Να μετράς τις λέξεις σου
Του Θωμά Καραγκιοζόπουλου Αφορμή για το κείμενο αυτό αποτέλεσε ένα γεγονός που έλαβε χώρα πριν λίγες μέρες σε κάποιο καφέ. Καθόμουν με έναν φίλο μου και μιλούσαμε. Κάποιες στιγμές γελούσαμε, όπως κάνει κάθε φυσιολογικός άνθρωπος. Ένας κύριος που καθόταν παραδίπλα εξέφρασε φανερά την ενόχλησή του από μας, με τρόπο πολύ απότομο. Τον είχε κουράσει το […]
Του Θωμά Καραγκιοζόπουλου
Αφορμή για το κείμενο αυτό αποτέλεσε ένα γεγονός που έλαβε χώρα πριν λίγες μέρες σε κάποιο καφέ. Καθόμουν με έναν φίλο μου και μιλούσαμε. Κάποιες στιγμές γελούσαμε, όπως κάνει κάθε φυσιολογικός άνθρωπος. Ένας κύριος που καθόταν παραδίπλα εξέφρασε φανερά την ενόχλησή του από μας, με τρόπο πολύ απότομο. Τον είχε κουράσει το ότι γελούσαμε. Του φάνηκε δυνατός, εκκωφαντικός ο ήχος μας. Αυτό που ένιωσε το εξωτερίκευσε με παρατήρηση, από τον τρόπο και τον τόνο της οποίας καταλάβαινε κανείς ότι ήταν έτοιμος να βγει από τα ρούχα του. Η όποια απάντησή μας σε αυτήν την έντονη εκφραστική παρατήρηση συνάντησε τοίχο. Δεν καταλάβαινε τίποτε. Ήθελε να σταματήσουμε. Χωρίς περαιτέρω.
Αυτό ήταν η αφορμή. Ωστόσο η αιτία βρίσκεται βαθύτερα. Καθημερινά, κόσμος όλων των ηλικιών έρχεται αντιμέτωπος με συμπεριφορές και χαρακτήρες, οι οποίοι θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν παράλογες. Απότομες κουβέντες, υψηλός τόνος φωνής, ειρωνεία. Αυτά τα συναντάς από το λεωφορείο μέχρι μία βιβλιοθήκη, μέχρι κάποια υπηρεσία όπου βρίσκεσαι για να κάνεις μια δουλειά. Αυτές τις εκδηλώσεις στον τρόπο ομιλίας τις θεωρώ μορφές επιθετικότητας. Είναι επιθετικότητα να μιλάς απότομα σε κάποιον, ακόμη και αν τον γνωρίζεις, πολλώ δε μάλλον αν δεν τον γνωρίζεις. Είναι επιθετικότητα, ενδεχομένως λιγότερο, να μιλάς ειρωνικά σε κάποιον που δεν γνωρίζεις. Και οι δύο τρόποι ομιλίας, όμως, βρίσκουν την αφετηρία τους και τη διαμόρφωσή τους στον τρόπο σκέψης. Όταν μιλάς ειρωνικά αποδέχεσαι το γεγονός ότι γίνεσαι ειρωνικός. Ο απότομος και συνάμα εξυπνακίστικος τρόπος ομιλίας δηλώνει μια απαξίωση ως προς το πρόσωπο του άλλου και μία διάθεση για καβγά.
Θέλω να σταθώ στην απαξίωση που νιώθουν πολλοί για τους άλλους. Όταν απαξιώνεις να μιλήσεις σοβαρά και λογικά με κάποιον και χρησιμοποιείς αντί αυτού ευφυολογήματα, εκφράσεις – στερεότυπα και ειρωνεία, από τη μία δείχνεις ότι δεν έχεις τη διάθεση να λύσεις μία υπόθεση ή ότι αν θες μία λύση, αυτή θα δοθεί μόνο αν συμφωνεί με τη δικιά σου επιθυμία και οπτική. Ετσι όμως χάνεται όλη η ουσία ύπαρξης του διαλόγου, αν ποτέ ξεκινήσει (διότι συνήθως πρόκειται για μονόλογο με ενδιάμεσες παύσεις) και η όποια σκέψη ή επιθυμία παραμένει απαίτηση.
Αυτό το θέμα, δυστυχώς, δεν είναι της παρούσας επικαιρότητας. Είναι διαχρονικό σε αυτόν τον τόπο. Απλώς τα τελευταία χρόνια η κατάσταση έχει ξεφύγει, επειδή ο κόσμος δεν έχει την υπομονή και την κατανόηση που ίσως διέθετε παλαιότερα. Ούτε την παιδεία είμαι σίγουρος ότι διαθέτει σε μεγαλύτερο βαθμό (διότι αποδεδειγμένα η παιδεία κάποιου δεν μετριέται με τίτλους σπουδών, οι οποίοι επιπρόσθετα μπορεί να δημιουργήσουν μια αξιοπρόσεκτη υπεροψία). Επίσης πιστεύω ότι οι κακές οικονομικές συνθήκες, η τεράστια κοινωνική αναταραχή των τελευταίων χρόνων, η διάλυση των εργασιακών κεκτημένων τεράστιας μερίδας εργαζομένων είναι βασικοί παράγοντες γέννησης τέτοιων συμπεριφορών.
Στην εποχή που ζούμε, της θεοποίησης της τεχνολογίας και της υποβάθμισης των ανθρωπιστικών σπουδών και μελετών, οι οποίες έχουν ως κέντρο έρευνας και αναφοράς τον άνθρωπο, ως το μέτρο για τη σκέψη και το συναίσθημα, ξεχνούμε να μετρήσουμε σοβαρά αυτά που λέμε και κάνουμε και θεωρούμε πως η ζωή μας είναι μία τεχνοκρατική κατάσταση, όπου σημασία έχουν μόνο ποσότητες χρημάτων, εμπορευμάτων και μετρήσιμης κατανάλωσης. Αντιμετωπίζουμε τον άλλον μόνο μέσα από το πρίσμα της προσωπικής μας ωφέλειας.
Ζώντας οι νεότεροι συνεχώς και εντατικά μέσα από το διαδίκτυο, ξεχνούμε αυτό που μπορούν να μας πουν τα μάτια, ξεχνούμε το φυσικό χρώμα που μπορεί να μας δώσει ένα χαμόγελο ή το πώς μπορεί να μας κάνει να νιώσουμε ένα κλάμα, το οποίο μπορεί κυριολεκτικά να μας αδειάσει την ψυχή. Τα ξεχνούμε όλα και νομίζουμε ότι μιλούμε στον υπολογιστή μας. Κι όμως, μιλούμε σε κάποιον άνθρωπο, γεμάτο συναισθήματα και σκέψεις και κάθε μας λέξη είναι καλό να τη μετρούμε δύο φορές πριν την πούμε.
Διαβάστε επίσης: Δυσανεξία στη χαρά