«Να μην συνηθίσουμε»: Ναζιστική βία και ΜΜΕ

Οι διαχωριστικές γραμμές που χαράσσονται και ολοένα βαθαίνουν μαζί με την πολιτική αντιπαράθεση που θρέφει η οικονομική κρίση δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να συμπαρασύρουν την στάση των πολιτικών και των πολιτών απέναντι στις ισχυρές τάσεις αμφισβήτησης των δημοκρατικών κεκτημένων. Την δικαιοκρατία, δηλαδή, και την αξία του κοινοβουλευτισμού που διασφάλισαν την κοινωνική ειρήνη και την […]

Κωστής Τσιτσελίκης
να-μην-συνηθίσουμε-ναζιστική-βία-κα-8431
Κωστής Τσιτσελίκης
5.jpg

Οι διαχωριστικές γραμμές που χαράσσονται και ολοένα βαθαίνουν μαζί με την πολιτική αντιπαράθεση που θρέφει η οικονομική κρίση δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να συμπαρασύρουν την στάση των πολιτικών και των πολιτών απέναντι στις ισχυρές τάσεις αμφισβήτησης των δημοκρατικών κεκτημένων. Την δικαιοκρατία, δηλαδή, και την αξία του κοινοβουλευτισμού που διασφάλισαν την κοινωνική ειρήνη και την ελευθερία, όπως την βίωσε τα τελευταία 38 χρόνια η ελληνική κοινωνία. Η υποτίμηση της σημασία της, η ανοχή ακόμα και η υποστήριξη της βίας που χρησιμοποιούν ως πολιτικό μέσο οι νεοναζιστές με στόχο την υποκατάσταση των αρμόδιων κρατικών οργάνων, φαίνεται ότι δημιουργεί απατηλές ψευδαισθήσεις: από τη μία μεριά ότι θα επανέλθει η χαμένη οικονομική ευημερία για μια κοινωνία που θα επανασυγκροτηθεί με φυλετικούς όρους, και από την άλλη ότι η βία είναι νόμιμη αφού «το κράτος δεν κάνει την δουλειά του». Η βία όμως στρέφεται κατά ομάδων-στόχων που δεν είναι αρεστές σε αυτούς που την ασκούν: μετανάστες, Τσιγγάνους, ομοφυλόφιλους, Εβραίους, μουσουλμάνους, Θρακιώτες μειονοτικούς, αριστερούς. Αύριο θα είναι κι άλλοι. Κάποιοι από εμάς. Είμαστε μπροστά σε μία διαδικασία που δεκάδες φορές έχει περιγραφεί και αναλυθεί από την εμπειρία και την επιστήμη, και δεν είχε ποτέ αίσιο τέλος. Πιστέψαμε ότι στην Ελλάδα έπαυσε οριστικά το 1974. Ελπίζω να μην έχουμε λάθος.

Η ανοχή ή υπεράσπιση της σημερινής κυβέρνησης ως προς τη διαχείριση της οικονομικής κρίσης, όπως μεταφέρεται και ενισχύεται από τα ΜΜΕ, δεν πρέπει επ’ ουδενί να αντανακλάται στον τρόπο που συζητούν τη ναζιστική βία. Η αποσπασματική, συχνά life style, αναφορά στα φαινόμενα που καταγράφονται καθημερινά πλέον δεν έχουν κανένα αποτέλεσμα αποτροπής. Αντίστροφα, αυτό που χρειάζεται είναι ένα ενιαίο κοινό μέτωπο μηδενικής ανοχής απέναντι στις πρακτικές βίας οι οποίες εν τέλει έχουν πολιτικό χαρακτήρα ακόμα και αν αρχικά προτάσσεται ο ρατσιστικός τους χαρακτήρας. Το κράτος, όντως, δεν κάνει σωστά τη δουλειά του και αυτό πρέπει να σχολιάζεται ως ζήτημα πρώτης γραμμής και βαρύτητας, ως έλλειμμα και ευθύνη της κυβέρνησης. Πόσο μάλλον όταν αναπτύσσονται σχέσεις νεοναζί και αστυνομίας. Η κυβέρνηση αλλά και η αντιπολίτευση φέρουν τεράστια ευθύνη για το ότι μελανοχίτωνες αμφισβητούν το πολίτευμα ανοιχτά, περιπολούν ανενόχλητοι και οικοδομούν το δικό τους «περί δικαίου αίσθημα», ως αποτέλεσμα της βίας, όπως βέβαια τους βολεύει. Ήδη έχουν καταφέρει η κοινή γνώμη να ασχολείται μεμονωμένα με τα επί μέρους εγκλήματα που διαπράττουν και πλέον ομολογούν δημόσια και να χάνει την συνολική εικόνα. Οι νεοναζί αποτελούν εγκληματική οργάνωση, και ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπιστεί. Στρατολογούν μάλιστα μέλη στον δρόμο και τα σχολεία με κινηματικούς όρους, φαινόμενα ανήκουστα πριν λίγους μήνες.

Εν κατακλείδι, η υπεροκομματική (και «εξω-μνημονιακή») σύμπραξη κατά του νεοναζισμού είναι επιβεβλημένη. Τα ΜΜΕ έχουν ρόλο κλειδί στο θέμα αυτό και δημοκρατική υποχρέωση, ανεξάρτητα από τις επιλογές υπερθεματισμού ή καταγγελίας των οικονομικών πολιτικών της συγκυρίας να εστιάσουν πρωτίστως στο ζήτημα της πολιτικής βίας. Διαφορετικά αρχικά θα εθιστούμε στο λόγο και τις πρακτικές διαχωρισμών και εθνοφυλετικής καθαρότητας, όπως τίθεται με πολιτικούς όρους, και στο τέλος της διαδρομής θα βρεθούμε να μπροστά σε τετελεσμένα με την επιβολή της απολυταρχίας και της καθολικής ανελευθερίας. Το ζήτημα, λοιπόν, είναι πολιτειακού χαρακτήρα και μας αφορά όλους.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα