Ο φριχτός θάνατος της Αύρας Γρηγορίου σημάδι της πολιτικής μας εξουθένωσης
Πώς άραγε φτάσαμε ως κοινωνία να βλέπουμε απαθείς ανθρώπους να αυτοπυρπολούνται λέγοντας: «Δεν είχα ούτε να φάω»;
Λέξεις: Μάνος Λαμπράκης
Το σώμα που πυρπολείται στο κέντρο της πρωτεύουσας δεν είναι μια μεμονωμένη πράξη απόγνωσης. Είναι η ίδια η εικόνα της πολιτικής μας εξουθένωσης. Η αυτοπυρπόληση της 67χρονης δημοσιογράφου στην Αίγλη Ζαππείου δεν είναι ατύχημα ούτε «τραγικό περιστατικό» όπως το αποκαλούν οι επίσημες ανακοινώσεις. Είναι το κατηγορητήριο μιας κοινωνίας που απέβαλε τη δυνατότητα της αλληλεγγύης και κράτησε μόνο τον σκελετό του θεάματος. Η πόλη, γεμάτη φώτα και κλιματισμένους χώρους πολιτισμού, παρακολουθεί ένα σώμα να γίνεται δάδα και δεν έχει τίποτα να πει.
Η κρατική διαχείριση της φτώχειας και της μοναξιάς έγινε ένα νέο είδος πειθαρχίας, όπου ο αδύναμος δεν είναι πλέον κοινωνικός πολίτης, αλλά βιολογικό κατάλοιπο. Η φράση της γυναίκας, «δεν είχα ούτε να φάω», είναι η πιο ειλικρινής πολιτική δήλωση που ακούστηκε στην Αθήνα τα τελευταία χρόνια. Η πράξη της διαλύει την ψευδαίσθηση ενός κράτους πρόνοιας που υπάρχει μόνο ως αφήγημα στα δελτία τύπου και στους επικοινωνιακούς λόγους. Το πολιτικό καθεστώς μετατρέπει την επιβίωση σε διαπραγματεύσιμο αγαθό, αφήνοντας το πιο ανθρώπινο αίτημα — «να μπορώ να ζήσω» — να καταλήγει σε φλόγα.
Στην ορθόδοξη μνήμη, η φωτιά είναι πάντοτε διπλή: κάθαρση και κρίση. Ο Χριστός είπε «πῦρ ἦλθον βαλεῖν ἐπὶ τὴν γῆν» (Λουκ. 12:49). Όμως εδώ δεν πρόκειται για τη φλόγα της αγάπης, αλλά για την πυρκαγιά μιας κοινωνίας που έχει ήδη αποσυντεθεί. Όταν το κοινωνικό σώμα δεν μπορεί να δώσει ένα κομμάτι ψωμί σε εκείνον που το υπηρέτησε δεκαετίες μέσα από τη δημοσιογραφία, τότε δεν έχει αποτύχει απλώς, έχει μετατραπεί σε μηχανισμό που αποβάλλει τους ανθρώπους σαν περιττή ύλη. Το «ἐν ἐλαχίστοις τούτοις» (Ματθ. 25:40) δεν είναι πια ρήση, αλλά ειρωνεία. Η γυναίκα αυτή έγινε άθελά της μάρτυρας μιας πολιτικής αδιαφορίας που δεν σκοτώνει με όπλα αλλά με παραλείψεις, με «ανικανότητες», με «δεν υπάρχουν πόροι». Το σώμα της που καίγεται, μπροστά από έναν χώρο συμβολικό της αστικής ευμάρειας, δείχνει το χάσμα ανάμεσα στη θεσμική αυτοϊκανοποίηση και στην πραγματική βιολογική απόγνωση. Ο πολιτισμός της πόλης έχει μετατραπεί σε σκηνικό, όπου η πραγματική τραγωδία συμβαίνει έξω από το κάδρο.
Η φωτιά αυτή είναι μια μυστική ερώτηση που απευθύνεται στην καρδιά της πόλης: ποια είναι η αξία μιας κοινωνίας όταν επιτρέπει σε μια γυναίκα να καταλήγει στη φωτιά, επειδή το σύστημα που οικοδομήσαμε δεν μπόρεσε να της δώσει ούτε το ελάχιστο; Η απάντηση δεν θα δοθεί στα κοινοβούλια ούτε στις τηλεοπτικές αναλύσεις· θα δοθεί εκεί όπου το βλέμμα δεν αντέχει να σταθεί: στην αδυναμία μας να ζήσουμε μαζί, να προστατεύσουμε τον άλλο ως πρόσωπο, όχι ως στατιστικό δεδομένο.
Η αυτοπυρπόληση αυτή είναι το έσχατο πολιτικό κήρυγμα. Μια καινή Πεντηκοστή της απελπισίας, που αντί να δίνει ζωή, αποκαλύπτει ότι έχουμε αποδεχθεί τη σιωπηλή καύση του ανθρώπου ως μέρος της «κανονικότητάς» μας. Και αυτό είναι το μεγαλύτερο μας έγκλημα.
*Ο Μάνος Λαμπράκης είναι θεατρικός συγγραφέας, δραματουργός και μεταφραστής.