Parallax View

Ο καύσωνας «έσβησε» τις γνώριμες εικόνες του αστικού καλοκαιριού

Μία άδεια παραλία, ένα κέντρο ερημικό που πλαισιώνεται τα πρωινά από τουρίστες, άδεια μπαλκόνια με ξερές γλάστρες να κρέμονται στα κάγκελα, πατζούρια μισοκατεβασμένα, πρωινή ζωή σε παύση. 

Μυρτώ Τούλα
ο-καύσωνας-έσβησε-τις-γνώριμες-εικό-1188000
Μυρτώ Τούλα

Μία άδεια παραλία, ένα κέντρο ερημικό που πλαισιώνεται τα πρωινά από τουρίστες, μπαλκόνια χωρίς ανθρώπους με ξερές γλάστρες να κρέμονται στα κάγκελα, παντζούρια μισοκατεβασμένα, πρωινή ζωή σε παύση.

Λίγη παρατήρηση ήθελε μόνο -στις ημέρες που τα θερμόμετρα άγγιξαν τους 40 βαθμούς κελσίου- για να καταλάβει κανείς πως το αστικό καλοκαίρι σε μία πόλη που βουτά μέσα στην θάλασσα δεν είναι πια το ίδιο.

Από τα μέσα Ιουνίου, μέχρι σήμερα που έκανα την τελευταία μου βόλτα, η κίνηση στο κέντρο της πόλης από τις 12 το μεσημέρι έως τις 19:30 το απόγευμα είναι πεσμένη. Ξεκινώ για να πάω στην δουλειά μου στις 9 παρά, όποτε και οι θερμοκρασίες είναι -σχετικά- χαμηλές, η απόσταση από το σπίτι μου μέχρι το γραφείο είναι 12 μετρημένα λεπτά, πάντοτε χώνομαι από τα στενά και αναζητώ σκιερά μέρη.

Στην διαδρομή συναντώ μαγαζάτορες που ανοίγουν τις πόρτες των επιχειρήσεων και ταυτόχρονα ακούγεται ο ήχος του κλιματιστικού – ο οποίος παρεμπιπτόντως κλείνει στις 9 το βράδυ – στα εστιατόρια μερικές κουζίνες το πρωί αφήνουν ανοιχτές τις πόρτες – βλέπω μαγείρισσες με μία βεντάλια στο χέρι και ένα πανί να σκουπίζουν το ιδρωμένο τους μέτωπο. Στα καφέ επικρατεί σιγή. Ηλικιωμένοι πίνουν τον ελληνικό τους καθισμένοι σε γωνιές στα πεζοδρόμια.

Στην Πλατεία Αριστοτέλους κίνηση υπάρχει στον αέρα όμως πιάνεις συζητήσεις ξένων τουριστών – πάλι καλά που υπάρχουν και δαύτοι να μπουν κάποια έσοδα στα ταμεία των καταστημάτων που δεινοπαθούν από την ζέστη και παλεύουν με τους λογαριασμούς του ρεύματος. Τα πάρκα -όσα έχουμε- είναι άδεια και το χώμα ποτισμένο από την ανυπόφορη υγρασία. Τα μπαλκόνια που συνηθίζουν να γεμίζουν το καλοκαίρι με ζευγάρια ηλικιωμένων, έρημα και οι τελευταίες γλάστρες που κρέμονται από τα κάγκελα ξερές. Τα παντζούρια μισοκατεβασμένα – δεν ξέρω σε ποιο σπίτι έχει τρυπώσει ο ήλιος τους τελευταίους τρεις μήνες.

Η πόλη το πρωί κινείται κυρίως από εργαζόμενους, τουρίστες και ηλικιωμένους, τα νεαρά παιδιά έχουν μεταφέρει όλο τους το πρόγραμμα για ώρες πίσω, έχουν γίνει πια “αγρίμια” της νύχτας. Ο πρωινός καφές δεν είναι καν επιλογή, η remote εργασία έγινε και πάλι της μόδας, αυτή την φορά λόγω καύσωνα και ίσως είναι πιο υποφερτή από εκείνη της πανδημίας.

