My Year of Rest and Relaxation: Το τέλος της χειμερίας νάρκης
Πώς το TikTok φέρνει στο προσκήνιο ένα βιβλίο του 2018 με τους χρήστες να ζητούν από το Λάνθιμο να το κάνει ταινία
Λέξεις: Ελένη Χαμχούγια
Σταδιακά, οι πρώτες καλοκαιρίες ζεσταίνουν τον κόσμο, και πολύ ποιητικά, αυτό αντικατοπτρίζεται στη σκέψη και τη διάθεση. Η χειμερία νάρκη πρέπει να τελειώσει, και υπό το φως του ήλιου να ψάξουμε πιο καθαρά το κίνητρο μας.
Αν και εκδόθηκε το 2018, το My Year of Rest and Relaxation της Otessa Moshfegh φαίνεται να κερδίζει την προσοχή του κοινού τον τελευταίο χρόνο, με σημαντικό ρόλο να παίζουν τα σόσιαλ μίντια, και κυρίως το TikTok.
Εκτός από τα τρεντ που αφορούν την γυναικεία αυτοπραγμάτωση, όπως και το “fleabag era” εμπνευσμένο από τη σειρά Fleabag, το βιβλίο είναι και ιδιαίτερα ταιριαστό στις συνθήκες απομόνωσης που επέβαλε η καραντίνα εν μέσω της πανδημίας. Σε πλατφόρμες όπως το Reddit και το Twitter συζητιέται η παραγωγή του βιβλίου σε ταινία, σε σκηνοθεσία Γιώργου Λάνθιμου.
Η πλοκή ακολουθεί την αποστολή της πρωταγωνίστριας να κοιμηθεί για έναν ολόκληρο χρόνο, με σκοπό να κάνει μια καινούρια αρχή στο τέλος του ξεκινώντας ως ένας λευκός καμβάς, αφήνοντας τα απωθημένα και τα τραύματα της στο παρελθόν. Αυτός ο μακροπρόθεσμος ύπνος αποδεικνύεται ιδιαίτερα επεισοδιακός, καθώς ανασύρει στην επιφάνεια το υποσυνείδητο της. Ως αποτέλεσμα, το βιβλίο πραγματεύεται μια σειρά από ζητήματα.
Αρχικά, η ρουτίνα της πρωταγωνίστριας αποτελείται από ύπνο και κατανάλωση καφέ ψιλικατζίδικου. Σταδιακά όμως, ενώ τα υπνωτικά γίνονται πιο ισχυρά, ο ύπνος της αρχίζει να αποκτά ψηφιακή δραστηριότητα καθώς ξεκινά να επικοινωνεί με αγνώστους και να κάνει ψώνια ονλάιν.
Ενώ η κατάχρηση των φαρμάκων κλιμακώνεται, με χαμένες τις αισθήσεις της η πρωταγωνίστρια φαίνεται να ενδίδει σε δραστηριότητες που θα απέφευγε ξύπνια, είτε αυτές είναι να παρευρεθεί στην κηδεία της μητέρας της κολλητής της, είτε να συμμετάσχει στη νυχτερινή ζωή αναπαράγοντας όλα τα στερεότυπα του “εναλλακτικού” κοινωνικού της κύκλου, τον οποίο αποτάσσεται και κρίνει σκληρά όταν ξυπνά.
Το φαινομενικά τέλειο προφίλ της αποδομείται- η “τέλεια” εμφάνιση της κρύβει μια προσωπικότητα που κυρίως μισεί. Μισεί τους γονείς της που δεν ήταν ποτέ συναισθηματικά διαθέσιμοι, και παρ’ολ’αυτά μισεί και τον πόνο που προκαλεί η απουσία τους πλέον, μετά τον θάνατο τους.
Μισεί τον Τρέβορ, τον άνδρα που ποτέ δεν φάνηκε να την σέβεται, και επομένως οι συναντήσεις μαζί του γίνονται συνειδητά ένας ενεργός τρόπος αυτοκαταστροφής. Ακόμη, μισεί την τέχνη και τις νόρμες της, και ιδιαίτερα τις προσπάθειες της γκαλερί όπου δούλευε να αναπαράξει “αντισυμβατική” τέχνη. Ως αναγνώστες συνειδητοποιούμε πως μια προσωπικότητα που μισεί τόσο, γίνεται και η ίδια μισητή, και καλύτερα να κοιμάται.
Όμως, με κάποιον περίεργο τρόπο, ταυτιζόμαστε. Ίσως συνειδητοποιούμε ότι μας έχουν εξίσου κουράσει οι φυλετικές νόρμες, τα πρότυπα ομορφιάς και ο καταναλωτισμός. Ίσως απλά να αναγνωρίζουμε ότι κάπου μέσα μας έχουμε κι εμείς μια πηγή μίσους, που μια ετήσια λήθη θα μπορούσε να καταπραΰνει.
Το καλοκαίρι φτάνει, ο χρόνος ολοκληρώνεται, και το τέλος του ύπνου της πλησιάζει. Το φως φαίνεται να ξεδιαλύνει το μίσος. Έχοντας απαλλαχθεί από τα ρούχα της και τα έπιπλά της, η πρωταγωνίστρια ξαναφτιάχνει τον χώρο της παράλληλα με τον εαυτό της. Κάπως έτσι, παραδόξως, πέφτει ξανά για ύπνο κανονικά- χωρίς υπνωτικά.
Πού πήγε όμως το μίσος; Κατάφερε η πρωταγωνίστρια να το ημερεύσει, ή παραμονεύει να εμφανιστεί ξανά