Νέοι τρόποι επικοινωνίας και σύνδεσης στην εποχή του κορονοϊού
Ο αποκλεισμός φέρνει στην επιφάνεια όλα τα μέσα άμυνας που αναπτύξαμε ως παιδιά: όπως υπομονή αντοχή και ανθεκτικότητα σε δύσκολες συνθήκες
Λέξεις: Μαρία Παντελάκη
Βιώνοντας μια πανδημία κορονοϊού και εγκλεισμού, παρατηρούμε σημαντικές αλλαγές να εισβάλουν βίαια και ανατρεπτικά στη ζωή μας.
Ενώ ο προσωπικός μας χρόνος λόγω εγκλεισμού αυξήθηκε σημαντικά, όπως και ο διαθέσιμος χρόνος με τα μέλη της οικογένειας μας, μοιάζει αυτό σε πολλές περιπτώσεις να άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου, φέρνοντας στην επιφάνεια ένα πλήθος δυσαρμονιών στις σχέσεις που συχνά συνοδεύονται και από εκρήξεις ενδοοικογενειακής βίας. Η έντονη κοινωνική ζωή, το ευρύτερο φιλικό και εργασιακό περιβάλλον, χρόνος εκτός οικογένειας κάλυπτε συχνά τις όποιες δυσκολίες επικοινωνίας μεταξύ των μελών της οικογένειας και κρατούσε για χρόνια μια σχετική ισορροπία σχέσεων.
Ο επιβαλλόμενος ξαφνικός εγκλεισμός ως διέξοδο όλων αυτών των δυσκολιών μας οδήγησε σε μια καθημερινή αδιάκοπη ανταλλαγή πλήθους ηλεκτρονικών μηνυμάτων, δημιουργώντας μια νέα εικονική πραγματικότητα και ένα νέο εικονικό σύμπαν.
Η όλη εμπειρία του εγκλεισμού χαρακτηρίζεται από ένα διπλό παράδοξο συναίσθημα. Από τη μία, η αφόρητη πίεση να ζήσουμε υπό περιορισμό, και από την άλλη η αναζήτηση ενός οικείου τόπου, που θα συνυπάρχουμε και θα συναντιόμαστε με τους άλλους, (ένα καταφύγιο), ως μία απάντηση στην αυτή την απομόνωση και τη μοναξιά.
Αποκλεισμένοι από τους άλλους, αρχίσαμε να οχυρωνόμαστε ξανά μέσα σε ένα προσωπικό προστατευμένο σύμπαν, μια γυάλινη μήτρα (κάτι σαν την σπηλιά του Πλάτωνα), απελευθερώνοντας ταυτόχρονα από τα βάθη της ψυχής μας, πανάρχαιους φόβους, το φόβο της μοναξιάς, της εγκατάλειψης, του θανάτου.
Καθώς δεν μπορούμε πλέον να επιβεβαιώσουμε την ύπαρξη μας πλέον μέσα από τα «μάτια των άλλων», αρχίζουμε να αμφιβάλλουμε και για το αν υπάρχουμε, και νιώθουμε σιγά σιγά «αόρατοι», η σιωπή μας τρομάζει, ψάχνουμε να επιβεβαιώσουμε την ύπαρξή μας ανταλλάσσοντας άπειρα ηλεκτρονικά μηνύματα μεταξύ μας (αφού η έξοδος και η ανθρώπινη επαφή απαγορεύονται).
Αυτός ο αποκλεισμός από την επικοινωνία μοιάζει με μια μορφή κοινωνικού θανάτου, μια ύπουλη μορφή απόρριψης που πλήττει τη βασική μας ανάγκη να υπάρχουμε στις ζωές των άλλων και ταυτόχρονα να είμαστε αποδεκτοί από αυτούς «ΟΤΑΝ ΜΕ ΑΓΝΟΕΙΣ ΕΙΝΑΙ ΣΑΝ ΝΑ ΜΗΝ ΥΠΑΡΧΩ». (Williams, 2007)
Η αίσθηση ότι γινόμαστε αόρατοι ή ότι μας αγνοούν διακόπτει βίαια την σύνδεσή μας με τους άλλος και προκαλεί ψυχολογικό πόνο εφάμιλλο του σωματικού, όπως πονάμε όταν σπάμε ένα πόδι ή ένα χέρι, με τον ίδιο τρόπο νιώθουμε συντετριμμένοι όταν αισθανθούμε ότι δεν υπάρχουμε στα μάτια του άλλου.
Αμφιβάλλουμε για την ύπαρξή , για την αξία και τις ικανότητές μας. Αισθανόμαστε ότι χάνουμε τον έλεγχο, η φωνή μας δεν ακούγεται, ξαφνικά ο κόσμος χάνει το νόημα του και όλα μοιάζουν άσκοπα, μας πιάνει πανικός, ανυπομονησία και επιτακτική ανάγκη να διατηρήσουμε το δεσμό με τους άλλους ώστε να πάψουμε να υποφέρουμε.
Στο σημείο αυτό η σύγχρονη τεχνολογία έρχεται να μας βοηθήσει στην ανάκτηση της επικοινωνίας εκμηδενίζοντας χιλιομετρικές και κοινωνικές αποστάσεις. Η διαδικτυακή επικοινωνία φαντάζει πλέον ως το μόνο επιτρεπτό σωτήριο και «ασφαλές» μέσο επικοινωνίας.
Ο αποκλεισμός φέρνει στην επιφάνεια όλα τα μέσα άμυνας που αναπτύξαμε ως παιδιά: όπως υπομονή αντοχή και ανθεκτικότητα σε δύσκολες συνθήκες.
Η διαδικτυακή επικοινωνία μας παρέχει την δυνατότητα να παρουσιαζόμαστε με μια «ταυτότητα» που έντεχνα καλύπτει ότι δεν θέλουμε να «δουν» τα μάτια των άλλων, την ευαλωτότητα , τον φόβο της μοναξιάς, της εγκατάλειψης, του θανάτου και επιπλέον μας εξασφαλίζει τον έλεγχο του «τι» του «πως» και με «ποιο» κομμάτι του εαυτού μας θέλουμε να παρουσιαστούμε στους άλλους. Διατηρούμε μια «καλή εικόνα» μας προς το περιβάλλον με μια ελεγχόμενη ταυτότητα, (πράγμα ζωτικής σημασίας για την ψυχική μας ισορροπία), καταλήγοντας όμως δυστυχώς στην δημιουργία μιας περσόνας, μιας μάσκας.
Η ζωή μοιάζει με ένα διαρκές παιγνίδι ανασφάλειας, επιβεβαίωσης και ταυτότητας .
Επιλέγοντας την αδιάκοπη διαδικτυακή επικοινωνία παίζω ένα απελπισμένο παιγνίδι προσποίησης, με ένα προσωπείο ασφάλειας και ένα τρεμάμενο παιδί μέσα μου. «Σου μιλώ με γλυκόλογα φλυαρώντας. Σου λέω τα πάντα χωρίς να σου λέω κάτι και τίποτα που να με αποκαλύπτει, που να φανερώνει τι κλαίει μέσα μου».
Και όταν κάποτε όλα αυτά τελειώσουν ; τότε άραγε τι;;;
Θα μπορέσουμε να ξανακοιταχτούμε και να αγκαλιαστούμε έτσι όπως παλιά….να συνδεθούμε με τους άλλους γύρω μας όπως παλιά…; Ή αυτές οι αλλαγές θα παραμείνουν και θα εδραιωθούν στη ζωή μας επιφέροντας πλήθος μεταλλάξεων;
Μαρία Παντελάκη – Συστημική Οικογενειακή Θεραπεύτρια Δραματοθεραπεύτρια