Από τις 12 μέχρι τις 19:30, όσοι αντέχουν και περπατούν στα πεζοδρόμια που μοιάζουν με τεκτονικές πλάκες κρατούν στο χέρι βεντάλιες – τις οποίες έχεις δει 3 μήνες τώρα να κουνιούνται ρυθμικά σε όλες τις συναυλίες και τα θέατρα που πήγες. Ενώ μερικές κυρίες ανοίγουν την ομπρέλα της βροχής επάνω στην Τσιμισκή, ενώ δεν βρέχει. Οι πιο προχωρημένοι έχουν και προσωπικά μικρά ανεμιστηράκια που πιτσιλούν με νερό το αναψοκοκκινισμένο τους πρόσωπο. Οι σερβιτόροι στα καφέ και στα εστιατόρια μένουν εντός μπροστά στην πόρτα και κοιτούν την ερημιά από τις τζαμαρίες.

Οι στάσεις των λεωφορείων δεν μπορούν να παρέχουν σκιά σε όσους περιμένουν, όσοι μένουν “απ’έξω” ψάχνουν απεγνωσμένα ένα κατάστημα με στέγαστρο και ιδανικά μία ανοιχτή πόρτα για να “κλέψουν” λίγη δροσιά από το κλιματιστικό. Αυτή η αναμονή είναι και μία από τις πολλές δικαιολογίες που χρησιμοποίεις για να αποφύγεις να βγεις από το σπίτι σου το πρωί. Και που να πας εξάλλου; Όπως λέει και η γιαγιά μου, “θα πρέπει να είσαι τρελός να κυκλοφορείς με τέτοια ζέστη.”

Η παραλία είναι άδεια, δεν αποτελεί πια ειδυλλιακό τοπίο για την τέλεια φωτογραφία μπροστά στο ηλιοβασίλεμα. Και όταν ο ήλιος πέφτει λίγοι είναι εκείνοι που την περπατούν, η υγρασία του Θερμαϊκού σε συνδυασμό με τον τρομακτικά ζεστό αέρα κάνει την περατζάδα αποπνικτική.

Ο ήλιος πέφτει μα η διαφορά που καταλαβαίνει το σώμα την θερμοκρασία είναι ελάχιστη. Σου προτείνουν τσίπουρο και μεζέ, το αποφεύγεις σαν να’ναι ο διάολος στο Λιβάνι σου, η οποιαδήποτε επαφή σου με το φαγητό σε κάνει να ιδρώνεις να βαρυγκομάς από τα μπαχάρια που το χειμώνα λατρεύεις. Ξεκινά και πάλι η αναζήτηση για μία ιδανική διασταύρωση στενών που έστω και λίγο θα κάνει ένα ρεύμα μπας και μπορέσεις να εγκαταλείψεις τo δροσερό σου σπίτι.

Τα θερινά σινεμά μετά τις εννιά γεμίζουν, αυτή η αστική εικόνα δεν θα αλλάξει. Ας πούμε πως είναι οι αστικοί μας κήποι και εκεί με έναν μαγικό τρόπο και μία δροσερή μπίρα η ανυπόφορη ζέστη γίνεται υποφερτή. Τα μεγάλα μπαλκόνια στις πολυκατοικίες και οι ταράτσες γίνονται στέκια το βράδυ. Παρέες αναζητούν πάγο στις κάβες τα απογεύματα για δροσερά cocktail. Προτέρημα έχουν τα στέκια με τις αυλές, εκεί δίνουμε τα ραντεβού μας. Και καθώς το κέντρο το πρωί φαινόταν σαν να είναι άδειο κι έρμο το βράδυ ξαναβρίσκει παλμούς.

Οι αστικές εικόνες από τα καλοκαίρια στην πόλη άλλαξαν και δεν ξέρω αν θα μπορέσουν ποτέ να αναβιώσουν τα πρωινά, ο ήλιος φροντίζει πλέον να σου τσουρουφλίζει αργά μέχρι και το τελευταίο κύτταρο σου. Ίσως κάποιοι από εμάς να νοσταλγούμε πια τον χειμώνα, ίσως πάλι να μας έχει βολέψει η βραδινή ζωή…

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα