Ο άλλος μου εαυτός
της Ειρήνης Περπερίδου Η κοινωνική κουζίνα, «ο άλλος μου εαυτός», όπως την λέει στην καρδιά του ο Κωνσταντίνος Πολυχρονόπουλος δημιουργήθηκε το Δεκέμβρη του 2011,στα πλαίσια του κινήματος των «Αγανακτισμένων» κάπου εκεί στη πλατεία Συντάγματος, στο πληγωμένο ιστορικό κέντρο των Αθηνών και πήρε το όνομα “Ο αλλος άνθρωπος”. Ο J.Brown είπε κάποτε ότι: «μερικές φορές η […]
της Ειρήνης Περπερίδου
Η κοινωνική κουζίνα, «ο άλλος μου εαυτός», όπως την λέει στην καρδιά του ο Κωνσταντίνος Πολυχρονόπουλος δημιουργήθηκε το Δεκέμβρη του 2011,στα πλαίσια του κινήματος των «Αγανακτισμένων» κάπου εκεί στη πλατεία Συντάγματος, στο πληγωμένο ιστορικό κέντρο των Αθηνών και πήρε το όνομα “Ο αλλος άνθρωπος”.
Ο J.Brown είπε κάποτε ότι: «μερικές φορές η καρδιά μπορεί να δει, αυτά που είναι αόρατα στα μάτια…» Άνθρωποι αφοσιωμένοι στο σκοπό της καθημερινής επιβίωσης και ανέλιξης, χαμένοι μέσα σε προγράμματα, δημοσιονομικούς στόχους και πλεονάσματα, σταμάτησαν να αισθάνονται, ξέχασαν να κοιτούν ονειρικά τον κόσμο και κάπως έτσι παραμέλησαν την ίδια τους την ύπαρξη, την σκόρπισαν σε ανούσια και δευτερεύοντα πράγματα. Υπάρχουν όμως άνθρωποι που μπρος στα κελεύσματα της εποχής μας κλείνουν τα αφτιά, παραμένοντας θερμοί ιδεαλιστές και επαναστάτες, σταθεροί στις αξίες και τα ιδανικά που έχουν επιλέξει και στο δρόμο που έχουν χαράξει. Αυτή η μερίδα, που ημέρα με την ημέρα μεγαλώνει δειλά-δειλά και κάνει τα πρώτα της βήματα, απαρτίζεται από πληθωρικούς ανθρώπους, που αγαπούν, δίνουν, δίνονται, μοιράζονται και μαθαίνουν· από ανθρώπους που το συναίσθημα ξεχειλίζει, περισσεύει και μοιράζεται απλόχερα σε όποια/ον τυχερό βρεθεί στη ζωή τους.
Με μάτια βουρκωμένα και παράλληλα τόσο εκφραστικά που να μαρτυρούν αλήθειες και βιώματα ο Κωνσταντίνος, αφηγείται ποια ήταν η απαρχή της κοινωνικής κουζίνας: «Ήμουν μια ημέρα στη λαϊκή αγορά των Εξαρχείων, στη Καλλιδρομίου και είδα δυο μικρά παιδιά να μαλώνουν για κάποια φρούτα που βρήκαν στα σκουπίδια εκεί κατάλαβα ότι έπρεπε να κάνω κάτι· και έτσι την επομένη πήγα σε μια λαϊκή αγορά πάλι στο κέντρο της Αθήνας, έστησα έναν αυτοσχέδιο πάγκο, έφτιαξα τοστ και προσπάθησα να τα μοιράσω στο κόσμο, στους διερχόμενους, σε όποιον περνούσε εκείνη την ώρα. Όμως, κανένας δεν έπαιρνε, εσύ θα έπαιρνες φαγητό από έναν ξένο τόσο εύκολα; Όχι, ακόμη και αν είχες ανάγκη. Εκείνη τη στιγμή ενστικτωδώς πήρα ένα τοστ από αυτά που έφτιαξα και ξεκίνησα να τρώω και κάπως έτσι μετά από αυτή μου την κίνηση ο κόσμος ξεθάρρεψε και άρχισε δειλά να πλησιάζει το πάγκο και να παίρνει από ένα. Μετά από αυτή τη πρώτη προσπάθεια σκέφτηκα πως θα μπορούσα να βελτιώσω το όλο εγχείρημα· πήγα και πήρα μια μεγάλη κατσαρόλα από τα συσσίτια και με τέσσερα ευρώ στη τσέπη πήγα να μαγειρέψω σε μια λαϊκή του κέντρου· ζητώντας από τον κάθε πάγκο που υπήρχε να δώσει ένα προϊόν του συγκέντρωσα μια μεγάλη ποσότητα υλικών, τα οποία τα χρησιμοποίησα στο φαγητό μου, ώστε να παραχθεί όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ποσότητα. Ενόσω μαγείρευα ο κόσμος περνούσε και με κοιτούσε με απορία και περιέργεια, μερικοί προθυμοποιήθηκαν να με βοηθήσουν κιόλας βλέποντας με μοναχό. Όταν το γεύμα ήταν έτοιμο, το μοίρασα στο κόσμο που υπήρχε εκείνη την ώρα στη λαϊκή, τριγύρω μου. Οι άνθρωποι έτρωγαν και μιλούσαν, αυτή ήταν η απαρχή της κοινωνικής κουζίνας και από τότε δεν σταμάτησα λεπτό».
«Η προσφορά δεν είναι ούτε φιλανθρωπία ούτε ελεημοσύνη, δεν λυπάμαι κανέναν στη ζωή μου, γιατί όπως εσύ δεν λυπάσαι τον εαυτό σου δεν χρειάζεται να λυπάσαι και τους άλλους».
Η αρχική ιδέα του Κωνσταντίνου έλαβε σάρκα και οστά, ταξίδεψε και ταξιδεύει ακόμη χάρις στη στήριξη και τη βοήθεια του κόσμου στις όμορφες γειτονιές του κέντρου της Αθήνας, σκορπώντας χαμόγελα και χαρά στους διερχόμενους, ομορφαίνοντας τη μουντή και γκρίζα εικόνα της πρωτεύουσας σε καιρούς μοναχικούς και περίεργους.
Και κάπως έτσι, μαζί με το ένα πιάτο φαγητό που μοιράζονται οι άνθρωποι, καταφέρνουν να μοιραστούν και κάτι άλλο, παραπάνω και πέρα από τα τετριμμένα και τα προφανή, μοιράζονται σκέψεις, προβληματισμούς, ανησυχίες, όνειρα, ιδέες, συναισθήματα, χαμόγελα, εμπειρίες και πάνω από όλα στιγμές. Καταφέρνουν δηλαδή να επικοινωνήσουν, να πάρουν έστω και μια μικρή δόση «της αυλής» που πρόλαβε ο Κωνσταντίνος: συγκεντρώνονταν όλες οι οικογένειες της γειτονιάς και κάθε μια έφερνε ότι φαγητό είχε -εάν είχε- διαθέσιμο και αφού το μοίραζαν έτρωγαν όλοι μαζί, μιλούσαν, διασκέδαζαν, χόρευαν.
«Γιατί το γεύμα που κάνουμε στη κοινωνική κουζίνα είναι ίδιο με το γεύμα που κάνουμε όταν γιορτάζουμε. Είναι χαρά και γιορτή».
Η όμορφη και συνάμα ξεχωριστή ιδέα του Κωνσταντίνου, εξαπλώθηκε με επιτυχία και σε άλλες πόλεις της χώρας: στη Θεσσαλονίκη, στο Βόλο, στη Σαλαμίνα και καθημερινά μεγαλώνει και εξελίσσεται κυρίως με τη δική μας βοήθεια, με την προσφορά, την αγάπη και την αλληλεγγύη μας. Γιατί όπως όλα στη ζωή, έτσι και ο «άλλος μου εαυτός- η κοινωνική κουζίνα» χρειάζονται πρωτίστως αγάπη και συγκεκριμένα την δική μας αγάπη, τον δικό μας μοναδικό και ξεχωριστό τρόπο που αγαπάμε και βιώνουμε τα γεγονότα. Όραμα του να συνεχίσει τα μακρινά και όμορφα ταξίδια σε όλη τη χώρα, με μόνο σκοπό το ταξίδι- την περιήγηση και όχι τον προορισμό.
«Αν το κρατάς μέσα σου δεν είναι τίποτα, όταν μπορείς να το μοιραστείς γίνεται κάτι , τότε μόνο μπορείς να δεις πιο καθαρά»
Ο αρχικά άγνωστος κύριος Πολυχρονόπουλος και στη συνέχεια απλά ο Κωνσταντίνος, είναι ένας από εμάς, ένας άνθρωπος που περπατά διπλά μας στο δρόμο, αλλά συνάμα είναι και ένας άνθρωπος που ζει για τους άλλους ανθρώπους. Έχει μάθει να ζει με τους φόβους του, να τους κοιτά κατάματα, να παλεύει και να δουλεύει σκληρά, γιατί όπως μου εκμυστηρεύτηκε όλα στη ζωή είναι προϊόντα προσωπικής δουλείας και κόπου, αρχικά με τον εαυτό μας και μετά με τους υπόλοιπους.
Μπορεί να είναι δύσκολοι καιροί για πρίγκιπες και πριγκίπισσες ή για καλογραμμένα παραμύθια με χρυσά γράμματα και αίσιο τέλος. Αυτό όμως δεν μας πτοεί διόλου από το να μαχόμαστε καθημερινώς γι’ αυτά που αγαπάμε, για τις ιδέες και τα πράγματα που θεωρούμε άξια προς μίμηση και διεκδίκηση. Έχοντας ως σύμμαχο τη γνησιότητα της ψυχής μας και τη ζέση του χαρακτήρα μας όλα είναι δυνατά σε τούτο το μικρό μα συνάμα γλυκό κόσμο. «Γιατί η περιέργεια είναι αυτή που σκότωσε τη γάτα, αλλά και αυτή που πήγε τον άνθρωπο στο φεγγάρι…»