Ο Αύγουστος είναι ο μήνας της Σωτηρίας, στις 22 γεννήθηκε, στις 27 αναχώρησε
Ο Θωμάς Κοροβίνης γράφει για την κορυφαία ερμηνεύτρια του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού μας
Σαν σήμερα, στις 27 Αυγούστου 1997, πέθανε στην Αθήνα σε ηλικία 76 ετών η Σωτηρία Μπέλλου, κορυφαία ερμηνεύτρια του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού και μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της μουσικής μας γενικότερα. Έτσι έληξε η πολυτάραχη μα πλούσια ζωή της κι έτσι κατέληξε η τριετής και πλέον οδυνηρή περιπέτεια της υγείας της, που της κόστισε, ανάμεσα σε πολλούς άλλους εξευτελισμούς, πόνους και διασυρμούς και την απώλεια της πιο ακριβής της περιουσίας, της ανεπανάληπτης φωνής της.
Η είδηση του θανάτου της Μπέλλου έκανε αίσθηση στο πανελλήνιο αλλά και στο εξωτερικό, ιδιαίτερα, όμως, συγκλόνισε τους χιλιάδες για πολλές δεκαετίες φανατικούς θαυμαστές της και τους ένθερμους υποστηρικτές του ρεμπέτικου τραγουδιού.
Η όψιμη, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’40 καθιέρωσή της και η αξιολόγησή της από τους ειδικούς σαν μία από τις αντιπροσωπευτικότερες, αν όχι η εξέχουσα γυναικεία φωνή του ρεμπέτικου, η συνεχής -με ελάχιστα αναγκαστικά κι όχι ηθελημένα διαλείμματα- παρουσία της στο πάλκο, η δυναμική και αγωνιστική καλλιτεχνική της υπόσταση, η πληθωρική με τεράστια απήχηση δισκογραφική της εργασία, το δημιουργικό της άνοιγμα προς τη σχολή των νεώτερων, των «μοντέρνων», όπως τους έλεγε, τραγουδοποιών, που σημασιοδοτεί την αρχή της νέας πορείας της μετά το ’73 και διευρύνει τη δημοτικότητά της, συντέλεσαν στη δημιουργία ενός ζωντανού μύθου του ελληνικού τραγουδιού.
Η συμβολική τιμητική παρουσία στην κηδεία της τεσσάρων μόνο καλών τραγουδιστριών της παλιάς, της αμέσως επόμενης φρουράς, που τη διαδέχτηκε στο λαϊκό τραγούδι, η παντελής απουσία τραγουδιστών του νεώτερου τραγουδιού και η απαξίωση έστω και του ταπεινότερου μπουζουκιού της χώρας να συνοδεύσει την εκφορά της και να την τιμήσει στην τελευταία παράσταση, είναι στοιχεία που προσδιορίζουν ως δείγματα ή ως προγνωστικά την κοινωνική ατμόσφαιρα μιας καινούργιας εποχής στη χώρα μας, όπου το γεγονός της στερνής περιπέτειας και της απώλειας ενός σημαντικού καλλιτέχνη προκαλεί στους ομοτέχνους του αισθήματα απάθειας ή συμπλέγματα αμηχανίας είτε και μειονεκτικού σνομπισμού.
Ούτε, βέβαια, η ηθικολογικής, πουριτανικής προέλευσης επισήμανση και κατάκριση των τρωτών της σημείων, όπως από πολύ παλιά αποκάλυψε η δημόσια εικόνα που επέτρεψε γενναία η ίδια η Μπέλλου να διαμορφωθεί χωρίς την παραμικρή διάθεση απόκρυψης ή καμουφλαρίσματος, αυτών, δηλαδή, που εντελώς αβασάνιστα θα μπορούσαν να εκληφθούν ως κοινωνικά ελαττώματα, οι δυστροπίες της, το πάθος της με τα τυχερά παιχνίδια, τα ερωτικά της γούστα, θα έδινε άλλοθι στη συναδελφική -πλην ελαχίστων εξαιρέσεων- αλλά και τη γενικότερη αδιαφορία και αίσθηση εγκατάλειψης, που εισέπραξε αυτή η προικισμένη δημιουργός και αναντικατάστατη ερμηνεύτρια.
Τα βασικά στοιχεία που συνθέτουν την ερμηνευτική προσωπικότητα της Μπέλλου είναι η πλατειά γκάμα, ο ακριβέστατος τονισμός των λέξεων, η κοφτή εκφορά των καταλήξεων, τα πλούσια φυσικά φωνητικά της προσόντα, η εντυπωσιακή έκταση και το μεγάλο βάθος της φωνής, ο σίγουρος, ζωηρός, επιβλητικός, παλικαρίσις τόνος. Πέρα και πάνω απ’ αυτά έχει εφεύρει και καλλιεργήσει ένα ιδιόμορφο προσωπικό τρόπο για να ερμηνεύσει τα τραγούδια, που της εμπιστεύτηκαν οι σημαντικότεροι λαϊκοί μας συνθέτες, έναν τρόπο που συνδυάζει τη βυζαντινότροπη ψαλτική με την αγέρωχη μαγκιά.
