“Να συνηθίσουμε τη φρίκη, να μας τρομάζει η ομορφιά”

Tις ακόλουθες σκέψεις τις έκανα λίγο πριν την Κυριακή των εκλογών. Μετά το αποτέλεσμα της κάλπης αισθάνομαι ότι έγιναν ακόμα πιο επίκαιρες. Η διαπόμπευση των οροθετικών ιεροδούλων που εκδίδονταν χωρίς κανέναν έλεγχο στο κέντρο της Αθήνας και το ενδεχόμενο να έχουν μολυνθεί δεκάδες άλλοι που συνουσιάζονταν μαζί τους χωρίς στοιχειώδεις προφυλάξεις αποτέλεσε ένα περιστατικό που […]

Parallaxi
να-συνηθίσουμε-τη-φρίκη-να-μας-τρομάζ-10015
Parallaxi
1.jpg

Tις ακόλουθες σκέψεις τις έκανα λίγο πριν την Κυριακή των εκλογών. Μετά το αποτέλεσμα της κάλπης αισθάνομαι ότι έγιναν ακόμα πιο επίκαιρες.

Η διαπόμπευση των οροθετικών ιεροδούλων που εκδίδονταν χωρίς κανέναν έλεγχο στο κέντρο της Αθήνας και το ενδεχόμενο να έχουν μολυνθεί δεκάδες άλλοι που συνουσιάζονταν μαζί τους χωρίς στοιχειώδεις προφυλάξεις αποτέλεσε ένα περιστατικό που δοκίμασε τα αντανακλαστικά, το θυμικό και το αξιακό επίπεδο της κοινωνίας μας.

Η προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας αποτελεί βασικό προστατευόμενο από το Σύνταγμά μας αγαθό και «πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας» (άρθρ. 2 § 1). Παράλληλα, με το άρθρ. 25 Σ προβλέπεται ότι, ακόμα και στην περίπτωση που ειδικός νόμος προβλέπει ειδικό περιορισμό στα ανθρώπινα δικαιώματα, πρέπει ο περιορισμός αυτός να μην αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας. Αρχή της αναλογικότητας σημαίνει: Όταν η πολιτεία λαμβάνει ένα δυσμενές μέτρο για να εξυπηρετήσει κάποιο σκοπό, φροντίζει να το πράξει με τον ηπιότερο για το θιγόμενο πρόσωπο τρόπο. Ο πιο πάνω συνταγματικός κανόνας – που ειρήσθω εν παρόδω αποτελεί γενικώς παραδεδεγμένη αρχή του δικαίου όλων των πολιτισμένων κρατών – ισχύει έναντι όλων. Περαιτέρω, όπως όλοι οι συνταγματικοί κανόνες, η αρχή της αναλογικότητας δεν υπόκειται σε αλλοίωση ή παρερμηνεία εξαιτίας πολιτικών σκοπιμοτήτων.

Στην περίπτωση των οροθετικών ιεροδούλων, ακόμα και αν ήθελε υποτεθεί ότι ο νόμος περί προσωπικών δεδομένων ή άλλος νόμος επιτρέπει δημοσίευση ή αναδημοσίευση των φωτογραφιών τους (πράγμα για το οποίο αμφιβάλλω), και πάλι, αν η δημοσίευση αυτή κρινόταν αναγκαία (και το «αν» το αναφέρω διατηρώντας την αμφιβολία μου), θα έπρεπε αυτή να γίνει με τον ηπιότερο τρόπο (π.χ. σε ειδικό site δημόσιας αρχής με παράλληλη διατήρηση της απαγόρευσης δημοσίευσης με άλλο τρόπο). Έτσι, ενδεχομένως να προστατευόταν και το δικαίωμα των πιθανώς μολυνθέντων τρίτων σε πληροφόρηση, αλλά και η προσωπικότητα των ιεροδούλων.

Αν υπάρχει Σύνταγμα και κράτος δικαίου στα πολιτισμένα κράτη, είναι επειδή ο πολιτισμένος κόσμος μετά από πολυετείς κοινωνικές διεργασίες κατέληξε πως για να υπάρξει πρόοδος και σταθερότητα σε μια κοινωνία, πρέπει να προστατεύονται το ίδιο όλα τα έννομα αγαθά και τα ανθρώπινα δικαιώματα κατά πάντα χρόνο και όχι η προστασία τους να εξαρτάται από τις μεταλλαγές, τον καιροσκοπισμό και τα ένστικτα της κοινωνίας. Φοβάμαι ότι η «πολιτικοποίηση» και η «σχετικοποίηση» των ανθρωπίνων δικαιωμάτων («έλα μωρέ, ναρκομανείς πόρνες είναι…») και η επίκληση της στάθμισης των αγαθών («μα πρέπει να προστατευθούν και οι άλλοι που πήγαν μαζί τους»…) είναι απόλυτα αποπροσανατολιστική. Διότι αφενός ο νόμος είναι σαφής. Και αφετέρου η υποβάθμιση της νομικής διάστασης του ζητήματος (που στην πραγματικότητα είναι η μόνη διάσταση) και η σκόπιμη «πολιτικοποίησή» του ανοίγει τους ασκούς του Αιόλου και επιτείνει την αβεβαιότητα ως προς την πορεία της πολιτείας μας. Μπορεί σήμερα να είναι οι ναρκομανείς οροθετικές ιερόδουλες που διαπομπεύονται και νομίζεις ότι δεν σε αφορά, καθώς πιστεύεις ότι δεν πρόκειται να σε αγγίξει αυτή η διαπόμπευση, αλλά αύριο τίποτα δεν σου εξασφαλίζει ότι δεν θα ακολουθήσει η διαπόμπευση κι άλλων. Ίσως, όπως έλεγε ο Μπρεχτ, να έρθει κάποτε και η σειρά σου, διότι η ομάδα στην οποία θα ανήκεις ή η ταμπέλα που θα έχεις λάβει, ακόμα και χωρίς τη θέλησή σου, δεν θα αρέσει στην ελίτ ή σε κάποια ομάδα αντίθετων ιδεών ή συμφερόντων από τα δικά σου. Και τότε, σε συνθήκες έντασης ή και σύγκρουσης ακόμα, κανένας δεν θα σταθεί πλάι σου να σε στηρίξει, αφού ο νόμος θα έχει προ πολλού καταλυθεί και η ύπαρξή σου θα εξαρτάται από τα καπρίτσια της στιγμής.

Αυτό που διαπράττει μερίδα της πολιτικής τάξης της χώρας είναι εγκληματικό: Εκμεταλλευόμενη τις μειωμένες πνευματικές άμυνες σε περιόδους κρίσης, δημιουργεί μια κουλτούρα κοινωνικού αυτοματισμού και σύγκρουσης των κοινωνικών ομάδων προς δικό της κοντόφθαλμο συμφέρον (κατά το «διαίρει και βασίλευε») παίζοντας με τη φωτιά.

Δεν ανήκω σε καμία οργάνωση ανθρωπίνων δικαιωμάτων και σε καμία μειονότητα. Είμαι και αισθάνομαι ένας απλός, σκεπτόμενος κοινωνικός άνθρωπος. Και το λέω αυτό διότι, η τήρηση του νόμου δεν είναι καθήκον μεμονωμένων ομάδων ή μόνο των νομικών, αλλά όλων των πολιτών. Μάλιστα, σύμφωνα με την ακροτελεύτια διάταξή του, η τήρηση του Συντάγματος και των θεμελιωδών αρχών του αποτελεί πρωταρχική υποχρέωση και επαφίεται στον πατριωτισμό μας. Όχι τον πρόσκαιρο, λαϊκίστικο «πατριωτισμό», αλλά εκείνον τον άδολο που εννοούσε ο συντακτικός νομοθέτης, τον πατριωτισμό που ενέπνευσε παλιότερα φωτισμένους ανθρώπους να αγωνιστούν για ένα καλύτερο μέλλον, για να ζούμε και να δημιουργούμε εμείς και τα παιδιά μας με στοιχειώδη ασφάλεια και αξιοπρέπεια τόσο σε εύκολους όσο και σε δύσκολους καιρούς.

Κατά τον Χατζιδάκι «όποιος δεν φοβάται το πρόσωπο του τέρατος, πάει να πει ότι του μοιάζει. Και η πιθανή προέκταση του αξιώματος είναι, να συνηθίσουμε τη φρίκη, να μας τρομάζει η ομορφιά». Φοβάμαι πως η διαπίστωση αυτή δεν απέχει πολύ από τις καταστάσεις που ζούμε.

* Ο Βασίλειος Α. Χατζηϊωάννου είναι λέκτορας του Τμήματος Νομικής του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα