O Monsieur Minimal σε “Μεγάλες Στιγμές”
της Γιώτας Κωνσταντινίδου Εικόνες: Αννα Καρμίρη (Η φωτογράφιση έγινε στο Stereodisc) Eυδιάθετος όσο ποτέ, ο Μonsieur Minimal βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη για την παρουσίαση του νέου του άλμπουμ, High Times. Mας μίλησε για τη δισκογραφική του εταιρεία, ξεφύλλισε δίσκους στο αγαπημένο του στέκι και μοιράστηκε τα όνειρά του. Γιατί οι πιο μεγάλες στιγμές, (High Times) είναι […]
της Γιώτας Κωνσταντινίδου Εικόνες: Αννα Καρμίρη (Η φωτογράφιση έγινε στο Stereodisc)
Eυδιάθετος όσο ποτέ, ο Μonsieur Minimal βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη για την παρουσίαση του νέου του άλμπουμ, High Times. Mας μίλησε για τη δισκογραφική του εταιρεία, ξεφύλλισε δίσκους στο αγαπημένο του στέκι και μοιράστηκε τα όνειρά του. Γιατί οι πιο μεγάλες στιγμές, (High Times) είναι εκείνες που δεν εγκαταλείπεις τα όνειρά σου. (Νever Give It Up.)
Πες μας για την ιδέα του τραγουδιού, Νever Give it up.
Είναι στιγμές που πιστεύω ότι θα πρέπει να υπάρχει αυτό το μότο αλλά αναμφισβήτητα υπάρχει και η ρεαλιστική πλευρά των ημερών που δεν σ’ αφήνει να το νιώσεις. Είναι κομμάτι του καινούργιου δίσκου, ο οποίος κυκλοφόρησε 23 Απριλίου από τη δική μου δισκογραφική, Mo.Mi, records, με διανομή από τη feelgood και στο εξωτερικό από την Orchard. Το πρώτο δείγμα είναι το Never Give it Up, σε σκηνοθεσία του Μάριου Ερμητικού βασισμένο σε μια ολοκληρωτικά δική του ιδέα. Καταλήξαμε ότι η καλύτερη ιδέα είναι να βγεις έξω και να νιώσεις ό, τι σου προκαλεί το κομμάτι. Βγήκε έντονα το ανθρωποκεντρικό στοιχείο και σε μια περίεργη περίοδο γα όλους που πολλά πράγματα δείχνουν να έχουν χάσει τη σημασία τους.
Παίζεις με ελληνικό και ξένο στίχο, είναι γιατί η μουσική σου δεν απευθύνεται σε αυστηρά προκαθορισμένο γλωσσικά κοινό;
Έπαιξα μια φορά με ελληνικό στοιχείο στο pasta flora που ήταν σταθμός και έγινε μεγάλη επιτυχία. Αποτέλεσε τη μεγαλύτερη επιτυχία εμπορικά. Ένα τραγούδι που μετράει ήδη πέντε χρόνια. Για μένα δεν αποτελεί κόμπλεξ ο ελληνικός στίχος αλλά είναι ομολογουμένως πιο δύσκολα να τον χειριστείς. Οι δικές μου επιρροές έχουν να κάνουν με την αγγλική και αμερικάνικη σκηνή οπότε μου είναι πιο εύκολο να γράψω κάτι και το κολλήσω στη μουσική μου με αγγλικό στίχο. Το pasta flora ήταν κάτι το εντελώς αυθόρμητο, δεν ήταν στα σχέδια να γίνει δίσκος και έγινε. Αν στο μέλλον προκύψει πάλι κάτι σε ελληνικό στίχο και αγγίζει ή ακόμα και ξεπερνάει την αισθητική του pasta flora θα το έκανα.
Παιδί της πόλης μας…
Η καταγωγή μου είναι από τα Γιαννιτσά, εκεί εδρεύει και η δισκογραφική μου εταιρεία. Γιατί εκεί; Στην Αθήνα, για παράδειγμα, αν πας σε μια Εφορία, καλύτερα να ανατιναχτείς πριν μπεις μέσα. Τα πρώτα μου μουσικά βήματα, ωστόσο, ήταν εδώ στη Θεσσαλονίκη, στο Σύγχρονο Ωδείο όπου κάναμε μαθήματα μουσικής παραγωγής με τον Δημήτρη τον Αδάμ, που είχε στήσει μια ομάδα που υπάρχει ακόμα, τους Anotherfine project. Παράλληλα είχα τελειώσει ηλεκτρολόγος μηχανικός όπου δούλευα για βιοπορισμό και σπούδαζα μουσική για να φτάσω στο επιθυμητό επίπεδο. Εκείνη την περίοδο, είχε προκύψει επί Myspace, ο μουσικός διαγωνισμός του Cocacola soundwave, όπου ένας καλός φίλος έστειλε χωρίς να με ρωτήσει τα κομμάτια μου και έγινε η αρχή.
