Ο Γκορμπατσόφ που γνώρισα
Η Μαρία Τσαντσάνογλου σε μια συγκλονιστική μαρτυρία για τον Μίσα
Η Μαρία Τσαντσάνογλου, διευθύντρια του Momus σε μια συγκλονιστική μαρτυρία για το Γκορμπατσόφ:
Για τον Μιχαήλ Σεργκέγεβιτς Γκορμπατσόφ μπορώ να γράψω πολλές προσωπικές αναμνήσεις. Ένιωθα και εξακολουθώ να νιώθω γι αυτόν μια μεγάλη συμπάθεια και εκτίμηση, παρόλο που ξέρω πολύ καλά πως σε πολλά μέτωπα απέτυχε. Δεν εννοώ ότι απέτυχε να κρατήσει την ενότητα της Σοβιετικής Ένωσης μια Ένωσης που από καιρό είχε διαφανεί ότι δεν έχει μέλλον.
Τότε είχα κάπως δαγκωθεί αλλά σήμερα καταλαβαίνω πως ιδίως οι Βαλτικές που – μαζί με τη Μολδαβία – προσαρτήθηκαν τελευταίες στην Ένωση ποτέ δεν χάρηκαν γι’ αυτόν τον γάμο με το στανιό.
Απέτυχε να βρει τρόπους να επανεκκινήσει την συσσωρευτικά κατεστραμμένη οικονομία που λειτουργούσε από κεκτημένη ταχύτητα και με την ληστρική βαναυσότητα της μαφίας, απέτυχε να κόψει με το μαχαίρι την εξουθενωτική και ανεξέλεγκτα αυταρχική γραφειοκρατία. Όμως την εποχή του β’ μισού της δεκαετίας του 1980, όμοια μ’ εκείνη του α’ μισού της δεκαετίας του 1920 συντελέστηκε στην σοβιετική Ρωσία ένα θαύμα: καταγράφηκε ως μία από τις πιο ελεύθερες εποχές για τις τέχνες και τα γράμματα στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Οι καλλιτέχνες και ο πνευματικός κόσμος έδωσαν τα καλύτερα αποτελέσματά τους. Η πρωτοπορία, η ελεύθερη σκέψη, οι νέες μουσικές, τα καλλιτεχνικά κοινόβια, οι διαδηλώσεις χωρίς φόβο, πήγαν τη Ρωσία μπροστά παρά την τεράστια οικονομική κρίση, τα άδεια μαγαζιά και τον ανεξέλεγκτο πληθωρισμό.
Η περεστρόικα και η γκλάσνοστ του Γκορμπατσόφ ήταν ο ρομαντικός λόγος που αποφάσισα να πάω στη Σοβιετική Ένωση και να μελετήσω την ρωσική πρωτοπορία, ένα θέμα, έως πρόσφατα τότε, ακόμα απαγορευμένο.
Τον Μιχαήλ Σεργκέγεβιτς τον γνώρισα. Έγινε κατά κάποιο περίεργο καρμικό τρόπο «οικογενειακός» φίλος. Συναντηθήκαμε ιδιωτικά σε φιλικά σπίτια, μαγειρέψαμε και φάγαμε, ήπιαμε κρασί, μιλήσαμε με κάθε ειλικρίνεια. Ήρθε στην Ελλάδα, δεν πρόλαβε να χτίσει το «μικρό σπιτάκι στην Αντίπαρο» που ήθελε η Ραϊσα σε περίπτωση που νικούσε την λευχαιμία. Δεν τα κατάφερε κι ο Μιχαήλ Σεργκέγεβιτς κατέρρευσε. Μιλούσε ακατάπαυστα αλλά αν τον διέκοπτες σταματούσε αμέσως για να σε ακούσει.
Άκουγε, αλλά έκανε το δικό του. “Αν τον αγαπάτε, πείτε του να μην βάλει υποψηφιότητα στις προεδρικές εκλογές», μας έλεγε η ΡαΪσα το 1996, με το χέρι της παράλυτο από το εγκεφαλικό που είχε πάθει στο αποτυχημένο πραξικόπημα του 1991. Σήμερα ξέρουμε πως αυτή η ελευθερία έχει σκληρό τίμημα.
Μπορώ να γράψω πάρα πολλά, έχω την προσωπική μου άποψη για τον Μιχαήλ Σεργκέγεβτις, μια άποψη που προκύπτει από βιώματα και από την κοινή ζωή με τους ρώσους φίλους μου. Υπάρχουν λαϊκιστές, ακροδεξιοί, ακροαριστεροί, συνωμοσιολόγοι, εθνοπατριώτες, σταλινικοί, παλαιομαρξιστές, τροτσικιστές και πολλοί άλλοι που μπορεί να έχουν την δική τους άποψη.
Εγώ έχω την δική μου και είναι ξεκάθαρη. Συμπαθώ και εκτιμώ τον Γκορμπατσόφ για την φιλειρηνική του πολιτική, για τον ανθρωπισμό του, για την γκλάστνοστ, για την (έστω αποτυχημένη) περεστρόικα. Ήμασταν με τον Ίγκορ στη διάλεξη του Ντεριντά στη Μόσχα το 1990. Ένα από τα απρόσμενα θέματα που ανέπτυξε στο περιθώριο της ομιλίας του ήταν το δίδυμο Περεστρόικα και Αποδόμηση. https://www.goodreads.com/…/20433593-jacques-derrida-in…
Από τα αυτοβιογραφικά μου κείμενα, θα παραθέσω ένα μικρό απόσπασμα κι ας μείνω προς το παρόν σ΄αυτό.
«… Η χαλάρωση στην διέλευση των συνόρων ήρθε με την περεστρόικα. Μαζί όμως ήρθε και η οικονομική καταστροφή της Σοβιετικής Ένωσης, η ανεξέλεγκτη πλέον διαφθορά και η μαύρη αγορά. Εάν το 1987 ξεκινούσε μια σοβαρή και μαζική πολιτική επιχείρηση επανόρθωσης της οικονομίας, τότε θα ήταν διαφορετικά τα πράγματα σήμερα. Όμως καμμία προσπάθεια δεν καρποφόρησε. Ο Γκορμπατσόφ είχε πεισθεί ότι η υπερκατανάλωση βότκας προκαλεί μείωση της εργατικής απόδοσης και εφάρμοσε αυστηρούς νόμους ποτοαπαγόρευσης. Το αποτέλεσμα ήταν να γεμίσουν τα ράφια σόδες και ο κόσμος να αποκαλεί τον Γκορματσόφ αντί Γενικό (Generalnyi) Γραμματέα, Μεταλλικό (Mineralnyi) Γραμματέα. Όμως η βότκα απέδιδε πολύ υψηλά έσοδα στον κρατικό προϋπολογισμό, τα οποία χάθηκαν. Ο κόσμος άρχισε να φτιάχνει «σαμογκόν», δηλ. αυτοσχέδιες βότκες που πολλές φορές ήταν επικίνδυνες για την υγεία. Οι συμφωνίες αφοπλισμού απέβλεπαν στην μετατροπή των πολεμικών εργοστασίων σε εργοστάσια παραγωγής καταναλωτικών ειδών. Αντί για τανκς και χειροβομβίδες, άρχισαν να κατασκευάζουν τσαγιέρες και καλοριφέρ χωρίς όμως να έχουν κάνει προηγουμένως σωστές μελέτες σχεδιασμού, εργονομίας κλπ. με αποτέλεσμα χιλιάδες προϊόντα να χαρακτηριστούν ελλατωματικά και να καταστραφούν. Σαν ενθύμιο της εποχής αυτής, έχω κρατημένη μια κυλιόμενη ραφιέρα τηλεόρασης, οι ρόδες της οποίας είναι εξαιρετικής ακρίβειας και προέρχονται από κάποιο φορητό στρατιωτικό εργαλείο ενώ οι τρεις γυάλινες επιφάνειες που ζυγίζουν περίπου 20 κιλά η κάθε μία, είχαν αρχικά κατασκευαστεί ως τζάμια για παράθυρα βομβαρδιστικών MIG. Όσες τηλεοράσεις και ν’ αλλάξω ένα είναι σίγουρο. Το τραπεζάκι μου, παρόλο που λόγω βάρους δεν είναι και τόσο πρακτικό, δεν έχει να φοβηθεί τίποτα. Ο Γκορμπατσόφ αρχικά επιχείρησε να εφαρμόσει μια οικονομική πολιτική αντίστοιχη με την Νέα Οικονομική Πολιτική του Λένιν. Εφάρμοσε, λανθασμένα όπως αποδείχτηκε, το σύστημα της αυτοδιαχείρισης επιλεγμένων εργοστασίων και επιχειρήσεων με σκοπό να δημιουργήσει σταδιακά μια ελεγχόμενη οικονομία αγοράς. Ο Κρατικός Σχεδιασμός (Gosplan) δεν μπορούσε ούτε να ρυθμίσει ούτε καν να ελέγξει πλέον την ισοδυναμία χρημάτων – αγοράς. Τα χρήματα ήταν πολλά και τα προϊόντα λίγα. Οι εργαζόμενοι στην αυτοδιαχείριση τριπλασίασαν τους μισθούς τους, μείωσαν την παραγωγή και δεν έκαναν υγιή διαχείρισή της παρά φρόντιζαν να την διαχέουν στην μαύρη αγορά. Ο πληθωρισμός είχε αρχίσει να γίνεται ανεξέλεγκτος και αυτό συνεχίστηκε και μετά τον Ιανουάριο του 1991, όταν ο Υπουργός Βαλεντίν Πάβλοφ επιχείρησε την τελευταία μεταρρυθμιστική προσπάθεια εκτύπωσης νέων χαρτονομισμάτων. “Δεν έχουμε οικονομία, έχουμε όμως θέατρο”, μου έλεγε μια κοπέλα που εκείνη την εποχή δούλευε στο πολύ γνωστό θέατρο Ταγκάνκα της Μόσχας. “Ο πλούτος μας είναι ο πολιτισμός μας.” Μια φράση παρηγοριάς σε εποχές κρίσεων. Γιατί ο πολιτισμός είναι κοινωνικό αγαθό και όχι εμπορεύσιμο είδος ή – τουλάχιστον – δεν είναι είδος που μπορεί να αποσκοπεί σε μεγάλη οργανωμένη οικονομική κερδοφορία. Αν αυτό συμβεί, χάνεται ένα μέρος της πρωτογενούς πολιτιστικής του αξίας. Κάτι τέτοιο δεν συνέβη στη Ρωσία για πολλά χρόνια. Γι αυτό οι τέχνες άνθισαν αγνοώντας τις δυσκολίες και τις απαγορεύσεις. Γι αυτό οι Ρώσοι έως σχετικά πρόσφατα, διατηρούσαν ένα από τα πιο υψηλά επίπεδα μόρφωσης στον κόσμο.
Η ρωσική τέχνη στα τέλη της δεκαετίας του 1980 είχε αρχίσει ήδη να απολαμβάνει το ενδιαφέρον μιας μερίδας της δυτικής αγοράς. Στη Δύση η περεστρόικα έγινε πολύ γρήγορα μόδα. Τα ψυχαγωγικά περιοδικά αρχίζουν να δημοσιεύουν ολοένα και συχνότερα άρθρα με θέματα από την σοβιετική ζωή και οι γραφίστες τα παρουσιάζουν με κακές απομιμήσεις της αισθητικής του κονστρουκτιβισμού: Τετραγωνισμένα γράμματα, χρώματα κόκκινα και μαύρα, μεταλλαγμένα σφυροδρέπανα… Τον Ιούλιο του 1988 ο οίκος Sotheby’s διοργάνωσε για πρώτη φορά μέσα στην Μόσχα πλειστηριασμό έργων ρωσικής τέχνης. Έργα σύγχρονων καλλιτεχνών πωλούνταν δίπλα σε κάποια της ρωσικής πρωτοπορίας. Βέβαια η επιλογή ήταν κάπως αμήχανη. Ο ζωγράφος του μπρεζνιεφικού κατεστημένου Ιλιά Γκλαζουνόφ, στεκόταν δίπλα στον εκρηκτικό νεαρό καλλιτέχνη Βαντίμ Ζαχάροφ που κοιτούσε τον φακό με καλυμένο πειρατικά το ένα του μάτι. Οι πίνακες του Γκλαζουνόφ πωλούνταν σε εξωπραγματικά υψηλές τιμές. Κατά τη διάρκεια του πλειστηριασμού ο Μπορίς Ματρόσοφ, ο Γκία Αμπραμισβίλι και ο Κονσταντίν Λάτισεφ που απάρτιζαν την ομάδα “Πρωταθλητές του Κόσμου” έστησαν μια περφόρμανς με τον τίτλο “Anti-Sothebys”. Ο παλιός εννοιολογικός καλλιτέχνης Βίκτορ Πιβοβάροφ στο βιβλίο του “Για την αγάπη λόγια και απεικονίσεις” έγραψε ότι η ρωσική τέχνη που ξέραμε τελείωσε το 1988 με τον πλειστηριασμό των Sothebys. O Βίκτορ Τουπίτσιν στο βιβλίο του “The Museological Unconscious” έγραψε ότι ο θρίαμβος του σκληρού νομίσματος πάνω στην τοπική ιδεολογία κήρυξε όχι μόνο το τέλος της συνθήκης των «δύο κόσμων» ανάμεσα στο (νεο)κοινοβιακό σώμα της εναλλακτικής ζωής της Μόσχας και του σοβιετικού κατεστημένου, αλλά επίσης την αρχή της διάλυσης και των δύο…»