Μουσείο αισθημάτων και αναμνήσεων
Εάν το παρελθόν κρύβεται, σαν ψυχή, μέσα στα πράγματα, κι αν τα αντικείμενα έχουν τη δύναμη να μας φέρνουν πίσω το χαμένο παρελθόν, τότε ο Ορχάν Παμούκ τα κατάφερε για μια ακόμη φορά. Το Μουσείο της Αθωότητας, το μουσείο των αναμνήσεων του στην πραγματικότητα, που εμπνεύστηκε και δημιούργησε σ’ ένα ιδιόκτητο, ταπεινό σπίτι του 1897, […]
Εάν το παρελθόν κρύβεται, σαν ψυχή, μέσα στα πράγματα, κι αν τα αντικείμενα έχουν τη δύναμη να μας φέρνουν πίσω το χαμένο παρελθόν, τότε ο Ορχάν Παμούκ τα κατάφερε για μια ακόμη φορά. Το Μουσείο της Αθωότητας, το μουσείο των αναμνήσεων του στην πραγματικότητα, που εμπνεύστηκε και δημιούργησε σ’ ένα ιδιόκτητο, ταπεινό σπίτι του 1897, στη συνοικία Τσουκούρτζουμά της Ισταμπούλ, ανάμεσα σε παλαιοπωλεία, φτωχόσπιτα και μικροαστικές πολυκατοικίες, συλλέγοντας και εκθέτοντας με εξυπνάδα και χιούμορ, αναρίθμητα συνηθισμένα και οικεία, καθημερινής χρήσης αντικείμενα, απ’ αυτά που ξεχειλίζουν από τις αναμνήσεις ανθρώπων που κάποτε – το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα -, περπάτησαν στους δρόμους της πόλης και βίωσαν τις επιταγές του κοινωνικού περίγυρου και τις κρατούσες αντιλήψεις της εποχής, είναι πλέον ένα από τα πολύ δημοφιλή αξιοθέατα στην Πόλη.
Υποτίθεται πως το Μουσείο της Αθωότητας θα αποτελούσε το επιστέγασμα του απόλυτου και ακραίου έρωτα του μεγαλοαστού Κεμάλ για την όμορφη και άτυχη Φυσούν, όπως περιγράφεται στο τελευταίο και ομώνυμο μυθιστόρημα του βραβευμένου και πιο ταλαντούχου συγγραφέα της σύγχρονης Τουρκίας. Στην πραγματικότητα αφορά μια ακόμη έκφραση του αθεράπευτου, όπως αποδεικνύεται, έρωτα που ο Ορχάν Παμούκ τρέφει για την πόλη του, την Ισταμπούλ, και την ιστορία της, την ιστορία ενός ολόκληρου κόσμου, που τη διασώζει όχι μόνο γράφοντας και περιγράφοντας, αλλά και εκθέτοντας σε 83 βιτρίνες – όσα και τα κεφάλαια του βιβλίου του -, στο μοναδικό στο είδος του μουσείο του, την προέκταση του κόσμου του και περιβεβλημένα με ένα στοιχείο μαγείας τα τεκμήρια μιας ολόκληρης εποχής, που χάθηκε αμετάκλητα στη λαίλαπα του επιτηδευμένου εξευρωπαϊσμού. Ένα μουσείο όπου ο χρόνος μετατρέπεται σε χώρο, όπου οι ζωντανοί μπορούν να εισχωρήσουν, να παραδοθούν και να βυθιστούν στον μαγικό κόσμο του συγγραφέα, να ζήσουν με όσους δεν ζουν πια, μέσα από τις αναμνήσεις, να αποτίσουν τον οφειλόμενο φόρο τιμής στο χαμένο παρελθόν.
Παλιές φωτογραφίες, που περιγράφουν με τον καλύτερο τρόπο όψεις της πόλης που χάθηκε, πορτραίτα, γκραβούρες και καρτ ποστάλ, εισιτήρια και λαχεία, μενού εστιατορίων, λογότυπα, κουτιά από φάρμακα, μπουκάλια από αρώματα, λικέρ και γκαζόζες, αποκόμματα εφημερίδων, πορτραίτα ηθοποιών, τραγουδιστών και ποδοσφαιριστών, διαφημιστικά κινηματογραφικών ταινιών, σκουλαρίκια και κολιέ, αλατιέρες, δαχτυλήθρες και μολύβια, χτενάκια και πεταλούδες για τα μαλλιά, βεντάλιες και κλειδιά, σπιρτόκουτα και τραπουλόχαρτα, παστίλιες για το λαιμό, νομίσματα και κουμπιά, παιδικά παιχνίδια, ένα παλιό ταξίμετρο, ραδιόφωνα, φλιτζάνια τσαγιού και ποτήρια με ρακί, ρολόγια και κουταλάκια, πλάκες σαπουνιού, ακόμη και 4213 τσακισμένες γόπες με ίχνη από κραγιόν σε εικαστική εγκατάσταση, αναδεικνύουν την ποίηση των απλών πραγμάτων και αναβιώνουν την εποχή της αθωότητας, του νεανικού ενθουσιασμού, της ακλόνητης πίστης στο μεγάλο έρωτα, τις μυρωδιές, τις κινήσεις, τα βλέμματα, τα φιλιά, τα αισθήματα, επιτυγχάνοντας τελικά την εξόρυξη και δικών μας αναμνήσεων. Μαζί και τα χειρόγραφα και οι σημειώσεις του συγγραφέα, με ανάγλυφες τις στιγμές της έμπνευσης και εκείνες της αμηχανίας μπροστά στο άσπρο χαρτί, για να καταγραφεί η ιστορία που θα ενώσει σαν μια γραμμή τις στιγμές και τα αντικείμενα που την πλαισίωσαν.
Οι γερμανοί και τούρκοι αρχιτέκτονες, που δούλεψαν για να πραγματωθεί ένα όνειρο 15 χρόνων του Ορχάν Παμούκ, αξιοποίησαν με αξιοθαύμαστο τρόπο τον περιορισμένο στενόμακρο χώρο, και κατόρθωσαν να μεταγγίσουν τη συγκίνηση του συγγραφέα στο μεγάλο κοινό των αναγνωστών του.