Από τον πρώτο δίσκο μέχρι τον τελευταίο διακρίνουμε μια δυναμική της σύγχρονης εποχής αλλά ταυτόχρονα και μια γλυκιά νοσταλγία αλλοτινής εποχής. Γιατί συμβαίνει αυτό;
Αυτό μάλλον είναι το δικό μου στοιχείο που ακόμα κανένας ψυχολόγος δεν έχει αιτιολογήσει. Γενικότερα αναπολώ τα παιδικά μου χρόνια γιατί εκεί βρίσκω την πηγή ενέργειάς μου. Μάλλον πέρασα ωραία παιδικά χρόνια.
Η μεγάλη ερμηνεύτρια Δήμητρα Γαλάνη, έδειξε γρήγορα την εμπιστοσύνη της στο πρόσωπό σου. Πώς το εισέπραξες;
Πολύ κουλ. Η κ. Γαλάνη, ήταν στο διαγωνιστικό του Coca-cola soundwave και στο τέλος ήρθε μ’ αγκάλιασε, με φίλησε και μου έδειξε αμέριστη εμπιστοσύνη. Έχω είχα βγάλει το πρώτο μου άλμπουμ, κατέβηκα Αθήνα, πέρασα την είδα από το μαγαζί που τραγουδούσε, της έδωσα ένα cd και μου είπε αν θέλω ή σκεφτώ κάτι με χαρά θα το δεχόταν. Οπότε προέκυψε το κομμάτι. Το κομμάτι δεν μπορούσε να το πει κανένας και τότε φανταστήκαμε ότι θα πρέπει να το πει η Δήμητρα Γαλάνη. Βρισκόμαστε συχνά, πίνουμε καφέ και είναι ανοιχτή σε νέες ιδέες.
Συνεργάζεσαι με την παιδική χορωδία του Σπύρου Λάμπρου, στο κομμάτι, ‘’The joy of love’’ και στο ‘’Stars’’, αποτυπώνεται μ’ αυτόν τον τρόπο, μια έντονη ευαισθησία και παιδικότητα;
Απόλυτα. Με ρωτούσαν με ποιον ήθελα να συνεργαστώ. Επιθυμούσα, λοιπόν, να αποτυπώσω στη pop μουσική, τη δική μου pop μουσική, όχι αυτή που θεωρούμε pop στη Ελλάδα, κάτι όμορφο, ευαίσθητο και αληθινό. Και τι πιο αληθινό από τα παιδιά;
Σου άρεσε η εμπειρία αυτή;
Τη φοβόμουν τη συνεργασία αυτή. Αναρωτιόμουν πως θα γαλουχήσω τόσα παιδιά. Ήταν όμως τέτοια σφουγγάρια που μέσα σε μισή ώρα ηχογραφήσαμε δυο κομμάτια. Έμεινα έκπληκτος και απόλυτα ευχαριστημένος.
Νιώθεις ότι ανήκεις σε μια ειδική κατηγορία καλλιτεχνών, κοντά στον Κ. Βήτα, στη Μόνικα;
Και να μη νιώθω έτσι, μου το χρεώνουν. Δεν νιώθω τόσο κοντά. Στη Μόνικα, οι αναφορές είναι πιο Χατζηδαϊκές, εγώ εμπνέομαι από τη βρετανική και αμερικάνικη σκηνή. Δεν έχω έντονα το ελληνικό στοιχείο και τον χατζηδεϊσμό που έχει μεγαλώσει μια ολόκληρη γενιά. Είναι ξεκάθαρα πιο δυτικές οι επιρροές μου.
Καινούργιος δίσκος, High Times και παρουσίαση στη Θεσσαλονίκη.
Έχει γίνει ήδη η παρουσίαση στην Αθήνα στο Sixdogs. To άλμπουμ είναι ένα νέο ηχόχρωμα πέρα από το Lollipop και την Pasta Flora και το θεωρώ την εξέλιξη της δική μου pop. Έχει στοιχεία από γαλλική σκηνή, έχει μια χορευτική διάθεση τον hotcheap και τα synthesizer των Royksopp, μουσικά στοιχεία και ακούσματα αρκετά άγνωστα εδώ. Ο δίσκος κυκλοφορεί από τη δική μου δισκογραφική εταιρεία, αποφάσισα να το δισκογραφήσω μόνος μου. Έχει ήδη ξεχωρίσει το High Times, το Never Give it Up και ένα ιδιόμορφο κομμάτι το Gaidadelic. Η ονομασία του προέρχεται από τη γκάιντα και το σαϊκεντέλικ / psikedelik. Είναι στην ουσία ένα λογοπαίγνιο που κάναμε στα Γιαννιτσά με τους φίλους μου όποτε πηγαίναμε σε παραδοσιακές γιορτές όπου έπαιζε η γκάιντα και ήταν στα φόρτε της η σαϊκεντέλικ σκηνή. Καθένας επιλέγει το κομμάτι από το άλμπουμ που του αρέσει περισσότερο και μου αρέσει αυτό να συμβαίνει.