Η Σωτηρία με το τραγούδι της εκφράζει μ’ έναν βαθύ, σπαρακτικό καημό, τα προαιώνια παράπονα της φυλής μας, παντρεύει ένα θηριώδες αδάκρυτο παράπονο μαζί με μιαν ιερή αγανάκτηση και απαίτηση για δικαίωση. Δεν υπάρχει λαϊκό τραγούδι, που να το τραγούδησε η Μπέλλου και να το απέδωσε εκφραστικότερα άλλος τραγουδιστής.
Με πιο χαρακτηριστική, τόσο για την ίδια και για τον συνθέτη, όσο και για το λαϊκό τραγούδι, τη συνεργασία της με τον Βασίλη Τσιτσάνη για τριανταέξι χρόνια -με ένα μεγάλο διάλειμμα-, η Μπέλλου συνεργάστηκε είτε στη δισκογραφία είτε στο πάλκο με όλους τους σημαντικούς λαϊκούς συνθέτες, τον Βαμβακάρη, τον Χατζηχρήστο, τον Παπαϊωάννου, τον Καπλάνη, τον Καλδάρα, τον Μητσάκη, τον Μπαγιαντέρα, τον Χιώτη, τον Λαύκα, τον Τζουανάκο, τον Λαβίδα, τον Περιστέρη, τον Ροβερτάκη, τον Κλουβάτο, και με μερικούς από τους καλύτερους της νεώτερης γενιάς, τον Κουνάδη, τον Μούτση, τον Σαββόπουλο, τον Ανδριόπουλο, τον Λάγιο.
Η Μπέλλου ήταν η πρώτη γυναίκα που αξίωσε μια ισότιμη θέση στο χώρο του τραγουδιού ανάμεσα στους συνεργάτες της δεκαετίας του ’40 και του ’50. Πάλεψε δυναμικά για να κερδίσει μια πρωταγωνιστική θέση μέσα σ’ έναν κόσμο σκληροτράχηλης ανατολίτικης ανδροκρατίας. Πρώτη αυτή “έπιασε” καρέκλα στο λαϊκό πάλκο, που ήταν μέχρι τότε κατοχυρωμένο αποκλειστικά για άνδρες καλλιτέχνες κι αυτή η επαναστατική της πράξη έδειξε το δρόμο και για άλλες σύγχρονές της τραγουδίστριες, όπως η Χασκίλ, η Νίνου και η Χρυσάφη.
Η πορεία της Σωτηρίας Μπέλλου είναι ένα παράδειγμα μαρτυρικής αλλά αποτελεσματικής – αφού την δικαιώνει – περιπλάνησης.Η βιογραφία της σημαδεύεται από συνέπεια στην τοποθέτηση και στην πρακτική της, η ζωή της είναι εκρηκτική και απαιτητική με στόχους την απόλυτη αίσθηση ελευθερίας, την αυτονόμηση απέναντι στους θεσμούς και τις κοινωνικές δεσμεύσεις, την ελευθερία των ερωτικών επιλογών, την εφαρμογή της κοινωνικής δικαιοσύνης, τη δημιουργία μιας, το δυνατόν, προσωπικής και όχι δανεικής ταυτότητας και την καταξίωση του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού. Μαρμάρινη και απέριττη στο πάλκο υπέβαλε το δέος και δίδασκε το αυθεντικό ήθος.
Η Σωτηρία ανέτρεψε με τη στάση της στο τραγούδι την καθιερωμένη αντίληψη ότι η γυναίκα -και δη η τραγουδίστρια- είναι ένα ετεροκαθοριζόμενο επιδεικτικό και ματαιόδοξο καλλωπισμένο οντάριο. Γυναίκα και άντρας μαζί, διεκδικητική ως προς την πραγματοποίηση των ιδανικών της και μαχητική απέναντι στις δοκιμασίες της μοίρας, τόσο της προσωπικής της, όσο και της μοίρας του λαού μας, ιδιότυπη πρώιμη φεμινίστρια, κυκλοφόρησε ανάμεσά μας όχι αδιάβροχη και ψευτομυστηριώδης ντίβα του πενταγράμμου και των σαλονιών αλλά γήινη, τόσο περιθωριακή όσο και κοινωνική, τόσο “αλήτισσα” όσο και “μάνα” μας.
Ταυτισμένη με τη ρωμαλέα πλευρά της ελληνικής φυσιογνωμίας κατέκτησε και την εποχή της και την καρδιά μας, μας κληροδότησε ένα λαμπρό και μοναδικό δημιουργικό έργο και κέρδισε με το σπαθί της – κόντρα στους κατά καιρούς κακοήθεις διώκτες της – μια κυρίαρχη θέση στο Πάνθεον των μεγάλων δημιουργών του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού.