Ο χαμός στις Εφορίες

22 ευρώ. Αυτό ήταν το ποσό που έπρεπε να πληρώσω για τα τέλη κυκλοφορίας του δικύκλου μου για το 2012. Το θυμήθηκα την τελευταία εργάσιμη ημέρα του 2011, 110 χιλιόμετρα μακριά απ’ το χαρτί της Εφορίας. Ευτυχώς, το Υπουργείο Οικονομικών είχε ήδη ανακοινώσει παράταση για την προμήθεια του σήματος. Σηκώθηκα χαράματα της πρώτης εργάσιμης ημέρας […]

Χριστίνα Ταχιάου
ο-χαμός-στις-εφορίες-8709
Χριστίνα Ταχιάου
1.jpg

22 ευρώ. Αυτό ήταν το ποσό που έπρεπε να πληρώσω για τα τέλη κυκλοφορίας του δικύκλου μου για το 2012. Το θυμήθηκα την τελευταία εργάσιμη ημέρα του 2011, 110 χιλιόμετρα μακριά απ’ το χαρτί της Εφορίας. Ευτυχώς, το Υπουργείο Οικονομικών είχε ήδη ανακοινώσει παράταση για την προμήθεια του σήματος.

Σηκώθηκα χαράματα της πρώτης εργάσιμης ημέρας του 2012 και πήγα σε μια από τις πολλές τράπεζες που βρίσκονται σε απόσταση ελάχιστων μέτρων απ’ το σπίτι μου. Δεν είχαν πια σήματα, είπαν, και δεν μπορούσαν να με εξυπηρετήσουν. Μόνο στην Εφορία, πια. Τα ίδια κι οι δίπλα τους, κι οι απέναντί τους. Είδα κι απόειδα, κι άρχισα να αποδέχομαι τη σκέψη ότι θα πρέπει να πάω στην Εφορία για το σήμα. Χρειαζόμουν, όμως, χρόνο για να επεξεργαστώ μέσα μου την αποδοχή αυτή.

Κι αυτό επειδή είδα πολλά ρεπορτάζ με ουρές δεκάδων μέτρων και ορόφων από απελπισμένους πολίτες που έσπευδαν να παραδώσουν πινακίδες και να προμηθευτούν σήματα μέσα στις μέρες της παράτασης. Χόρτασα παράπονα φορολογουμένων και γκρίνιες εφοριακών επειδή δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν τόσο κόσμο. Συμπόνεσα τους ρεπόρτερ που τρέχουν απ’ τα αξημέρωτα για να προλάβουν τους πρώτους ταλαίπωρους και κόντεψα να κλάψω σκεπτόμενη τον εαυτό μου να κάθεται σ’ ένα βρωμερό σκαλοπάτι μ’ ένα χαρτάκι στο χέρι με το μαγικό νούμερο της σειράς που θα με στείλει στο γραφείο του υπαλλήλου. Ρώτησα πονηρά τη μητέρα μου αν είχε καμιά δουλειά στην Εφορία αυτές τις μέρες, αλλά με διαβεβαίωσε ότι ήταν σε όλα της συνεπής και δεν είχε ανάγκη τις παρατάσεις σαν και μένα. Σκέφτηκα να δωροδοκήσω κάποιον για να σταθεί στην ουρά για λογαριασμό μου αλλά το θεώρησα ασύμβατο με την οικονομική μου κατάσταση. Όλη την πρώτη εβδομάδα του έτους σκεφτόμουν εκείνο το πρωϊνό που επιτέλους θα αποφάσιζα να πάω στην Εφορία.

Άφησα τη Δευτέρα της δεύτερης εβδομάδας να περάσει. Την Τρίτη, πήρα την απόφαση να πάω. Έφτασα στην Η’ ΔΟΥ γύρω στις 12, σκεπτόμενη πονηρά ότι ίσως βρω κάποιον απελπισμένο να μου δώσει το χαρτάκι του. Στο κτίριο επικρατούσε ανεξήγητη ησυχία. Έφτασα στο σχετικό γραφείο κι άνοιξα την πόρτα έτοιμη να έρθω σε επαφή με ορδές βαρβάρων που μαλώνουν μεταξύ τους και με τους εφοριακούς. Για μεγάλη μου έκπληξη, είδα τέσσερα άτομα να εξυπηρετούνται. Σάστισα. Είδα, όμως, κι ένα χαρτί που ενημέρωνε ότι χρειάζεται κι η άδεια κυκλοφορίας κι έφυγα, καθώς η ανευθυνότητά μου με είχε εμποδίσει να σκεφτώ ότι πιθανόν να χρειάζεται και δεν την είχα μαζί μου.

Πήγα το επόμενο πρωί, σίγουρη ότι «το πρωί γίνεται χαμός». Ακόμη μεγαλύτερη έκπληξη: δεν υπήρχε κανείς πριν από μένα, μόλις 2-3 μέρες πριν τη λήξη της παράτασης! Οι υπάλληλοι ήταν ευγενικοί, ακριβείς και πρόθυμοι να εξυπηρετήσουν. Σοβαρολογώ. Το έχω διαπιστώσει κι άλλες φορές: στην Η’ ΔΟΥ, και κόσμο να έχει, το προσωπικό ξέρει να φέρεται. Εξυπηρετήθηκα σε λιγότερο από 5 λεπτά, ευχαρίστησα κι έφυγα.

Είδα κι άλλους φορολογούμενους να καταφτάνουν με άγριες διαθέσεις και να σαστίζουν διαπιστώνοντας ότι αυτό που περίμεναν δε συμβαίνει. Αργότερα, διάβασα σε κάποιο site ακόμη ένα ρεπορτάζ περί αυξημένης κίνησης στις ΔΟΥ (χωρίς εξαίρεση), νεύρων των φορολογουμένων κι άγχους των υπαλλήλων. Σκέφτηκα να στείλω απάντηση, αλλά ποιος θα με πίστευε; Αφού το λέει κι η τηλεόραση ότι «γίνεται χαμός».

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα