Μπαρ EDEN

Στην οδό Κομνηνών με Καλαποθάκη γωνία.

Parallaxi
μπαρ-eden-26650
Parallaxi
hopper_.jpg

Ο συγγραφέας Γιώργος Σκαμπαρδώνης γράφει στην parallaxi για το δικό του καλοκαίρι στην πόλη.

Μπαρ EDEN του Γιώργου Σκαμπαρδώνη

Διακοπές στην πόλη μόνος μου. Και οι λίγοι φίλοι επίσης – αποφασισμένοι. Νοίκιασα μικρή σουίτα στο “Λουξεμβούργο” ακριβώς δίπλα στο μπάρ “EDEN”. Αέρας φυσάει στην Κομνηνών, υπαινικτικό αεράκι δηλαδή, απ’ την μεριά του Θερμαϊκού. Και κάθομαι εδώ, στο EDEN, ήσυχος κι ακλυδώνιστος. Θεσσαλονίκη. Το ποτήρι μου με την βότκα κοντεύει ν’ αδειάσει. Έχω μιαν αίσθηση αναψυχής – είμαι στο τρίτο. Νιώθω κάτι ευανάπνευστο, δροσερό, σαν να περνάω διαρκώς τα Τέμπη. Τώρα, ύστερα, μετά. Κάθε βράδυ εδώ, στο σταυροδρόμι. Κομνηνών και Καλαποθάκη γωνία – πενήντα μέτρα παρακάτω, αρχίζει το μέγα της θαλάσσης κράτος. Κάθομαι, καθόμαστε εδώ και συζητάμε αναβάλλοντας, θαρρείς, συνέχεια την Έξοδο του Μεσολογγίου. Σαν να μας έπιασε κάποιος την παραμάνα στο τάβλι και πλέον, παίζουμε άνετα, τολμηρά. Καθόμαστε και παρατηρούμε ό,τι προεξέχει. Περνούνε αλλεπάλληλα υπέροχα κορίτσια. Γυναίκες. Πεζοπόρα τμήματα κι εδαφόβια θηράματα. Μερικά πτερωτά. Συζητούμε την ξανθιά εκδοχή της Ιστορίας. Αρκετά κορίτσια μαζί με νέους ή γέρους μπαίνουνε στα κοντινά ξενοδοχεία. Είτε από έρωτα, είτε για εκατό ευρώ την ώρα. Συζητούμε βασικά για τον Εμφύλιο, το Βυζάντιο, τη Φωτογραφία, το μεγάλο Αλή Πασά, για τις σύγχρονες πολιτικές μηδαμινότητες, με μόνιμο ρεφρέν τις γυναίκες. Γύρω γελαστά τσιγάρα. Ξεκινάει πάλι κάποιος: -Ο Ζαχαριάδης, στα 1955, τον Νοέμβριο, με τον Βλαντά και τον Γούσια στην Τασκένδη – – Τι λες πάλι; Λέω να πιάσουνε λίγο τα ιστορικά , να – Το πιο σημαντικό είναι η αίσθηση αυτού του μπαρ. Η χαμηλή μουσική. Ο πάντα ανήσυχος ιδιοκτήτης, ο Γιώργος Καϊσούδης – άψογος. Ψυχαναγκαστικός. Να μην μας λείψει τίποτε. Λέει: – Άρχοντες σας έχω, ρε. Σωστά. Παραγγέλνεις μια βότκα και σου φέρνει μαζί: κυματιστά πατατάκια ρίγανης, φιστίκια, αγγουροκάροτο, πιατάκι με κασέρι-σαλάμι- μορταδέλα, μανιτάρια με καβουρόψιχα, απ’ την καλή, αγορασμένη απ’ τον Κοσμά. Συν παγάκια σε αστραφτερό μπόλ κι ένα μπουκάλι Ζαγόρι. Από δω περνούνε όλοι οι φίλοι. Εδώ πλακωνόμαστε για την μουσική, για το σινεμά, για την λογοτεχνία – μέχρι ξύλο. Ανεβαίνουνε οι φωνές, αγριεύουνε τα πνεύματα, το καταλαβαίνει ο Καϊσούδης και παίρνει τον πυροσβεστήρα. Εδώ. Ο Γιάννης ο Χατζηγώγας (του χτίσανε, τον χειμώνα, το γραφείο στο Πολυτεχνείο και βρίζει) ο Σάκης ο Σερέφας, ο Νίκος ο Παπάζογλου με το κόκκινο μαντήλι, ο Παύλος Παφρανίδης, η καλύτερη πενιά της χώρας, ο έξοχος Γιώργος ο Γούσιας – καμιά σχέση με τον άλλον του Ζαχαριάδη, τον μπαλωματή, που έγινε αρχιστράτηγος στο Γράμμο Βίτσι. Ο Στάθης Παχίδης, ο Ηλίας Φαχίδης. Ο Γιώργος Συμεωνίδης, Ποντιοφρενής. Κι άλλοι πολλοί, εναλλασσόμενοι. Το ποτηράκι μου άδειασε. Πρίν παραγγείλω, περνάει ένα κορίτσι, ασύγκριτο. Της πετάω: – Πώς μπορώ να μπω στον κυκεώνα σου; Κάθε βράδυ εδώ, κάθε μεσημέρι εδώ. Κι ύστερα δίπλα, στην σουίτα του “Λουξεμβούργου”, πάντα λίγο μεθυσμένος να διαβάζω αστυνομικά. Αιρκοντίσιον. Μοναξιά. Ούτε φασαρίες, ούτε κόσμος, ρακέτες, τριχωτά στήθια, πλαστικές, ραγάδες, κοιλιές και τηγανιτά κολοκυθάκια. Τίποτε. Μόνοι. Εγώ, οι φίλοι, το αλκοόλ, η μοναξιά, το αεράκι στην Κομνηνών. Καμιά έγνοια, κανένα άγχος. Απ’ το ποτήρι του μπαρ ως το κρεβάτι του ξενοδοχείου, δέκα βήματα. Μπορώ να πάω ακόμα και με τα γόνατα. Είμαι πάλι στο τραπεζάκι κι έρχεται ο πρώτος φίλος. Νιώθω διακοπές. Σαν να περνάω διαρκώς τα Τέμπη.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα