Ο ήλιος μετά τη βροχή
Ήταν ένα παράξενο καλοκαίρι. Άρχισε με ένα θάνατο και τέλειωσε με έναν άλλο. Στο ενδιάμεσο υπήρξαν αλλεπάλληλες αναχωρήσεις. Στην Ευρώπη, την Αυστραλία, την Αθήνα. Κόσμος και αποχαιρετισμοί. Μια αναγκαστική ενηλικίωση. Το χρονικό μιας αναγγελθείσας απώλειας ενός ραδιοφώνου, που για πολλούς από μας που το υπηρετήσαμε υπήρξε κάτι παραπάνω από δουλειά. Συγγενείς και φίλοι μου, από […]
Ήταν ένα παράξενο καλοκαίρι. Άρχισε με ένα θάνατο και τέλειωσε με έναν άλλο. Στο ενδιάμεσο υπήρξαν αλλεπάλληλες αναχωρήσεις. Στην Ευρώπη, την Αυστραλία, την Αθήνα. Κόσμος και αποχαιρετισμοί. Μια αναγκαστική ενηλικίωση. Το χρονικό μιας αναγγελθείσας απώλειας ενός ραδιοφώνου, που για πολλούς από μας που το υπηρετήσαμε υπήρξε κάτι παραπάνω από δουλειά. Συγγενείς και φίλοι μου, από την άλλη, βρέθηκαν στην ανεργία, από τη μια στιγμή στην άλλη, χωρίς καμιά ελπίδα ανάκτησης εργασίας. Μερικά καταστροφικά σενάρια για τη χώρα ήρθαν και παρήλθαν στη διάρκειά του για να τα διαδεχτούν άλλα, χειρότερα. Το τέλος των βεβαιοτήτων. Θα έλεγα πως ήταν το πιο αλλόκοτο καλοκαίρι που έχω ζήσει ποτέ. Και φαντάζομαι όχι μόνο εγώ. Αν μετρήσω όσα χάθηκαν θα περάσουν αιώνες για να αναπληρωθούν. Και όμως ξεκίνησε καλά. Με την αισιόδοξη αύρα του «Λιμανιού Αλλιώς» να μας ακολουθεί στον Ιούνιο, είχα την αίσθηση πως το ποτάμι θα μας ταξίδευε πάντα στην αισιόδοξη όχθη του. Στην πορεία έγινε χείμαρος και τα παρέσυρε όλα.
Και βρισκόμαστε στο ξεκίνημα ενός αβέβαιου χειμώνα και χρειαζόμαστε πολεμοφόδια για τις μάχες που φέρνει. Επιστρέφω για λίγο σε μια εικόνα του καλοκαιριού, που κουβαλάω σαν ωφέλιμο φορτίο. Πίσω από το σπίτι μου, σε έναν ήσυχο πεζόδρομο, στο μπαλκόνι του τρίτου ορόφου μιας πολυκατοικίας κατοικεί ένα ηλικιωμένο ζευγάρι. Κάθε Τετάρτη, λοιπόν, η κυρία του σπιτιού, σε όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού, δεξιωνόταν τρεις φίλες της. Η ηλικιωμένη τετράδα, στο ραντεβού της Τετάρτης, που δινόταν πάντα στις τέσσερις το μεσημέρι με πρόσχημα τη μπιρίμπα, περνούσε ένα οκτάωρο ξεγνοιασιάς μέχρι τα μεσάνυχτα. Μικρά γέλια, σιωπές, παραινέσεις, κεράσματα και μικροαπρόοπτα, όπως ένα μπουρίνι μια φορά, συνόδευαν το οκτάωρο. Ακόμα και στη διάρκεια του μπουρινιού η γαλήνη δεν διαταράχτηκε. Η οικοδέσποινα κατευθύνθηκε στο εσωτερικό του σπιτιού, επέστρεψε με 4 ζακετούλες και σκέπασε στοργικά τις φίλες της που συνέχισαν να παίζουν. Παράλληλα, τριγύρω οι ειδήσεις μετέδιδαν το χαμό της Ελλάδας, κόσμος στο δρόμο έφευγε ή επέστρεφε από διακοπές, λουκέτα σε μαγαζιά της γειτονιάς εμφανίζονταν. Η δική τους γαλήνια συνάντηση της Τετάρτης έμοιαζε έξω από το χρόνο ή τουλάχιστον το χρόνο όπως εμείς τον εννοούμε.
Η εικόνα αυτή λειτούργησε πολλές φορές παραδειγματικά μέσα μου για τη σιγουριά και την βεβαιότητα που μετέδιδε. Ένα μήνυμα πως σε μια στιγμή που όλα μπορεί να καταρρέουν κάποια πράγματα που χτίστηκαν με υλικά αγάπης μπορεί να αντέχουν.
Ο χειμώνας ξεκινά λοιπόν ορμητικός. Χωρίς μεγάλα σχέδια για να περιγράψουμε όπως κάθε Σεπτέμβρη και με μοναδικό στόχο πια την επιβίωση. Το να είμαστε όλοι εδώ στο φινάλε του, χωρίς στο ενδιάμεσο να χρειαστεί να υποστούμε αποχαιρετισμούς που δεν επιλέξαμε. Και επειδή η ζωή είναι πάντα πάνω και από τις πιο απαισιόδοξες προβλέψεις και με κάποιο τρόπο νικά τη θλίψη και συνεχίζεται, πιστεύω ότι το οφείλουμε στους εαυτούς μας να τον παλέψουμε. Η φετινή «Πρόβα για χειμώνα» είναι στενάχωρη αλλά στο τέλος κάθε καταιγίδας παραμονεύει ένας καθαρός ουρανός και μια λιακάδα. Που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αφορά όλους μας…
* Το κείμενο είναι το editorial του τεύχους # 173 της Parallaxi