Ο Καρυοθραύστης και τα τύμπανα του πολέμου
Μια Χριστουγεννιάτικη ιστορία, εμπνευσμένη από το φανταστικό παραμύθι του E. T. A. Χόφμαν (1776-1822) «Ο Καρυοθραύστης και ο βασιλιάς των ποντικών»
Λέξεις: Ιωάννα Λου
Μια Χριστουγεννιάτικη ιστορία, εμπνευσμένη από το φανταστικό παραμύθι του E. T. A. Χόφμαν (1776-1822) «Ο Καρυοθραύστης και ο βασιλιάς των ποντικών», που πρωτοδημοσιεύθηκε στο Βερολίνο το 1816.
Σε αντίθεση με τον Αλεξάντρ Ντυμά (1802-1870)*, που στη δική του εκδοχή έδωσε για όνομα στην κεντρική ηρωίδα εκείνο της αγαπημένης της κούκλας (Κλάρα, Klärchen στα γερμανικά ), εδώ κρατάμε το πρωτότυπο όνομα Μαρία.**
Για τον αδερφό της όμως, το κακομαθημένο παιδί που καταστρέφει τα παιχνίδια με περισσή χαιρεκακία, ο Ντυμά δεν άλλαξε το όνομα. Ούτε κι εμείς το αλλάξαμε, γιατί οι Φριτζ παραπέμπουν συνειρμικά σε ιαχές και τύμπανα πολέμου, υπενθυμίζοντάς μας ότι οι μεγαλομανείς κι εφήμεροι σφετεριστές φέρνουν σκοτάδι, θάνατο και καταστροφές.
*Αλεξάντρ Ντυμά: γνωστός στην Ελλάδα ως Αλέξανδρος Δουμάς, θεωρείται ως ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς του 19ου αι.
**Ο συγγραφέας Πιερ Κοράν (Pierre Coran) ,στη δική του εκδοχή του παραμυθιού, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Didιer jeunesse το 2015, επισήμανε πολύ έξυπνα ότι κι εκείνος επέλεξε το Marie γιατί είναι αναγραμματισμός του ρήματος aimer που σημαίνει αγαπώ.
Όπως κάθε χρόνο, ο Κύριος και η Κυρία Σίλβερχάουζ ετοιμάζονταν να γιορτάσουν το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, μαζί με τους επίτιμους καλεσμένους τους στο μεγαλοπρεπές σαλόνι του πρώτου ορόφου του σπιτιού τους που βρισκόταν σε μια πόλη της Βαυαρίας.
Από τα τρία τους παιδιά, τα δύο μικρότερα, η εξάχρονη Μαρία και ο οκτάχρονος Φριτζ, είχαν λάβει εντολή να καθίσουν ήσυχα να περιμένουν στο διπλανό, μικρό δωμάτιο, μέχρι να τους φωνάξουν, όταν όλα τα δώρα θα είχαν τοποθετηθεί κάτω από το μεγαλοπρεπές έλατο.
Τα δυο μικρά αδέρφια κάθονταν ανακούρκουδα στο πάτωμα, περiμένοντας με αδημονία να τους φωνάξουν και σιγοψιθύριζαν μεταξύ τους, όπως κάνουν άλλωστε όλα τα μικρά αδέρφια που θέλουν να κρατήσουν τον μικρό φανταστικό τους κόσμο μακριά από τ ’αυτιά των μεγάλων.
Ο Φριτζ αναφώνησε όλος ενθουσιασμό στη μικρότερη αδερφή του ότι είχε μόλις ακούσει βήματα στην κεντρική σκάλα κι ότι ήταν σίγουρος ότι ήταν ο ήχος των βημάτων του θείου Ντροσελμέγιερ, διακεκριμένου προσώπου της πόλης, και συμβούλου του Ανώτατου Δικαστηρίου.
Τα δυο αδέρφια βέβαια ποσώς ενδιαφέρονταν γι’ αυτή την υψηλή ιδιότητα του φίλου των γονιών τους. Εκείνο που τους ενδιέφερε κυρίως ήταν ότι ο θείος Ντροσελμέγιερ ερχόταν πάντα με ένα σακούλι γεμάτο δώρα, τα οποία ήταν το ένα πιο ωραίο από το άλλο.
Ο θείος τους, εκτός από την επίσημη ιδιότητά του, είχε ως ταλέντο και χόμπι να επισκευάζει ρολόγια κι έτσι, κάθε φορά που τύχαινε να έρθει για να επισκευάσει το μεγάλο επιτοίχιο κούκο που βρισκόταν στον κεντρικό διάδρομο του πρώτου ορόφου, τους έφερνε και διάφορες μικρές εκπλήξεις-δώρα που κατασκεύαζε ο ίδιος.
Τα κουρδιστά του παιχνίδια ήταν μάλιστα τόσο ευφάνταστα και περίτεχνα που οι γονείς τους, για να τα προστατέψουν από τα παιδικά χέρια, τα έκλειναν μέσα σε μια μεγαλοπρεπή βιτρίνα-έπιπλο που βρισκόταν στο χολ, ακριβώς δίπλα από τον κεντρικό διάδρομο με το ρολόι τοίχου.
Η μικρή Μαρία χτύπησε δυνατά τα χέρια της όλο ενθουσιασμό :
« Αχ ! αναρωτιέμαι τί θα μας φέρει φέτος για δώρο ο θείος ! »
« Εγώ ελπίζω να μου φέρει κι άλλα μολυβένια στρατιωτάκια γιατί τα κουρδιστά παιχνίδια τα βαριέμαι. Δεν μπορείς τίποτα να κάνεις μ ’αυτά, γιατί … »
Πριν όμως προλάβει να τελειώσει τη φράση του, άκουσαν την μητέρα τους που τους καλούσε να πάνε στο σαλόνι. Όλο ενθουσιασμό, σηκώθηκαν με φόρα από το πάτωμα κι έτρεξαν κι οι δύο στη μεγάλη γιορτινή σάλα.
Κλινγκ κλινγκ κλινγκ ! Οι πόρτες άνοιξαν διάπλατα μπροστά τους. Το τεράστιο τραπέζι, στο μέσο της αίθουσας, ήταν σκεπασμένο με ένα ολόλευκο κεντητό τραπεζομάντηλο. Ήταν φορτωμένο με λιχουδιές, αποξηραμένα φρούτα, ξηρούς καρπούς, ζαχαρωτά, γλυκό κρασί και χυμούς σε κρυστάλλινες καράφες, όλ’ αυτά όμορφα τοποθετημένα.
Όμως εκείνο που τράβηξε κυρίως το ενδιαφέρον των παιδιών ήταν το μεγάλο έλατο που βρισκόταν δίπλα στο κεντρικό παράθυρο. Ήταν στολισμένο με μήλα, τυλιγμένα σε φύλλα χρυσού και ασημιού, ενώ εκατό αναμμένα κεριά φώτιζαν το δωμάτιο σαν αστέρια. Στο κάτω μέρος, γύρω από το έλατο, είχαν τοποθετηθεί διάφορα πακέτα με δώρα.
Τα παιδιά, γεμάτα αδημονία, κατευθύνθηκαν προς το δέντρο. Όμως οι γονείς τους, τα κάλεσαν, να πάνε πρώτα να χαιρετήσουν τους καλεσμένους κι ύστερα ν ’ανοίξουν τα δώρα, μαζί με την μεγαλύτερη αδερφή τους τη Λουίζ.
Ο θείος τους, όπως πάντα, ήταν ντυμένος μ ‘ένα εκκεντρικό κουστούμι στο πράσινο χρώμα του σμαραγδιού που ταίριαζε και με το χρώμα των ματιών του. Στο ένα από τα δύο είχε πάντα ένα μονόκλ με χρυσό σκελετό, από τον οποίο κρεμόταν και μια χρυσή αλυσιδίτσα.
Η Μαρία και ο Φριτζ τον φοβόντουσαν λίγο. Επειδή ήταν φαλακρός, φορούσε μια περούκα που είχε φτιάξει μάλλον ο ίδιος από λευκό νήμα, ενώ στο μέσο του προσώπου του με το πλατύ μέτωπο δέσποζε μια τεράστια σουβλερή μύτη. Όμως τα μάτια του και τα χείλια του ήταν πάντα γελαστά, ειδικά όταν απευθυνόταν σ ’εκείνα.
« Λοιπόν Φριτζ, έλα να ανοίξεις το φετινό σου δώρο », είπε ο Ντροσελμέγιερ με ένα τεράστιο χαμόγελο στα χείλη, βγάζοντας ταυτόχρονα από το κάτω μέρος τού δέντρου ένα πακέτο με πράσινο περιτύλιγα που τώρα το έτεινε προς το μικρό αγόρι.
Ο Φριτζ έσπευσε να ανοίξει γρήγορα το πακέτο. Όμως, όταν το δώρο αποκαλύφθηκε μέσα από το περιτύλιγμά του, το αγόρι πήρε άθελά του μια έκφραση απογοήτευσης που με πολύ κόπο προσπάθησε να κρύψει.
Κοίταξε με προσοχή το περίτεχνο κουρδιστό παιχνίδι, ένα ολόκληρο κάστρο, στο μέσο του οποίου υπήρχε μια μεγάλη τετράγωνη εσωτερική αυλή μ ’ένα τεράστιο χριστουγεννιάτικο έλατο, φωτισμένο από δεκάδες κεριά. Γύρω του στεκόντουσαν παιδιά που χόρευαν, ενώ πίσω από ένα παράθυρο του κάστρου ένας κύριος, που έμοιαζε διαβολικά με τον Ντροσελμέγιερ, κι ο οποίος ήταν τόσο μικρός όσο ο πήχης του αντίχειρά του, χαμογελούσε και κουνούσε το χέρι του από το παράθυρο, σα να τον καλούσε να πάει κι εκείνος εκεί.
« Θείε, μπορούμε να καλέσουμε τα παιδιά αυτά να έρθουν να παίξουν μαζί μου ; »
« Όχι, δε γίνεται », απάντησε εκείνος γελώντας.
« Ω ! Κρίμα ! Τότε γίνεται να μπω εγώ μέσα στο κάστρο ; »
« Ούτε αυτό γίνεται δυστυχώς », απάντησε πάλι ο Ντροσελμέγιερ, χαμογελώντας. « Όπως ξέρεις, τα μηχανοκίνητα παιχνίδια έχουν μικροσκοπικά ανθρωπάκια και αντικείμενα που κάνουν μια συγκεκριμένη διαδρομή πάντα, την οποία δεν μπορούμε να αλλάξουμε. Ούτε όμως γνωρίζω κάποιο μαγικό τρόπο, ώστε να καταφέρω να σε μικρύνω τόσο ώστε να χωρέσεις μέσα στο κάστρο ».
Ο Φριτζ έδειξε τώρα φανερά την απογοήτευσή του. « Τότε θείε προτιμάω να πάω να παίξω με τα μολυβένια μου στρατιωτάκια. Μ ’αυτά τουλάχιστον μπορώ να επινοήσω μάχες και να βάλω τους στρατηγούς μου να πολεμήσουν τους εχθρούς μου », τόλμησε να πει, παρά το αποδοκιμαστικό βλέμμα του πατέρα του που δεν ενέκρινε καθόλου τους τρόπους του. Μάλιστα, αυτός ο τελευταίος του πήρε το κουρδιστό κάστρο από τα χέρια του και του ζήτησε σε αυστηρό τόνο να ευχαριστήσει τον θείο του για το εξαίσιο κι ευφάνταστο αυτό δώρο, αντί να παραπονιέται.
Η Μαρία τώρα άνοιγε τα δικά της δώρα. Αφού ξεφύλλισε βιαστικά τα καινούρια εικονογραφημένα βιβλία που της χάρισαν, άνοιξε όλο αδημονία το δώρο του θείου Ντροσελμέγιερ. Μέσα από το κουτί εμφανίστηκε ένας ξύλινος στρατιώτης, πολύ μεγαλύτερος σε μέγεθος από τα μολυβένια στρατιωτάκια του αδερφού της, ο οποίος φορούσε μια βιολετί στολή Ουσάρου, με χρυσά σιρίτια, επωμίδες και κουμπιά, μια πράσινη κάπα, ένα περίεργο τετράγωνο καπέλο με πράσινο φτερό και μαύρες μπότες.
Κρατούσε κι ένα μικρό τύμπανο ανάμεσα στα χέρια. Είχε επίσης μια πυκνή γενειάδα και πράσινα μάτια με σπινθηροβόλο, χαμογελαστό βλέμμα που της θύμιζαν κάπως εκείνα του θείου της.
« Α ! είναι μια νέα ξύλινη κούκλα για μένα ; », ρώτησε η Μαρία τον πατέρα της που στεκόταν κι εκείνος όρθιος δίπλα τους.
« Είναι ένας στρατιώτης, που ο θείος έφτιαξε για σένα, αλλά και για τον Φριτζ και που θα δουλεύει για σας όλο το χρόνο », της απάντησε τότε εκείνος. « Να κοίτα », της είπε, ανοίγοντας ταυτόχρονα το στόμα του παράξενου Ουσάρου, απ’ όπου ξεπρόβαλλαν μια σειρά από λευκά, κοφτερά δόντια.
