Ο μύθος των Αετών
Μισός αιώνας ζωής για το θρυλικό ξενοδοχείο της Χαλκιδικής. Αυτή είναι η ιστορία του!
Τα καλοκαίρια της δεκαετίας του εξήντα, η Θεσσαλονίκη κάνει τις διακοπές της στη Χαλκιδική. Στο Ξενία Παλιουρίου, τα παλιά τζάκια της πόλης φτάνουν με μια σχεδία που φορτώνει τα αυτοκίνητα τους, κάπου στην αρχή του πρώτου ποδιού, καθώς δρόμος δεν υπάρχει. Κλείνουν πάντα τις ίδιες καμπάνες και τρώνε με την ίδια ευλάβεια στα γεύματα που θυμίζουν ιεροτελεστία. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στην εξωτική τότε Ουρανούπολη. Απέχει μια μέρα σχεδόν ταξιδιού από την πόλη, είναι στις παρυφές του Αγίου Όρους και διαθέτει μια απίστευτη ενέργεια. Το αντίστοιχο Ξενία, εκμεταλλεύσεως της οικογενείας Φλόκα, έργο του περίφημου αρχιτέκτονα Κωνσταντινίδη, συγκεντρώνει εκλεκτό κόσμο, που σχετίζεται όμως περισσότερο με τα γράμματα και τις τέχνες. Ζωγράφους, καθηγητές, συγγραφείς. Λινά τραπεζομάντιλα, λουλούδια στα βάζα, ασημένια μαχαιροπήρουνα, στο πουθενά. Καθώς το καΐκι από την Τρυπητή, μετά από ώρες ταξιδιού έμπαινε στον κόλπο της Ουρανούπολης, μια πραγματική έκπληξη περίμενε τους παραθεριστές-ταξιδιώτες. Ανάμεσα τους και το ζεύγος Γιώργου και Ισμήνης Τορνιβούκα, που με το σκάφος τους, έπλεε στα μαγικά νερά της περιοχής και συνήθιζαν τότε να καταλύουν στο Ξενία. Ιδιοκτήτες του μυθικού ξενοδοχείου Μεντιτερανέ στη Θεσσαλονίκη, πραγματικοί μπον βιβέρ, γοητεύτηκαν από την ομορφιά της περιοχής και θέλησαν να αποκτήσουν ένα κομμάτι γης και να χτίσουν ένα σπίτι για εξοχική κατοικία. Αγόρασαν ένα οικόπεδο παραθαλάσσιο και έφτιαξαν έτσι ένα μικρό bungalow. ”Πιστεύω πως η μεγαλύτερη πολυτέλεια στη ζωή είναι να μπορείς να είσαι έρημος και μόνος όταν το θελήσεις. Μας άρεσε πολύ η απομόνωση αυτού του μέρους. Είχαμε μια σκέψη για ένα σπιτάκι. Φτάσαμε με τρακτέρ και γαλότσες να δούμε το κτήμα. Δεν είχαμε ούτε φως, ούτε νερό. Ήταν η ωραιότερη εποχή της ζωής μας. Ο άντρας μου έφευγε με το σκάφος το πρωί για τον άγιο Νικόλα και έμενα με τα παιδιά στην υπέροχη ερημιά. Όταν ακούγαμε θορύβους παίρναμε το ψαροντούφεκο”, θυμάται η κυρία Ισμήνη Τορνιβούκα.
Η ιδέα για ένα ξενοδοχείο έπεσε από τους φίλους του ζευγαριού που λάτρευαν τη δουλειά που είχε γίνει στο Μεντιτερανέ. Ο Γιώργος Γκοτζαμάνης, αρχιτέκτονας λαμπρός και συμμαθητής του Γιώργου Τορνιβούκα στο κολέγιο, επιστρατεύτηκε για τα σχέδια. Ο ίδιος δεν είχε μεγάλη σχέση με τη θάλασσα και απέκλεισε το ενδεχόμενο μιας θαλασσινής κατασκευής. Πρωτοείδε το οικόπεδο από τη θάλασσα με καράβι και αναφώνησε πως το κτίσμα πρέπει να φυτρώσει μέσα από το λόφο. Κατόπιν κατευθύνθηκαν στο Όρος όπου του έδειξαν τα μοναστήρια και από την αρχή ο προσανατολισμός ήταν στο να γίνει κάτι που θα μοιάζει με μοναστήρι. Εκείνη την εποχή ανακαινίζονταν το μοναστήρι στην Πάτμο και η ευκαιρία για επιρροές ήταν πρώτης τάξεως. Ένα επιβλητικό κτίσμα από πέτρα ξεφυτρώνει κυριολεκτικά στο πουθενά. Τα υλικά φτάνουν δια θαλάσσης. Μάστορες της πέτρας από το Μεταγγίτσι, ένας πατέρας και δυο γιοι, πηγαινοέρχονται καθημερινά, και σκαλίζουν σταυροθόλια στην πρόσοψη. Το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό. Μια κλειστή εσωτερική αυλή που θυμίζει το μοναστήρι στην Πάτμο δεσπόζει δίπλα στην ρεσεψιόν. Φυτά παντός είδους, έρχονται από το Όρος και δημιουργείται μια εκπληκτική βλάστηση. Αυλές που θυμίζουν μαροκινά ανάκτορα στο Μαρακές πνιγμένα στο πράσινο, μανώλιες που μαγνητίζουν το βλέμμα, μια εκπληκτική ρεσεψιόν, στην οποία δεσπόζει μια εντυπωσιακή σύνθεση από κασέλες μακεδονίτικες, πιστές αντιγραφές μιας πρωτότυπης, αγορασμένης πανάκριβα εκείνη την εποχή από τον μυθικό αντικέρ της Αθήνας και μετέπειτα εφοπλιστή Μαρτίνο. Έργο του Μόραλη φτιαγμένο για το ξενοδοχείο της Θεσσαλονίκης, σε ένα τοίχο της εισόδου, Καστοριανές τέμπερες φερμένες από παλιά σπίτια, μοναδικές ξυλόγλυπτες ρόκες και στοιχεία παράδοσης που κάνουν το χώρο ένα επιβλητικό μουσείο. Το ξενοδοχείο ονομάζεται Αετών Μέλαθρον, γιατί μοιάζει από τη θάλασσα με αετοφωλιά. Το καλοκαίρι του 73 το ξενοδοχείο τελειώνει. Η πελατεία του Μεντιτερανέ σπεύδει πρώτη και καλύτερη μαζί με καθηγητές πανεπιστημίου, καπνέμπορους, τους Μοσκώφ και την αφρόκρεμα της πόλης που εκστασιάζεται με την αισθητική του. Το επόμενο καλοκαίρι τα πάντα μοιάζουν ονειρεμένα. Ένα καΐκι πηγαίνει τους παραθεριστές απέναντι στην έρημη Αμμουλιανή και τα γαιδουρονήσια, ένα μικρό τουριστικό γραφείο από το Ίνσμπουργκ που ειδικεύεται σε μοναχικούς παραδείσους στέλνει σύσσωμη την οικογένεια Σβαρόφσκι, με τα τέσσερα παιδιά της, που εντυπωσιάζεται, η Θεσσαλονίκη προσκυνά. Όμως στη μέση του καλοκαιριού ξεσπά η επιστράτευση και το Κυπριακό και το ξενοδοχείο αποχαιρετά εσπευσμένα το άτυχο καλοκαίρι με ένα αποχαιρετιστήριο γεύμα γεμιστών και υποσχέσεις για την επόμενη χρονιά. Από το 1975 και μετά τα πράγματα παίρνουν το δρόμο τους. Το άδοξο τέλος του Μεντιτερανέ μετά το σεισμό του 78 θα οδηγήσει την οικογένεια στην απόφαση να φέρει πολλά από τα σπάνια πράγματα του εδώ. Μοναδικής αισθητικής κομμάτια που αποτελούν από μόνα τους αντικείμενο συλλογής.
Η οδός της δόξας
Οι δύο αετοί, σήμα κατατεθέν του ξενοδοχείου, που ξεσηκώθηκαν από μια πόρπη αγορασμένη από έναν παλαιοπώλη ονόματι Άγγελος, στολίζουν μεταξύ άλλων και το βιβλίο εντυπώσεων που έφτιαξε με μεράκι ο Κατοπόδης το 75 με τις υποδείξεις της κυρίας Τορνιβούκα από ειδικά φύλλα που έφτιαχναν αμπαζούρ, έμελλε να φιλοξενήσει μερικές πολύ μεγάλες υπογραφές. Τα κείμενα του είναι το χρονικό μιας εποχής. Η British Airways που πετά τότε για Θεσσαλονίκη, φέρνει μερικούς από τους πιο αξιόλογους επιβάτες της. Οι επώνυμοι μαθαίνουν για το μέρος και αρχίζουν να φτάνουν. Ο εφοπλιστής Γιάννης Καρράς, προσωπικός φίλος της κυρίας Ισμήνης, καταφθάνει πολύ συχνά δια θαλάσσης με το κότερο του και φιλοξενείται. Ο καπετάνιος του τηλεφωνεί στο ξενοδοχείο και παραγγέλνει εκλεκτά ψάρια και οι ωραίες γυναίκες που πάντα τον συνοδεύουν μαγεύονται από τη μυσταγωγική ομορφιά του τοπίου. Θα σας βοηθήσω να κάνουμε μαζί με το Πόρτο Καρά έναν ισχυρό πόλο έλξης στην Χαλκιδική, λέει τότε συχνά στους ιδιοκτήτες χωρίς να μπορεί να φανταστεί τα δύσκολα χρόνια που έρχονται για τον ίδιο.
Ο μύθος του ξενοδοχείου φτάνει και στην Ευρώπη. Η πριγκίπισσα του Λιχνενστάιν, οι τελευταίο απόγονοι των Ρομανόφ, ο πρίγκηπας Μακίνσκι της Γιουγκοσλαβίας, ο Σούσνικ, πρωθυπουργός της Αυστρίας επί Χίτλερ, που αρνείται πεισματικά να μιλήσει γερμανικά. Ο Αγά Χαν, ο Κροίσος με την σπαρτιάτικη συμπεριφορά, που τρώει μόνο λαχανικά, λατρεύει τα ζώα και τις ρομαντικές βόλτες και ταξιδεύει συχνά στο Όρος. Αλλά και Νομπελίστες, ποιητές, συγγραφείς και ο πολιτικός κόσμος σύσσωμος. Η Αμαλία Μεγαπάνου, σύζυγος του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο Γιάγκος Πεσματζόγλου, ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ, ο Μανώλης Ανδρόνικος, η Ελένη Γλύκατζη Αλβελέρ, το αστέρι της καρδιοχειρούργικής Κρίστιαν Μπάρνταρντ, αλλά και παρέες των media όπως η γνωστή τριάδα Δαβαράκης-Μελετόπουλος-Τερζόπουλος. Ένα καλοκαίρι που κριτική επιτροπή στο φεστιβάλ τραγουδιού της Θεσσαλονίκης είναι η Δήμητρα Γαλάνη και ο Γιάννης Σπανός, η επιτροπή κλείνεται για μέρες στο ξενοδοχείο και ακούει όλα τα τραγούδια πριν τα προκρίνει. Μαγικές βραδιές θυμούνται όλοι.
Η Μαρία της σιωπής
Το καλοκαίρι του 76 μια απρόσμενη είδηση φτάνει στην Ουρανούπολη. Η Μαρία Κάλας, καλεσμένη του φίλου της Πυλαρινού θα καταλύσει για δεκαπέντε μέρες στο ξενοδοχείο μαζί με τη φίλη της την πιανίστρια Δεβετζή. Σημαίνει συναγερμός. Ένας έμπειρος σερβιτόρος και μια καμαριέρα προσωπικοτήτων, η Μπέτι, καταφθάνουν από το Μεντιτερανέ. Ο διευθυντής του ξενοδοχείου πηγαίνει με καΐκι στον όρμο της Παναγιάς και την παραλαμβάνει. Στο δρόμο τσίπουρα και μεζέδες, η θέα του όρους και η θάλασσα τη γαληνεύουν. Καταλύει σε ένα γωνιακό, απόμερο σπιτάκι που φέρει ακόμα σήμερα το όνομα της, διαλέγει για μπάνιο τις ερημικές παραλίες της Αμμουλιανής μακριά από τα μάτια του κόσμου, την πηγαινοφέρνει ο Ντίνος, γιος της οικογένειας με μια βάρκα. Δεν θέλει δημοσιότητα και οι παπαράτσι της εποχής κρύβονται σε θάμνους να την φωτογραφίσουν. Απομονώνεται διαρκώς με το τυφλό κανίς της, επικοινωνεί μόνο με τον Καραμανλή τηλεφωνικά και παραθέτει μονάχα ένα γεύμα στα ζεύγη Τορνιβούκα και Βεζίρογλου. Τη νύχτα της γιορτής της, το Δεκαπενταύγουστο της κάνουν μια έκπληξη με σαμπάνια και τριαντάφυλλα και κείνη χαίρεται. Μιλά στους δημοσιογράφους μονάχα μια φορά, ψιλή αγέρωχη και υπέροχη και μετά ζητά να σεβαστούν την ησυχία της. Οι λεπτομέρειες της παραμονής της κρατήθηκαν μέχρι σήμερα καλά κρυμμένες από την οικογένεια που σεβάστηκε ανέκαθεν τις απαιτήσεις των δεκάδων επώνυμων φιλοξενούμενων της.
To Eagles Palace παραμένει ακόμα και σήμερα ένα πραγματικό διαμάντι αρχιτεκτονικής και αισθητικής που δεν ξεπεράστηκε από το χρόνο. Οι ανακαινίσεις που ακολούθησαν σεβάστηκαν την παράδοση του και το κοινό του παραμένει ξεχωριστό με προσωπικότητες παγκόσμιας ακτινοβολίας να καταλύουν. Στις παρυφές του Αγίου Όρους συνέδεσε την ιστορία του με τους επισκέπτες των μονών και με τους λάτρεις της γαλήνης του.
Tips:
Πολιτικοί που έχουν καταλύσει. Ο Κωνσταντίνος Στεφανόπουλος, ο Κώστας Σημίτης, η οικογένεια Μητσοτάκη, ο Τάκης Λαμπρίας, ο Παύλος Μπακογιάννης, ο Χρήστος Σαρτζετάκης, Γεώργιος Μαύρος.
Η εκκλησία: Ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος, ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, ο Αμερικής Ιάκωβος.
Άνθρωποι της τέχνης: Μπουτσόπουλος, Γιώργος Μαρίνος, Σταμάτης Φασουλής, Γιάννης Βακαρέλης, Ελευθερία Αρβανιτάκη, Διονύσης Σαββόπουλος, η Ορνέλα Μούτι.
Top secret: Η άφιξη της τέως βασιλικής οικογένειας, στην πρώτη της επίσκεψη στην Ελλάδα θέτει σε συναγερμό την ευρύτερη περιοχή. Εκατοντάδες περίεργοι συρρέουν να τους δυο, στην παραλία και τους κοινόχρηστους χώρους.