«Να πεις σε όποιον έχει ξεμείνει να έρθει για το ρεβεγιόν»

I think it’s nice that we live in the same period of time, λοιπόν.

Ανδρέας Νεοκλέους
να-πεις-σε-όποιον-έχει-ξεμείνει-να-έρθ-1419048
Ανδρέας Νεοκλέους

Πίνακας: «Παιδική Συναυλία» (Γεώργιος Ιακωβίδης, 1900) – το έργο εκτίθεται στο κεντρικό κτήριο της Εθνικής Πινακοθήκης

Τα τελευταία δύο χρόνια ξεκίνησε αυτή η συνήθεια. Η «παράδοση» της αποτίμησης του έτους — κι αυτού του έτους που, για άλλη μια φορά, με βρίσκει μακριά από τη βάση, τη Θεσσαλονίκη. Συνειδητή επιλογή θαρρώ – από μακριά, έτσι ώστε να νιώθω ξένος και να περπατάω σε δρόμους άλλους από αυτούς που ανεπαίσθητα ακολουθώ καθημερινά. Διαδρομές σε σημεία: από το Α στο Β, κι από το Γ σε κάποιο Δ, και πίσω πάλι απ’ την αρχή.

Πέρυσι κάθισα στην παλιά αποβάθρα των εφηβικών μου χρόνων όταν έγραφα αυτό το γράμμα. Σκεφτόμουν πώς οι στιγμές, μπλε ή ροζ, αντανακλούν τις περιόδους που διανύουμε, σαν εκείνες της ζωγραφικής ψυχογραφίας του Πικάσο· να είναι οι λύπες και οι χαρές μας. Κατέληξα να συνοδεύω, πρώτα νοητικά και ύστερα στο πιάνο, αυτές τις εικόνες, τις χαρούμενες, τις ροζ δηλαδή — με μουσικές φράσεις μπλε, φορτισμένες με νοσταλγία.

Με νοσταλγία έβλεπα τον εαυτό μου να βουτάει από τις άλλες αποβάθρες του ξεχασμένου χρόνου, σε μια πόλη που κάποτε υπήρξε η μοναδική. Τόσο χαρούμενες και τόσο λυπητερές στιγμές, μα το απόσταγμα ήταν ένα: κολυμπάω στα νερά που γέμισα με τον κουβά της ζωής μου. Που βίωσα — και βίωσες κι εσύ. Σε κάποιο άλλο λιμάνι κάθεσαι κι εσύ και αναπολείς.

Με αλλοτινά ωραίους ανθρώπους να στριμωχνόμαστε στα παγκάκια, ενώ καθόμαστε μόνοι.

Κι όμως, είμαι σχεδόν βέβαιος πως, κάποιες φορές, αυτή η φράση από την ταινία Aftersun (2022) — «I think it’s nice that we share the same sky» — γεννά μια καινούργια αρχή για όσους την ακούν. Αν όχι μέσα στην ταινία, τότε καθώς ανεβαίνουν τα σκαλάκια του σινέ Βακούρα και τη βλέπουν, με τα neon μπλε γράμματα, γραμμένη πάνω στον τοίχο.

Νομίζω πως είναι ωραίο — πως πέρα από τον κοινό ουρανό, που δεν επιλέξαμε να μοιραζόμαστε, μοιραζόμαστε κοινωνικά, σαν όντα, και τη λήξη ενός έτους και την αρχή ενός καινούργιου.

I think it’s nice that we live in the same period of time, λοιπόν.

Ευχόμαστε μερικές φορές να μπορούσαμε, και πώς να μπορούσαμε, να είμαστε παντού — μα φυσικά η επιλογή σπάζει αυτή την ευθραυστότητα. Χίλια κομμάτια θα μπορούσαν να γίνουν οι σκέψεις από την ενοχή της απουσίας· σε μέρη όπου βρίσκονται πάντα, και αλλού, οι αγαπημένοι άνθρωποι.