Ύστερα πήρε ένα ολόκληρο καρύδι με το τσόφλι, το έβαλε στο στόμα του ξύλινου στρατιώτη, το πίεσε με δύναμη προς τα κάτω και τότε το σκληρό τσόφλι έσπασε. Έδωσε τον καρπό στη Μαρία που τον καταβρόχθισε με ενθουσιασμό. Της άρεσε πολύ το καινούριο της παιχνίδι κι ευχαρίστησε ευγενικά τον θείο Ντροσελμέγιερ για το υπέροχο δώρο.
Ο Φριτζ, που παρακολουθούσε τη σκηνή όλο ζήλια από μακριά, εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά της και της άρπαξε τον Ουσάρο μέσα από τα χέρια της :
« Ο μπαμπάς είπε ότι είναι και για μένα το δώρο αυτό », της είπε χαιρέκακα κι ύστερα άρχισε να παίρνει καρύδια και να τα σπάει με μανία το ένα μετά το άλλο. Τη στιγμή που έσπαγε με μανία ένα ακόμη καρύδι μέσα στο στόμα του ξύλινου στρατιώτη, τρία από τα δόντια του έσπασαν και πετάχτηκαν μαζί με τα τσόφλια, ενώ το σαγόνι του έπεσε θλιμμένα στο πλάι.
Η Μαρία, βλέποντας τον πληγωμένο στρατιώτη με τα σπασμένα δόντια, άρχισε να κλαίει. Τράβηξε τον ξύλινο Ουσάρο από τα χέρια του αδερφού της και αναφώνησε όλο οργή : « Ω ! μα κοίτα τί έκανες ! ». Ύστερα, τύλιξε προστατευτικά τον πληγωμένο στρατιώτη μέσα στο κεντητό μαντήλι της και τον κράτησε σφιχτά εκεί μέσα μέχρι που ήρθε η ώρα να πάνε για ύπνο.
Καθώς κατευθύνονταν εκείνη κι ο Φριτζ, μαζί με τη μεγαλύτερη αδερφή της Λουίζ και τη μητέρα τους, στα υπνοδωμάτιά τους, η μικρή Μαρία σταμάτησε μπροστά στο μεγάλο επιτοίχιο ρολόι του κεντρικού διαδρόμου και παρακάλεσε τη μητέρα της να την αφήσει να πάει για λίγο να χαζέψει τη βιτρίνα της διπλανής σάλας, όπου οι γονείς της είχαν τοποθετήσει προσεκτικά όλα τα κουρδιστά παιχνίδια που είχε κατασκευάσει ο Ντροσελμέγιερ. « Μόνο δέκα λεπτά μητέρα ! Μετά σου το υπόσχομαι, θα πάω για ύπνο », της είπε.
Ήταν σχεδόν μεσάνυχτα και ήδη για την ηλικία της η μικρή Μαρία είχε ξεπεράσει όλα τα χρονικά περιθώρια. Όμως, ήταν παραμονή Χριστουγέννων, και η μητέρα της, αν και τηρούσε πάντα με αυστηρότητα τους κανόνες, δέχτηκε τελικά να κάνει μια μικρή εξαίρεση, γιατί η Μαρία ήταν η πιο φρόνιμη από τα παιδιά της κι επιπλέον ήταν σίγουρη ότι θα κρατούσε την υπόσχεσή της.
Το μικρό κορίτσι, αφού είδε τους άλλους να απομακρύνονται προς τα δωμάτια, κατευθύνθηκε προς τη βιτρίνα με τα κουρδιστά παιχνίδια.
Περνώντας μπροστά από τον κούκο, της φάνηκε ότι είδε μια σκιά, σαν ποντικού να κρέμεται από τον μικρό δείκτη, που τώρα πλησίαζε στον αριθμό 12 ενώ ο άλλος, ο μεγαλύτερος, είχε ήδη φτάσει εκεί. Σκέφτηκε ότι ήταν παιχνίδια της φαντασίας της, γιατί ήταν κουρασμένη, οπότε συνέχισε το δρόμο της προς το δωμάτιο με τη βιτρίνα.
Όμως, καθώς βρέθηκε μπροστά στο άνοιγμα της πόρτας που οδηγούσε στη σάλα με το έπιπλο-βιτρίνα, ξαφνικά ένιωσε σαν κάτι να κουνιόταν μέσα στο μαντήλι της όπου είχε τυλίξει τον πληγωμένο της Ουσάρο.
Τον έβγαλε από το κεντητό πανί και με τρόμο ανακάλυψε ότι τα σπινθηροβόλα του μάτια είχαν αποκτήσει τώρα ζωή και κουνιούνταν, ενώ το ύφος του δεν ήταν πια χαμογελαστό, αλλά βλοσυρό, γεμάτο μίσος !
Πισωπάτησε φοβισμένη και τότε τον είδε να σηκώνεται ξαφνικά, να διορθώνει τη μασέλα του και το καπέλο του που είχε πέσει στο πλάι κι ύστερα άρχισε να παίζει στο μικρό τύμπανό του έναν στρατιωτικό ρυθμό που της θύμισε αυτόν που οι στρατιώτες παίζουν όταν ετοιμάζονταν να επιτεθούν σε κάποιον εχθρό.
Ξαφνικά, άρχισαν να βγαίνουν μέσα από τον κούκο σειρές ολόκληρες από γκρι μεγάλους πόντικες που φορούσαν κόκκινες στολές, μαύρες μπότες και τετράγωνο μαύρο καπέλο.
« Μάλλον μου έχει στρίψει ! » σιγομουρμούρισε, ενώ την ίδια στιγμή η στρατιά των ποντικών άρχισε να βαδίζει εναντίον του Ουσάρου της στο ρυθμό των τυμπάνων και να κραυγάζει βουερά.
Την ίδια στιγμή, από την άλλη πλευρά, όπου βρισκόταν το δωμάτιο με το έπιπλο-βιτρίνα και τη συλλογή με τα κουρδιστά παιχνίδια, είδε να ξεπροβάλλουν άλλοι στρατιώτες, που έμοιαζαν με αρλεκίνους κι οι οποίοι ήταν ντυμένοι με βιολετιές στολές, όπως ο Ουσάρος.
Τώρα έβγαζαν κι εκείνοι πολεμικές ιαχές, ενώ ταυτόχρονα έπαιζαν και στα δικά τους τύμπανα στρατιωτικά εμβατήρια. Στο ίδιο μέτωπο των βιολετί στρατιωτών παρατάχθηκαν μπροστά και δύο στρατηγοί, ο Σκαραμούτσια που φορούσε μια μάσκα με μυτερή μύτη, ίδια με εκείνη του Ουσάρου, και ο Πανταλόνε, ο οποίος φορούσε μια βιολετί στενή μπλούζα με στρογγυλά μικρά κουμπιά κι ένα βιολετί καλσόν που κάλυπτε τα μακριά, τεράστια πόδια του.
Ξεκίνησε τότε μια φριχτή μάχη ανάμεσα στα δύο μέτωπα που η Μαρία δεν μπόρεσε να σταματήσει, παρόλο που προσπάθησε να μπει ανάμεσά τους σε μια ύστατη προσπάθεια να τους συνετίσει.
Η μικρή Μαρία παρακολουθούσε τώρα με τρόμο τις συμπλοκές. Οι στρατιώτες ποντικοί έβγαλαν τα ξίφη τους κι επιτέθηκαν στους αντιπάλους αρλεκίνους που και εκείνοι με τη σειρά τους έβγαλαν τα δικά τους και ξεχύθηκαν με ορμή κατά πάνω τους.
Ένα άγριο αιματοκύλισμα εκτυλίχθηκε τότε μπροστά στα μάτια της. Ξαφνικά, οι στρατιώτες αρλεκίνοι που κατέβαιναν με ορμή από τη βιτρίνα, συγκρούστηκαν με τους πόντικες του αντίθετου μετώπου που έβγαιναν μέσα από τον κούκο κι έρχονταν με φόρα προς το μέρος τους.
Την ίδια στιγμή, το χοντρό κρυστάλλινο γυαλί της βιτρίνας έσπασε μην αντέχοντας τη μανία των βημάτων των στρατιωτών και δεκάδες κομμάτια κοφτερών γυαλιών και θραυσμάτων έπεσαν στο δάπεδο.
Η Μαρία είδε τότε με τρόμο ότι τα σπασμένα γυαλιά έπεσαν εκεί όπου βρίσκονταν όλοι οι άμαχοι, μικρά απροστάτευτα παιδιά, ηλικιωμένοι, μανάδες, ζώα… Όλοι είχαν βγει μέσα από τα κουρδιστά παιχνίδια, ακούγοντας τον τρομερό θόρυβο και τα τύμπανα του πολέμου, και βρέθηκαν έτσι, άθελά τους, εν μέσω της αιματηρής σύγκρουσης.
Τώρα κείτονταν στο πάτωμα, κάποιοι πληγωμένοι, λουσμένοι στα αίματα, ενώ κάποιοι άλλοι παρακαλούσαν για βοήθεια, μορφάζοντας ταυτόχρονα από τους πόνους και πολλοί ακόμα βρίσκονταν εκεί, ακίνητοι, ήδη νεκροί, μπροστά στη σπασμένη βιτρίνα. Ανάμεσά τους υπήρχαν και εκατοντάδες μικρά παιδιά…
Καυτά, χοντρά δάκρυα κύλισαν τότε στα μάγουλα της μικρής Μαρίας που, μην αντέχοντας άλλο να βλέπει αυτή την φρικτή σκηνή να εκτυλίσσεται μπροστά της, έβγαλε το κόκκινο βελούδινο πασούμι της και το πέταξε με οργή πάνω στους δύο στρατάρχες, στον ξύλινο Ουσάρο καρυοθραύστη, που διοικούσε τη μεραρχία των αρλεκίνων και στον μεγάλο πόντικα που είχε τα ηνία της μεραρχίας των ποντικών.
« Σταματήστε αμέσως ! », τους διέταξε ουρλιάζοντας. Η παντόφλα της εκσφενδονίστηκε με φόρα και ξαφνικά η αιματηρή συμπλοκή σταμάτησε σαν από θαύμα.
Η Μαρία δεν θυμόταν τίποτα άλλο μετά από αυτή τη σκηνή. Όταν άνοιξε πάλι τα μάτια της, βρισκόταν στο δωμάτιο της, ξαπλωμένη πάνω στο κρεβάτι. Ο πρωινός χειμωνιάτικος ήλιος της μέρας των Χριστουγέννων έμπαινε από το παράθυρο μέσα στο δωμάτιό της και τότε πρόσεξε ότι πάνω από το προσκέφαλό της την κοιτούσαν τα ανήσυχα πρόσωπα των γονιών της και του γιατρού.
« Θα μπορούσες να είχες πάθει σοβαρή αιμορραγία χτες της νύχτα μικρή μου », της είπε η μητέρα της στοργικά, αλλά και με ένα τόνο επίπληξης στη φωνή της. « Δεν έπρεπε να σε είχα αφήσει μόνη σου χθες βράδυ τόσο αργά », συμπλήρωσε.
« Από την κούραση μάλλον έπεσες πάνω στη βιτρίνα κι έτσι άνοιξες το χέρι σου », συμπλήρωσε ο γιατρός.
« Μητέρα, πατέρα όμως να ξέρετε, …εγώ κατάφερα να σταματήσω τη μάχη ! Χάρη σ ’εμένα σώθηκαν σίγουρα εκατοντάδες άμαχοι και παιδιά ! »
« Αχ καημένη Μαρία ! Παραμιλάς ακόμη και λες ασυναρτησίες ! Δεν είναι τίποτα , θα περάσει. Πρέπει απλώς να ξεκουραστείς. Να κοίτα ! Ο θείος Ντροσελμέγιερ, μόλις έμαθε τί συνέβη, ήρθε πρωί πρωί κι επισκεύασε τον Ουσάρο σου. Δεν έχει όμως πια κανένα μυτερό δόντι και δεν μπορείς να σπάσεις καρύδια μ ’αυτόν ».
« Καλύτερα έτσι ! », απάντησε η Μαρία, παίρνοντας στοργικά τον στρατιώτη στα χέρια της.
Τώρα δεν είχε πια εκείνο το βλοσυρό, γεμάτο μίσος, βλέμμα κι ούτε τύμπανο ανάμεσα από τα χέρια του. Έτσι, τώρα εκείνα στέκονταν ήσυχα, το ένα από δεξιά, το άλλο από αριστερά, κατά μήκος του σώματός του. Τα μάτια του ήταν καλοσυνάτα και χαμογελούσε.
Η Μαρία γύρισε ευχαριστημένη στο άλλο πλευρό και συνέχισε αμέριμνη τον ύπνο της. …………………………………. Καλά Χριστούγεννα με αγάπη και ειρήνη σε όλο τον κόσμο, ειδικά σε όσους βρίσκονται εγκλωβισμένοι μέσα σε μέτωπα πολέμου.
*εικόνα: pexels-jibarofoto