Ο κύριος Ονούρ και τα άλλα τα παιδιά…
Η ελληνική τηλεόραση μετά την πρωτόγνωρη επιτυχία του πρώτου τουρκικού σήριαλ (Τα σύνορα της αγάπης, 2004-06, το μόνο με ελληνοτουρκικό θέμα), τα τελευταία χρόνια κατακλείστηκε από πλήθος σειρών, με επαναλαμβανόμενα στερεοτυπικά θέματα από την σύγχρονη τουρκική καθημερινότητα, αυτά που ονομάζουμε ‘σαπουνόπερες’. Η επιτυχία αυτή δεν συντελέστηκε επί ελληνικού εδάφους, αλλά επί τουρκικού, καθώς στην Τουρκία […]
Η ελληνική τηλεόραση μετά την πρωτόγνωρη επιτυχία του πρώτου τουρκικού σήριαλ (Τα σύνορα της αγάπης, 2004-06, το μόνο με ελληνοτουρκικό θέμα), τα τελευταία χρόνια κατακλείστηκε από πλήθος σειρών, με επαναλαμβανόμενα στερεοτυπικά θέματα από την σύγχρονη τουρκική καθημερινότητα, αυτά που ονομάζουμε ‘σαπουνόπερες’. Η επιτυχία αυτή δεν συντελέστηκε επί ελληνικού εδάφους, αλλά επί τουρκικού, καθώς στην Τουρκία πρώτα το είδος ‘τουρκικό σήριαλ’ έχει αναβαθμιστεί με μεγάλη πέραση τα τελευταία χρόνια καθορίζοντας τις προτιμήσεις του κοινού.
Υπάρχουν όμως ορισμένες διαφορές αναφορικά με τα ποια παίζονται στην Τουρκία και ποια στην Ελλάδα: Τα σήριαλ που προβάλλονται στην Ελλάδα δεν είναι τα καλύτερα (ούτε τα ακριβότερα) από αυτά που παράγονται, εκτός από ελάχιστα. Δεύτερο χαρακτηριστικό είναι ότι τουρκικά σήριαλ προβάλλονται σε πολλά κανάλια σε όλο τον κόσμο, με αποτέλεσμα να έχει αυξηθεί κατακόρυφα η παραγωγή, ακριβών και φτηνών σειρών.
Ακούστηκαν πολλά για το φαινόμενο. Ορθά εν μέρει συνδυάστηκε με την κρίση και με την αδυναμία των υπερχρεωμένων ελληνικών καναλιών να συνεχίσουν την χρηματοδότηση δικών τους παραγωγών, οπότε εύλογο ήταν να βγουν για ψώνια στο εξωτερικό. Από την άλλη, ακούστηκαν διάφορα για «πολιτισμικό ιμπεριαλισμό» της Τουρκίας. Ναι, είναι αλήθεια ότι η παραγωγή αυξήθηκε κατακόρυφα και ότι η τουρκική αγορά τηλεοπτικών σειρών στο εξωτερικό έφτασε σε ύψη ρεκόρ. Το να ερμηνεύεται η κατάσταση αυτή ως «ιμπεριαλισμός» είναι όμως άστοχο. Εκλείπει καταρχάς ο απαραίτητος όρος του καταναγκασμού και της επιβολής που συναρθρώνεται με την ισχύ εκείνου που επιβάλει σε εκείνον που δέχεται χωρίς συναίνεση πολιτικές, πρακτικές, ή έστω προϊόντα. Ξεχνάμε ότι η εισαγωγή αυτή έγινε με κριτήρια αγοράς, δηλαδή συνεκτίμησης κόστους, προσφοράς και ζήτησης, εκείνου που πουλάει κι εκείνου που αγοράζει και δεύτερον των χαρακτηριστικών που συνθέτουν την προτίμηση του κοινού. Ίσως δεν χρειάζεται να αναφερθούμε στο επίπεδο και του ελληνικού τηλεοπτικού κοινού το οποίο συχνά ανέβαζε στα ύψη και τις εγχώριες τηλεοπτικές σαπουνόπερες χαμηλότατης ποιοτικής στάθμης, όπως βέβαια και εκείνες που χαρακτηρίστηκαν ως ποιοτικές. Από την άλλη πλευρά έχει ενδιαφέρον να σχολιάσει και να εξετάσει κανείς ότι οι εξαγωγές της τουρκικής σαπουνόπερας (καλής, μέτριας ή χείριστης ποιότητας) έγιναν σε όλες τις αραβικές χώρες και την Ελλάδα. Τυχαίο; Το κοινό οθωμανικό παρελθόν, ο ρηχός οριενταλισμός, η εικόνα του «άλλου», άγνωστου και «φαντασιακού εχθρού» πάντα ερεθίζει τη φαντασία, ειδικά μάλιστα όταν απλώς σου ανοίγει παράθυρο σε μία κοινωνία με εκπληκτικές ομοιότητες με τη δική σου. Από την άλλη το κοινό δεν είναι ομοιογενές: ειδικά οι καταγόμενοι από την ανταλλαγή πληθυσμών έχουν τα δικά τους -έστω έμμεσα- βιώματα: η τουρκική γλώσσα, οι συνήθειες (βλ. οικογένεια γύρω από το τραπέζι) και οι τόποι (Πόλη, Πόντος, παράλια και Καππαδοκία) έχουν το δικό τους βάρος στην διαδικασία επιλογής καναλιού και προγράμματος από τον τηλεθεατή.
Πολλά θα μπορούσε να σχολιάσει κανείς για τις θεματικές, το περιεχόμενο, το ύφος και τις υπόγειες προτιμήσεις που διακινούνται με τα τουρκικά σήριαλ (εικόνα του πλούτου, αντρική βία, οικογένεια, ταξικές σχέσεις, οικονομική ανάπτυξη), άλλες παρόμοιες άλλες διαφορετικές σε σύγκριση προς με τα υπόλοιπα εγχώρια, αμερικανικά ή λατινοαμερικανικά σήριαλ. Μέσα από το πέρασμα της τηλεοπτικής αυτής κοινότοπης σαβούρας ας ελπίσουμε να μείνει και κάτι. Ότι μέσα από την έκθεση του ελληνικού τηλεοπτικού κοινού στη θύελλα τουρκικής σαπουνόπερας θα επιτευχθεί η εξοικείωση και η απομυθοποίηση αυτού που επί δεκαετίες είχε δαιμονοποιηθεί και χαρακτηριστεί ως η υπέρτατη απειλή.