Μα μαζί και τώρα — εμείς, οι ξεχασμένοι από επιλογή αλλού, μακριά από τις οικογένειές μας, βρίσκουμε τον τρόπο να συντροφεύσουμε ο ένας τον άλλον.

«Να πεις σε όποιον έχει ξεμείνει να έρθει για το ρεβεγιόν».

Η Αθήνα, τις τελευταίες μέρες, είναι απροσδόκητα φιλόξενη. Όχι πώς ξέρω τις προηγούμενες και λέω – μα έτσι έχω ακούσει απ’ τους πολλούς. Ίσως κάπως έτσι να το σκέφτεσαι και εσύ που είσαι μακριά.

Ό,τι είναι μακριά, ό,τι δεν αγγίζουμε παροντικά, αποκτά μια παράξενη αυτονομία. Ξεφεύγει από τα όρια που μπορούμε να ελέγξουμε και, μαζί, από τις αιχμές που θα το έκαναν αληθινό.

Ίσως γι’ αυτό αυτές οι μέρες, τα τελευταία χρόνια, με βρίσκουν λίγο πιο ευαίσθητο, όχι επειδή συμβαίνει κάτι εξαιρετικό, αλλά επειδή ξυπνούν αισθήσεις που για καιρό βρίσκονταν σε λήθαργο. Σαν να καθαρίζει για λίγο ο φακός και να επιτρέπει στις μνήμες να επιστρέψουν όχι ως γεγονότα, αλλά ως αίσθηση.

Κι εκεί, σχεδόν ασυναίσθητα, ντύνουμε ό,τι είναι μακριά με τον μανδύα της νοσταλγίας.

Όχι γιατί είμαστε διαφορετικοί ή πιο δεκτικοί από τους άλλους, το αντίθετο: επειδή είμαστε ακριβώς ίδιοι. Όλοι το κάνουμε. Και ίσως αυτή η νοσταλγία να μην αφορά τόσο τον τόπο που αφήσαμε πίσω, όσο κάτι πιο άπιαστο: την αναζήτηση μιας χαμένης αθωότητας, ενός χρόνου όπου τα πράγματα έμοιαζαν λιγότερο σύνθετα, λιγότερο φορτισμένα από επιλογές και συνέπειες.

Ίσως και να μην μας λείπει τόσο η πόλη, όσο ο εαυτός που ήμασταν μέσα σε αυτήν.

Δεν ξέρω – πάντως αν το δούμε έτσι, τότε μπορεί και το βλέμμα, η θέαση των πραγμάτων από μακριά, να πάψει να είναι μονίμως μια παγίδα. Η απόσταση να πάψει να λειτουργεί μόνο ως εξιδανίκευση, και να λειτουργεί περισσότερο ως υπενθύμιση: ότι ο τόπος όπου βρισκόμαστε τώρα μπορεί να γίνει οικείος, αρκεί να τον κατοικήσουμε πραγματικά.

Να είμαστε παρόντες με τους ανθρώπους που αυτή τη στιγμή έχουμε επιλέξει ή μας έχουν επιλέξει, ή ακόμη και με εκείνους που απλώς μας κάλεσαν σ’ ένα ρεβεγιόν όπου οι περισσότεροι θα μας είναι άγνωστοι, κι όμως θα βρεθούμε να μοιραζόμαστε το ίδιο τραπέζι, το ίδιο πέρασμα του χρόνου. Και στο τέλος, ίσως, να περάσουμε καλά. Ποιος ξέρει;

Γιατί από άκρη σε άκρη του κόσμου, τουλάχιστον σε αυτό, μοιάζουμε όλοι: στεκόμαστε για λίγο ακίνητοι και περιμένουμε έναν δείκτη να γυρίσει. Κι εκείνη τη στιγμή, είτε στη Θεσσαλονίκη είτε μακριά απ’ αυτήν, κάνουμε ξανά την ίδια διαδρομή, από το Α στο Β, από το Γ στο Δ, και πίσω πάλι απ’ την αρχή. Μόνο που αυτή τη φορά ξέρουμε πως η αρχή δεν είναι τόπος, είναι η απόφαση να είμαστε εδώ.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα