Parallax View

Ο Ισπανικός «Τρανς Νόμος» και η πολιτική διαμάχη για την ψήφισή του

Στην προσπάθειά μας να προστατέψουμε τα ανθρώπινα δικαιώματα, καταλήξουμε να φτάνουμε σε παροξυσμούς για αφαίρεση δικαιωμάτων και προνομίων άλλων.

Parallaxi
ο-ισπανικός-τρανς-νόμος-και-η-πολιτι-984339
Parallaxi

Λέξεις: Κωνσταντίνος Αργυρίου

Στις 28 Φεβρουαρίου 2023 ανακοινώθηκε στο Ισπανικό ΦΕΚ (Boletín Oficial del Estado, BOE) ο νέος Νόμος «για την ουσιαστική και αποτελεσματική ισότητα των τρανς ατόμων και για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων» (4/2023). Η Ισπανία επικροτήθηκε από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών για την πρωτοπορία του εν λόγω Νόμου, ο οποίος ακολουθεί και τις σχετικές οδηγίες του Συμβουλίου της Ευρώπης (ψήφισμα 2048-2015) για την αποπαθολογικοποίηση της ταυτότητας φύλου και τα μέτρα για την καταπολέμηση των διακρίσεων απέναντι στα τρανς άτομα.

Ο συγκεκριμένος Νόμος έρχεται να αντικαταστήσει τον προϋπάρχοντα Νόμο «για τη ρύθμιση της διόρθωσης της αναφοράς που σχετίζεται με το φύλο των ατόμων στο Μητρώο» (3/2007, της 15ης Μαρτίου), σύμφωνα με τον οποίο απαιτούνταν δύο χρόνια υποχρεωτικής ορμονοθεραπείας και γνωμάτευση ιατρού (απροσδιόριστης ειδικότητας) ή ψυχολόγου για την αλλαγή του ονόματος και της αναφοράς φύλου στην ταυτότητα.

Ο προηγούμενος Νόμος κάλυπτε μόνο Ισπανούς πολίτες, για εφάπαξ αλλαγή των προαναφερθέντων στοιχείων. Παρότι δεν απαιτούσε ούτε δικαστική ρύθμιση (όπως ο δέκα χρόνια νεότερος ελληνικός αντίστοιχος) ή υποχρεωτική στείρωση ή διαζύγιο (ο ομόφυλος γάμος ισχύει στην Ισπανία από το 2005), εξακολουθούσε να λειτουργεί ελεγκτικά και να περιστρέφεται γύρω από το φόβο πιθανής μετάνοιας από τη φυλομετάβαση. Μια εσωτερική οδηγία του 2017 είχε επιτρέψει στα τρανς άτομα ανά την επικράτεια να μπορούν να αλλάζουν το όνομά τους χωρίς να αλλάζουν απαραίτητα και την αναφορά στο φύλο, γεγονός από το οποίο επωφελήθηκαν άτομα τα οποία, χωρίς να έχουν ολοκληρώσει ή να επιθυμούν μια ολοκληρωμένη σωματική φυλομετάβαση, είχαν προβεί σε κοινωνική φυλομετάβαση.

Σταδιακά, την τελευταία δεκαπενταετία, ο Νόμος 3/2007 είχε ξεκινήσει να αντικρούεται από τις διαφορετικές νομοθεσίες των Αυτόνομων Κοινοτήτων. Από το 2014 και μετά, με πρώτες την Ανδαλουσία, τις Κανάριες Νήσους, και την Καταλονία, πολλές Κοινότητες είχαν παραχωρήσει το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση του φύλου για έγγραφα, διεργασίες και πρωτόκολλα που άπτονται των διοικητικών τους αρμοδιοτήτων. Αυτή η διάκριση κρατικής και αυτόνομης διαχείρισης είναι ιδιαίτερα εμφανής στη διάθεση των δημόσιων δαπανών για την υγεία, που επωμίζεται η κάθε Κοινότητα ξεχωριστά. Στην περίπτωση της τρανς υγείας, η άνιση κατανομή πόρων και υπηρεσιών ανά Κοινότητα είχε ως συνέπεια την εσωτερική μετανάστευση από Κοινότητες με λιγότερες παροχές (την Εξτρεμαδούρα, την Καστίλλη και Λεόν) σε άλλες με ποιοτικότερη πρόβλεψη (Καταλονία, Κοινότητα της Βαλένθια).

Πιο συγκεκριμένα, ο 4/2023 είναι ο πρώτος νόμος στη χώρα που κάνει ανοιχτά λόγο για «τρανς άτομα», μια νομική κατηγορία που ως τέτοια δεν εμφανίζεται ούτε στον αντίστοιχο ελληνικό νόμο 4491/2017, ούτε σε πολλούς ακόμα νόμους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιπλέον, ο νόμος της 28ης Φεβρουαρίου προβλέπει αναγνώριση της ταυτότητας φύλου χωρίς γνωματεύσεις –εμπιστευόμενος την αυτοανακήρυξη του ατόμου–, μετά την εκπλήρωση του 16ου έτους, και χωρίς καμία ρήτρα για σωματικές παρεμβάσεις. Ακόμη, περιλαμβάνει διατάξεις για την απαγόρευση θεραπειών μεταστροφής της ταυτότητας φύλου και παρεμβάσεων στα ίντερσεξ βρέφη. Ανήλικα άτομα μικρότερα των 16 έχουν επίσης δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό φύλου, από τα 14 με γονική συγκατάθεση και από τα 12 με δικαστική εξουσιοδότηση. Μη δυαδικά άτομα ή μετανάστες εξακολουθούν να παραμένουν εκτός του πλαισίου του νόμου, που εμπεριέχει και μια σειρά από προβλέψεις για τον εργασιακό βίο, τη συμπεριληπτική εκπαίδευση και την παροχή υπηρεσιών υγείας.

Αναφορικά με τα χρονικά περιθώρια που ορίζονται από το Νόμο, διατίθεται ένα διάστημα ενενήντα ημερών από την πρώτη αίτηση στο Ληξιαρχείο ως την επικείμενη αλλαγή των στοιχείων, με σκοπό το αιτούν άτομο να εξετάσει και να οριστικοποιήσει, από μόνο του και χωρίς την επιβολή εξωτερικών και αστάθμητων χρονικών οριζόντων, την απόφασή του. Ακόμη, υπάρχει και δικαίωμα επαναφοράς της αναφοράς στο φύλο που έχει αποδοθεί στη γέννηση μέσα σε διάστημα έξι μηνών –με δυνατότητα επιπλέον αλλαγής, αλλά αυτή τη φορά με δικαστική απόφαση.

Η υπερψήφιση του Νόμου δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση –μάλιστα, υπήρξε το «μήλον της Έριδος» της συγκυβέρνησης PSOE-Unides Podemos (των σοσιαλδημοκρατικών και του γνωστού στην Ελλάδα κόμματος που το 2015 συνέπλεε με τον Σύριζα). Για το συγκεκριμένο νόμο είχε δεσμευτεί προσωπικά η Υπουργός Ισότητας της χώρας, Irene Montero. Η πολιτική βία που της ασκήθηκε για το λόγο αυτό, κυρίως στα μέσα δικτύωσης αλλά και στο Κονγκρέσο, είναι αξιοσημείωτη και αποτέλεσε αφορμή για θερμά ντιμπέιτ. Το πρώτο προσχέδιο του Νόμου κατατέθηκε προς διαβούλευση το 2018, και ήδη από την αρχή είχε προκαλέσει το πρώτο ισχυρό ρήγμα στους κόλπους του συνασπισμού, με την τότε Εκπρόσωπο της Κυβέρνησης και βουλευτή του PSOE Carmen Calvo να αντίκειται σφοδρά στην αυτοδιαχείριση του φύλου μέσα από μια παραδοσιακή/θεσμική φεμινιστική σκοπιά.

Με την έλευση της πανδημίας, ο δημόσιος διάλογος για την αυτοδιαχείριση του φύλου και τις κοινωνικοπολιτικές της προεκτάσεις ενέτειναν ένα κλίμα έντασης, που κατέληξε σε πολλές περιπτώσεις σε ανοιχτές εκδηλώσεις τρανσφοβίας και ηθικών πανικών ενάντια στο «κουήρ λόμπυ» που προσπαθεί να επιβάλει τις επιδιώξεις του εις βάρος του βιολογικού προκαθορισμού του φύλου.

Αυτή την ένταση δεν την καπηλεύτηκε μόνο κομμάτι του θεσμικού φεμινισμού του PSOE (στο οποίο αξίζει να σημειωθεί πως οφείλονται ρηζοσπαστικοί νόμοι όπως αυτός για την έμφυλη βία, το 2004, ή για τον ομόφυλο γάμο, το 2005, επί Zapatero), αλλά και τα δεξιά κόμματα Partido Popular (συντηρητικοί) και Vox (ακροδεξιά).

Ο διχασμός που προέκυψε θα φάνταζε αδιανόητος για το ελληνικό συγκείμενο: η συμπερίληψη των τρανς ταυτοτήτων ως αιτία για πιθανή κατάρρευση μιας κυβέρνησης. Ωστόσο, είναι πέρα για πέρα αληθινός. Η δημόσια συζήτηση για το συγκεκριμένο λόγο έλαβε τεράστιες διαστάσεις, ιδίως στο Twitter. Εκεί, ακόμη και μεγάλα ονόματα του κλασικού φεμινισμού ασπάστηκαν ανοιχτά φοβικές στάσεις (ακολουθώντας το διεθνές παράδειγμα της συγγραφέα J. K. Rowling). Αλλά και εκτός του συγκεκριμένου μέσου, ακόμα και στην ακαδημία, υπήρξαν αντίστοιχα αντιδραστικές φωνές. Καθηγητές Ψυχολογίας δημοσίευσαν βιβλία που αντίκεινται στα σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα με σκοπό να αποτρέψουν το όλο εγχείρημα –και αυτοθυματοποιήθηκαν όταν αποκλείστηκαν από χώρους όπου να μπορέσουν να εκφράσουν τις τρανσφοβικές τους απόψεις. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει να δοθεί και στην αντιμετώπιση του Νόμου μέσα στο ελάχιστο διάστημα στο οποίο βρίσκεται σε ισχύ. Σωρεία δημοσιευμάτων στον Ισπανικό Τύπο εκφράζουν την ανησυχία τους, ή ακόμα και κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου, για την υποτιθέμενη ραγδαία άνοδο στις «περιπτώσεις τρανς» με την εισαγωγή του νέου Νόμου.

Γιατί είναι σημαντικό να δούμε τι συνέβη στην Ισπανία; Αρχικά, διότι εντάσεις σχετικά με την αυτοδιαχείριση των τρανς ατόμων έχουν τα τελευταία χρόνια ταρακουνήσει και άλλες χώρες, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία, τη Σουηδία, διάφορες πολιτείες των ΗΠΑ, αλλά και την ίδια την Ελλάδα. Αμφιβολίες ή ακόμα και ενεργές αντιστάσεις απέναντι στην ψήφιση τέτοιων νομικών πλαισίων έχουν συχνά αποδοθεί στο «τρανς λόμπυ», στην «ιδεολογία του φύλου», στον «woke ανακαδημαϊκό μεταμοντερνισμό», στις μεγάλες φαρμακοβιομηχανίες, αλλά και στο ίντερνετ και στην ποπ κουλτούρα. Στη χώρα μας, παρότι φαίνεται πως μετά το 2017 δεν έχει εκφραστεί μεγάλο πολιτικό ενδιαφέρον για τα τρανς άτομα στο δημόσιο χώρο, εξακολουθούν να επικρατούν, σχεδόν ισόβαθμα, τόσο η άγνοια όσο και η παραπληροφόρηση και διάδοση ψευδών αντιλήψεων για την ταυτότητα φύλου. Μερικά σχετικά μαθήματα από την Ισπανική εμπειρία θα ήταν τα εξής:

-αρχικά, ήταν πολύ συχνή η συζήτηση στα ΜΜΕ και τα social media περί κι επί του Τρανς Νόμου –για χρόνια νομοσχεδίου– χωρίς να υπάρχει καν ξεκάθαρη εικόνα σχετικά με το ποιο είναι το κείμενο που λειτουργεί ως βάση. Πολλά μέσα αναπαρήγαγαν φημολογίες και λανθασμένες πληροφορίες για το τι ίσχυε και τι όχι στο εκάστοτε προσχέδιο, γεγονός το οποίο οδήγησε σε συλλογικές παρανοήσεις και ενέτεινε τη γενικότερη σύγχυση. Παρότι τρανς οργανώσεις και δημόσια τρανς πρόσωπα έδειξαν σθεναρή αντίσταση, ανταπαντώντας και προσπαθώντας να καταπολεμήσουν τις παρανοήσεις και τις εκφράσεις μίσους, ο λόγος τους συχνά δεν κατάφερνε να λάβει την προσοχή και την αναπαράσταση που του όφειλαν.

-επιπλέον, δημοσιογραφικοί, πολιτικοί, ακόμη και εκδοτικοί παροξυσμοί δεν ήταν επί της ουσίας «αυθεντικοί» ούτε πολιτισμικά επικεντρωμένοι, αλλά αντίθετα ήταν όλοι ανακατασκευάσματα των επιχειρημάτων που κυκλοφορούσαν σχετικά με το θέμα ήδη από τις ΗΠΑ της δεκαετίας του 1970. Ένα τέτοιο παράδειγμα ήταν η συζήτηση γύρω από τις φυλακές και τις ποινές σε σχέση με την έμφυλη βία. Ο Νόμος ξεκαθαρίζει πως το κατηγορούμενο άτομο θα εκδικαστεί με βάση το καταχωρημένο φύλο τη στιγμή της διάπραξης του εγκλήματος, και όχι του δικαστηρίου. Ωστόσο, πολλοί ήταν αυτοί οι λόγοι που επέμεναν ότι στην πραγματικότητα δίνει πρόσβαση σε άνδρες βιαστές να εισχωρήσουν σε χώρους που προορίζονται μόνο για γυναίκες.

-η υποτιθέμενη πόλωση ανάμεσα στον «φεμινισμό» και τον «τρανς ακτιβισμό» δεν είναι παρά μια πολύ επιφανειακή και χοντροκομμένη διάκριση, που δε λαμβάνει υπόψη τεράστιες εσωτερικές διαμάχες, και που σαφώς συμβάλλει στη φίμωση και περιθωριοποίηση των πλειοψηφικών φωνών που θέλουν τον φεμινισμό ως κίνημα να συμπεριλαμβάνει και να αγκαλιάζει τα τρανς δικαιώματα. Το γεγονός, μάλιστα, ότι το δίπολο βασίστηκε στην κομματική διαμάχη ανάμεσα στο PSOE και το Podemos καταδεικνύει ότι μάλλον αυτό που εξυπηρετήθηκε ήταν μικροπολιτικές σκοπιμότητες παρά ουσιαστικές αποσαφηνίσεις στις οντολογικές διαφωνίες για την ταυτότητα φύλου.

-τα παιδιά, ως κοινωνική ομάδα, αποτέλεσαν αιχμηρό πεδίο αντιπαράθεσης και αναμόχλευσης. Η ψευδής ιδέα ότι ο Νόμος θα επέτρεπε τις χειρουργικές επεμβάσεις σε ανήλικα, έγινε αντικείμενο επιχειρηματολογικής κατάχρησης με σκοπό την κινητοποίηση οργανώσεων γονέων (περιέργως απούσα από το δημόσιο διάλογο στην Ισπανία υπήρξε η εκκλησία). Ο Νόμος απαγορεύει ρητά τις παρεμβάσεις, με εξαίρεση περιπτώσεις όπου συστήνεται το αντίθετο με σκοπό την προστασία της υγείας του ατόμου –κι αυτό δεν αναφέρεται στο νόμο γενικά, αλλά συγκεκριμένα στις διατάξεις για τα ίντερσεξ παιδιά. Πολλές fake αναπαραγωγές σβήνουν την ένδειξη αυτή για τα ίντερσεξ παιδιά, για να διαστρεβλώσουν το περιεχόμενο του Νόμου.

-η παραπληροφόρηση και οι πολιτικές στρεβλώσεις σχετικά με το τι είναι και τι σκοπούς έχει το τρανς κίνημα, σα να αποτελεί ένα πανίσχυρο πολιτικό παράγοντα με άκρες σε όλους τους θεσμούς και ικανό να επηρεάσει κάθετα τις πολιτικές αποφάσεις σε κρατικό επίπεδο, υπήρξαν πάμπολλες. Η γραμμική εξομοίωση της έννοιας του «τρανς» με το «κουήρ», σαν απειλές για την εθνική συνοχή, ή η διασπορά πληροφοριών σχετικά με την κοινότητα σαν ένα είδος νέας ξενικής μόδας που προσπαθεί να πείσει το μέσο πολίτη ότι «δεν υπάρχουν πια διακριτά φύλα», είχαν εξαρχής ως σύμμαχο το γεγονός πως μεγάλο μέρος του πληθυσμού δεν είχε και δεν έχει προσωπική επαφή με τρανς άτομα.

-τέλος, υπήρξε μια γενική τάση, τόσο από αντιπάλους όσο και από υπέρμαχους του Νόμου, να τον θεωρούν ως άμεσα καθρεφτιζόμενο στην κοινωνική πραγματικότητα. Ο Νόμος σε καμία περίπτωση δεν εξαντλεί όλες τις παραμέτρους της κοινωνικής ζωής, ειδικά στην περίπτωση μιας κοινωνικής ομάδας με ιδιαίτερες εμπειρίες διάκρισης και κινδύνους αποκλεισμού. Η κατάχρηση της ισχύος ή της εφαρμοστικότητάς του σε όλα τα δυνατά επίπεδα –ή για την κάλυψη όλων των πιθανών συνθηκών κι εξαιρέσεων– είναι ενδεικτική μιας ανάγκης να προφτάσουμε ή να προδικάσουμε καταστάσεις τις οποίες δεν έχουμε καν κατανοήσει θεωρητικά –ποσώ δε μάλλον βιωματικά.

Για το λόγο αυτό, το κυριότερο μάθημα από την Ισπανία είναι πως αν, στην προσπάθειά μας να προστατέψουμε τα ανθρώπινα δικαιώματα, καταλήξουμε να φτάνουμε σε παροξυσμούς για αφαίρεση δικαιωμάτων και προνομίων άλλων, τότε μάλλον δεν έχουμε κατορθώσει να απονείμουμε δικαιοσύνη έτσι όπως θα έπρεπε.

*Ο Κωνσταντίνος Αργυρίου είναι υποψήφιος διδάκτορας στον Τομέα Επιστήμης, Τεχνολογίας και Κοινωνίας (STS) του Ινστιτούτου Φιλοσοφίας του Ισπανικού Κρατικού Συμβουλίου Επιστημονικής Έρευνας (CSIC). Πραγματοποιεί τη διατριβή του στις Διεπιστημονικές Σπουδές Φύλου (Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Μαδρίτης). Είναι πτυχιούχος Ψυχολογίας από το ΕΚΠΑ και διαθέτει μεταπτυχιακό στην Ψυχανάλυση και Πολιτισμική Θεωρία από το Πανεπιστήμιο Complutense της Μαδρίτης.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα