδιά να ‘χουν να βάλουν στο στόμα τους μετά, χαλάλι τους τόσα που μου θύμισαν! Η Θεσσαλονίκη, επίσης, είναι ολίγον εγκαταλειμμένη και πολύ βρώμικη. Λίγο να ξεκουνηθείς από το κέντρο (και την έχουν αυτή την ιδιοτροπία οι πόλεις: να απλώνονται και πέρα απ’ το κέντρο τους) και βυθίζεσαι σε κάτι αορίστως λασπώδες, αορίστως γλιτσερό και πολύ συγκεκριμένα αηδιαστικό που επικάθεται (έτσι ακριβώς: επικάθεται) ανάμεσα στις ψιλοανατιναγμένες πλάκες των πεζοδρομίων και δε λέει να φύγει, αντιθέτως, σε διατάζει να φύγεις εσύ αλλά πού να πας χωρίς μία; Τα νησιά σου ‘χουν κόψει την καλημέρα κι εξοχικό δεν έχεις (ούτε κανονικό). Άλλο δεν σου μένει παρά να πατινάρεις με τη σαγιονάρα πάνω σ’ αυτές τις βρωμερές, λακκουβιασμένες πίστες, αλλά το νου σου: η γλίτσα γλιστράει και δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα φύγει με τα πρωτοβρόχια, πράγμα που όλοι ελπίζουμε, μηδέ του Δημάρχου εξαιρουμένου. Αν και αυτός μάλλον δεν πολυτραβάει ζόρι για τα εκτός κέντρου, μόνο την Κεντροαριστερά ονειρεύεται. Αν εξαιρέσεις τα παραπάνω, αγαπητέ μου Αντώνη, η Θεσσαλονίκη τον Αύγουστο είναι πολύ ωραία, αν και, χωρίς να θέλω να σε τρομάξω, κάπως απειλητική. Πώς να στο πω; Είναι σαν μια μισοσκότεινη σκηνή που περιμένεις ν’ αρχίσει η παράσταση χωρίς να ξέρεις τι έργο θα δεις – θα είναι κωμωδία; Δράμα; Θρίλερ; Μιούζικαλ; Ό, τι και να είναι πάντως, υπερπαραγωγή δεν θα είναι, λεφτά δεν υπάρχουν, σκηνοθέτη δεν βρίσκουμε κι όσοι παίξουμε θα παίξουμε αυτοσχεδιάζοντας, με ποσοστά και χωρίς ένσημα (τι να τα κάνεις τα ένσημα άμα έχεις το ταλέντο σου;). Αυτή η σκηνή, που λες, προς το παρόν παραμένει εκκωφαντικά άδεια, ελάχιστοι μόνο τη διασχίζουν που και που. Εγώ προσωπικά, μέσα σ’ ένα ολόκληρο Σαββατοκύριακο, συνάντησα μόνο έναν κύριο στη Θεόφραστου Σακελλαρίδη με τρεις σακούλες απ’ το σούπερ μάρκετ (όχι, που λένε ότι δεν έχουμε λεφτά) –, μια αγέλη σκύλων που κατέβαιναν από διάφορες μεριές της πόλης για να πιουν έναν φρέντο στο πάρκο του Φωκά κι έναν άνεργο μουσικό, σ’ ένα μπαλκόνι, που είχε συνδέσει το μπουζούκι του μ’ έναν ενισχυτή κι ακουγόταν στην ερημιά ο πόνος του με την πενιά. Γυναίκα καμία, εκτός μιας γειτόνισσάς μου, που μοιάζει ελαφρώς με τη Μαρίζα Παρέδες και που ξημεροβραδιάζεται σαπουνίζοντας τις γλάστρες της (κυριολεκτώ: όχι ποτίζοντας τα λουλούδια. Σαπουνίζοντας τις γλάστρες). Αλλά αυτή νομίζω ότι δεν είναι γυναίκα, είναι φάντασμα (της Μαρίζας Παρέδες συγκεκριμένα). Α, και εκτός της Άννας, που τα έχει μ’ έναν παντρεμένο και αυτός είναι διακοπές συν γυναιξί και τέκνοις στους Παξούς και την παράτησε εδώ να ψήνεται μπροστά στην έξυπνη σίτα και να ορκίζεται ότι μόλις γυρίσει θα τον χωρίσει, πράγμα που αν θέλεις το πιστεύεις, δεδομένου ότι αυτό η Άννα το ορκίζεται κάθε Αύγουστο εδώ και τρία χρόνια, σαν έθιμο ας πούμε, αλλά με το που αρχίζουν τα σχολεία το ξε-ορκίζεται, γιατί, ο εραστής της είναι καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση και τον Σεπτέμβριο ξαναγυρίζει και κάνει δήθεν κάτι ιδιαίτερα για να βλέπει την Άννα τρεις φορές τη βδομάδα, αν και φέτος, όπως ίσως ξέρεις, τα πράγματα είναι επίφοβα στο χώρο της εκπαίδευσης και μάλλον τον μοιχό θα τον φάνε οι πορείες, οπότε η Άννα μάλλον την έκατσε πάλι. Στην αυγουστιάτικη Θεσσαλονίκη τώρα, αγαπητέ μου Αντώνη – είπα αυγουστιάτικη και μού ‘ρθαν στο νου όλα αυτά τα βλαχολυρικά κείμενα που θα διαβάσουμε πάλι με αφορμή το αυγουστιάτικό φεγγάρι –, μερικά πράγματα καλό θα είναι να τα αποφύγεις. Τις μπουγάτσες και τους γύρους, για παράδειγμα, καθότι, απόντων των καταναλωτών, οι παρασκευαστές έχουν ξεθάψει ότι αρχαίο βρήκαν σε υλικό εκεί στις τρύπες του μετρό. Και οι μεν γύροι άμα τους μασήσεις είναι σα να μασάς τη δερμάτινη ζώνη σου, το δε φύλλο της μπουγάτσας μπορείς άνετα, αν πιάνουν τα χέρια σου, να το κόψεις επιδέξια και να φτιάξεις μια ωραιότατη σφεντόνα για να σημαδεύεις αυτά τα σιχαμένα πετεινά του ουρανού που τα λένε περιστέρια και που και ποντίκια να τα πεις χάρη τους κάνεις. Και μια και είπα μετρό: σε κεντρικότατους δρόμους της πόλης μας θα συναντήσεις αυτοπροσώπως ωραιότατες, κομψές τρύπες που χάσκουν ανέμελες. Εκεί μέσα μπορείς ανέτως να κρυφτείς, να βάλεις το κεφάλι σου ανάμεσα στα πόδια (εννοώ στα δικά σου πόδια, μην παρεξηγηθώ) και να δροσιστείς μια στάλα από τον καύσωνα, καθότι είναι μέρη σκιερά και απάτητα και τέτοια θα μείνουν, εκτός αν σφάξουμε τη γυναίκα του Πρωτομάστορα στα θεμέλια του έργου αλλά κανένας Πρωτομάστορας δεν είναι τόσο μαλάκας που να θέλει να στείλει τη γυναίκα του για σφάξιμο, το ΣΔΟΕ ευχαρίστως αλλά το στεφάνι του όχι. Στο κάτω κάτω, αν όντως θέλει να απαλλαγεί από κείνη – και πολλοί Πρωτομάστορες θέλουν – θα ψάξει να τη δηλητηριάσει με κάτι που δεν ανιχνεύεται, δεν ξέρω τι ακριβώς αλλά δες CSI Miami, εκεί μαθαίνεις όλ’ αυτά τα tips. Τέλος πάντων, πολλά είχα να σου γράψω αλλά δεν θέλω να σε κουράσω, είσαι κι απ’ το τζετ λανγκ. Όπως κι εγώ εξάλλου, σ’ ένα μόνιμο τζετ λανγκ εδώ και καιρό κι ας μην το ‘χω κουνήσει ρούπι. Να φταίει η ζέστη; Οι απανωτές σφαλιάρες; Τα χρόνια που περνούν;… Άβυσσος. Σε γενικές γραμμές πάντως, έτσι είναι η κατάσταση εδώ τώρα, αλλά μπορεί το Φθινόπωρο να είναι αλλιώς. Αν έχεις αποφασίσει να έρθεις λοιπόν, καλύτερα να έρθεις τότε, που θα έχουμε και Δημήτρια και θα είμαστε υπό την επήρεια ενός εκπολιτισμού. Ξέρεις, φαντάζομαι, ότι, χρόνια τώρα, ενώ κάθε Αύγουστο ζούμε λίγο πρωτόγονα, παθαίνουμε μετά καπάκι αυτό το «Δημήτρια» και αναβαθμιζόμεθα, παρόλο που μας ξεκουφαίνουν οι Συμφωνικές. Αλλά δεν θα σε πειράξει να μας βρεις λίγο κουφούς, θα σε πειράξει; Αυτά και… δεν ξέρω… να γράψω: σε φιλώ ή θα μας παρεξηγήσουν; Δε θέλει πολύ ο κόσμος, οπότε… welcome back! Απλώς.-