Parallax View

Η Μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς : Τα γουρούνια βυθίστηκαν στο βούρκο

Σχεδόν τρεις μήνες μετά την πρώτη προβολή, της νέας ταινίας του Γιάννη Οικονομίδη.

Parallaxi
η-μπαλάντα-της-τρύπιας-καρδιάς-τα-γου-578895
Parallaxi

Λέξεις: Χρήστος Ωραιόπουλος, Βαγγέλης Θεοδωράκης

Σχεδόν τρεις μήνες μετά την πρώτη προβολή, η νέα ταινία του Γιάννη Οικονομίδη, σε σενάριο  Γιάννη Οικονομίδης, Χάρης Λαγκούση και Δημοσθένη Παπαμάρκου επανήλθε στους κινηματογράφους δίνοντας την ευκαιρία στο κόσμο, που δεν πρόλαβε, να την απολαύσει. Όλη αυτή η τρίμηνη αναμονή ανταμείφθηκε και με το παραπάνω από το νεογέννητο κομμάτι που ο έλληνας σκηνοθέτης προσέθεσε στην κινηματογραφική ανθολογία του. Ποια είναι, όμως, η μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς;

Η υπόθεση εκτυλίσσεται στη επαρχία, με πρωταγωνιστές ένα δημοφιλή τραγουδιστή και την γυναίκα γνωστού επιχειρηματία. Οι δυο τους έχουν αναπτύξει από καιρό ένα παράνομο ειδύλλιο, το οποίο έχει γίνει αντιληπτό σχεδόν από όλους. Καθώς φαίνεται, αυτό από μόνο του δεν ήταν ικανό να προκαλέσει θανάσιμες αναταραχές, μέχρι τη στιγμή που η γυναίκα του επιχειρηματία αρπάζει από το σπίτι του ένα εκατομμύριο ευρώ. Η κίνηση αυτή ήταν τελικά ικανή να προκαλέσει την παλιρροιακή δίνη που παρέσυρε τους πάντες. Και είναι λογικό να τους παρασύρει, όταν κόσμος και υπόκοσμος μπλέκονται στο γαϊτανάκι απληστίας και ανηθικότητας.

Η ταινία καθ’ όλη τη διάρκεια της μοιάζει σαν ένας βραδυφλεγές ρέκβιεμ με ματωμένες νότες και άκρατη ανθρωποφαγία έως ότου το ένα εκατομμύριο  αποκτήσει ένα και μόνο ιδιοκτήτη. Ο Γιάννης Οικονομίδης και σε αυτό το έργο, δεν μασάει τα λόγια του. Παρουσιάζει ρεαλιστικά και κυνικά την αλήθεια γύρω από το μεγάλο θερινό πανηγύρι απληστίας και πάθους που στήνεται από πολλές μεριές συγχρόνως. Αυτή η ωδή στον κενό ψυχισμό και την ακαταμάχητη αδηφαγία περιέχει στο κέντρο της ένα άγαλμα απληστίας το οποίο απογυμνώνεται από κάθε ηθική ψευδαίσθηση.

Το νέο-νουάρ αφήγημα διαθέτει, επίσης, όλες εκείνες τις προσωπικές πινελιές που αποτελούν σήμα κατατεθέν για τον Γιάννη Οικονομίδη. Από το έντονο υβρεολόγιο, τους παθιασμένους μονολόγους και τις απαθείς αντιδράσεις, μέχρι την κτηνώδη φύση της νύχτας – και κατ’ επέκταση του ίδιου του ανθρώπου – και την ωμή τάση προς την απόλυτη βία, η ταινία δείχνει να παλινδρομεί ανάμεσα στη μαύρη κωμωδία και το σύγχρονο αστικό γουέστερν με την επικηρυγμένη αγάπη.  

Ο Οικονομίδης είναι ράφτης, ράφτης προσιτός. Έχει τη μαεστρία να συνταιριάζει, να πλέκει και να περιπλέκει τα γκανγκστερικά στοιχεία με τους φαινομενικά απλούς ιδιωματισμούς της ελληνικής κοινωνίας και νύχτας, οι οποίες κάποιες φορές είναι δυο αυστηρά ξεχωριστά πράγματα και άλλες η μία εισχωρεί μέσα στην άλλη. Πληρωμένες δολοφονίες με παρότρυνση της μάνας. Κυνικοί, αδυσώπητοι εκτελεστές που πέφτουν σε γκάφες και εφηβικά παιχνιδίσματα.

Είναι ράφτης βίαιος. Ανέκαθεν ήταν. Κι αυτό δεν είναι εύκολο, όσο κι αν σε πολλούς μοιάζει μόνο διασκεδαστικό. Η τέχνη του Οικονομίδη, είναι μεγάλη κατάκτηση γενική στην τέχνη. Το να μπορέσεις να αποτυπώσεις τα πράγματα, όπως είναι, τη σκέψη σου, όπως ξεδιπλώθηκε, απαλλαγμένη από κάποιους ανόητα επιβεβλημένους καθωσπρεπισμούς. Καμιά φορά δυστυχώς επιβεβλημένους και από την ίδια την τέχνη.

Η βία είναι βία, και πρέπει να περιγραφεί, να αποτυπωθεί, ως τέτοια, σκληρή, κυνική, αδίστακτη. Σε ένα περιβάλλον που για να μη σε φάνε, πρέπει να χαθείς από προσώπου γης, δεν προλαβαίνεις να φιλήσεις τη μάνα σου φεύγοντας, αλλά μπορεί και να τη βρίσεις.

Αυτή τη βία μέσα στην ελληνική θάλασσα, ο Οικονομίδης επιλέγει σωστά να την παρουσιάσει μέσα σε έναν κόσμο σκληρό, αυτόν της νύχτας, με ανθρώπους ενήλικες, γκριζομάλληδες, που φάγανε ζωή και σκατά. Γιατί αυτή η βία είναι που δεν θα λογαριάσει τίποτα. Δεν θα ασκηθεί για μια γυναίκα, αλλά για τα λεφτά που τσίμπησε μια γυναίκα παρατώντας το μεγάλο σκυλί της νύχτας.

Όλη αυτή η αποτύπωση, που σίγουρα έχει κοινωνικές προεκτάσεις και αναλογίες μπαίνει, δένει και κουμπώνει χάρη στο κινηματογραφικό μάτι του Οικονομίδη στην ελληνική επαρχία, σε φτηνές αλυσίδες σούπερ μάρκετ, σε εξοχικά έξω από την πόλη, που χρησιμεύουν ως γαμηστρώνες, σε καλτ νυχτερινά μαγαζιά και νυκτόβιες προσωπικότητες. Είναι πολύ συνειδητή η επιλογή μέσα σε αυτή τη κινηματογραφική θεωρία και σύλληψη, κάποιοι ηθοποιοί να είναι ερασιτέχνες, άνθρωποι καθημερινοί, γιατί πρέπει να δείχνουν έτσι και στην οθόνη. Αυτό είναι μεγαλείο. Η συναίσθηση του να ξέρεις πού βρίσκεσαι, πού βαδίζεις τι θέλεις τελικά να πεις. Γι’ αυτό και ο Οικονομίδης έχει πλάσει ένα δικό του είδος ξεχωριστό, ιδιαίτερο και μεγαλειώδες, που λείπει από τα ελληνικά κινηματογραφικά δεδομένα. Το σύγχρονο αστικό γούεστερν που κάτι έχει να πει. Και ένα από αυτά είναι ότι, τελικά, τα γουρούνια βυθίστηκαν στο βούρκο…

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα