Ο μπαμπάς μου
της Άσπας Πάσσιου Γεννήθηκε το 30. Την πρωτοχρονιά λένε τα χαρτιά του, μα τα γνήσια χαρτιά κάηκαν σε μια πυρκαγιά του Ροδολίβους και ο πατέρας του, γραμματέας της Κοινότητας αργότερα, αποκατέστησε την κάποια αλήθεια θέλοντας τον μοναχογιό του -πλέον- γεννημένο πρωτοχρονιά. Υπήρξε χαρούμενο παιδί –λέγανε. Αρκούντως ζαβολιάρης και ικανοποιητικά ευαίσθητος. Αγαπούσε τις γάτες. Τις μάζευε, […]
της Άσπας Πάσσιου
Γεννήθηκε το 30. Την πρωτοχρονιά λένε τα χαρτιά του, μα τα γνήσια χαρτιά κάηκαν σε μια πυρκαγιά του Ροδολίβους και ο πατέρας του, γραμματέας της Κοινότητας αργότερα, αποκατέστησε την κάποια αλήθεια θέλοντας τον μοναχογιό του -πλέον- γεννημένο πρωτοχρονιά.
Υπήρξε χαρούμενο παιδί –λέγανε. Αρκούντως ζαβολιάρης και ικανοποιητικά ευαίσθητος.
Αγαπούσε τις γάτες. Τις μάζευε, τις τάιζε, τις έπαιζε, κοιμόταν μαζί τους και όταν κάποτε πέθαιναν, τις κήδευε μαζεύοντας όλη τη γειτονιά και τα παιδιά της στην κηδεία. Μοίραζε κεριά και είχε φτιάξει το δικό τους γατονεκροταφείο.
Ήταν ο μικρότερος από τα τέσσερα αδέλφια. Ο μεγάλος, ο Τάκης, χάθηκε νωρίς. Παλικάρι 26 χρονών, από φοιτητής στρατιώτης, αντί για στρατιώτης αντάρτης, από αντάρτης προδομένος, έπειτα καταδικασμένος, μετά εξόριστος, στη Γιούρα, τη Μακρόνησο και τον Αη Στράτη. Εκεί ξεψύχησε. Από κακουχίες και αρρώστια. Μόνος. Αβοήθητος. Το νέο έφτασε στην οικογένεια μετά θάνατον. Θέλησαν τη σωρό του. Τίποτε δεν τους έδωσαν. Θέλησαν να μάθουν πού, πώς, γιατί, τίποτε δεν τους είπαν. Θέλησαν να πάνε στον τάφο του. Τους απείλησαν ότι δεν θα τους άφηναν σε ησυχία. Σκιάχτηκε η οικογένεια για τα άλλα της παιδιά και σίγησε. Αλλά η ενοχή για το ότι δεν είχαν ούτε ένα σώμα να κλάψουν τους έπεσε βαριά. Σε αυτή την οικογένεια από τότε και μετά το γέλιο έλειψε και η χαρά ακρίβυνε.
Ο μπαμπάς μου αγαπούσε τα γράμματα. Αγαπούσε τη γεωγραφία και την ιστορία. Έκανε καλλιγραφικά γράμματα και ήταν ορθογράφος. Αλλά του έτυχε κατοχή. Και μάλιστα βουλγάρικη. Τα σχολεία έκλεισαν, ο ζυγός ήταν βαρύς, «όσοι δεν έζησαν βουλγαρική κατοχή δεν κατάλαβαν τίποτε» λένε ακόμη. Όταν πια ο πόλεμος τέλειωσε, ήταν μεγάλος, έπρεπε να συνεχίσει το γυμνάσιο με πολύ μικρότερους στη ηλικία, έπρεπε να βοηθήσει και την οικογένεια στα χωράφια, έπρεπε να αντικαταστήσει και την παρουσία του Τάκη – το γυμνάσιο δεν το τελείωσε.
Η οικογένεια έψαχνε αλλού το μέλλον της. Πούλησε σπίτια, χωράφια, ο παππούς βγήκε στη σύνταξη ως δημόσιος υπάλληλος και αποφάσισε πως θα σταθεί στη Θεσσαλονίκη. Ήταν στα μέσα του 50. Ο Τάκης -άγνωστο σε ποιο- στο χώμα. Η Άννα παντρεύεται. Η Κούλα είναι χαϊδεμένη και δεν θέλει κανένα. Ο Αργύρης τάζει στη μαμά μου γάμο και αναλαμβάνει να «κατακτήσει» τη Θεσσαλονίκη. Γίνεται γαλατάς, εργοδηγός και τέλος με τη συνεισφορά του πατέρα του θέλει να αγοράσει μια άδεια ταξί και να δουλεύει. Όταν έφηβη σκαλίζοντας τα συρτάρια των γονιών μου ανακάλυψα τη αλληλογραφία του με την ασφάλεια, έκλαψα πολύ. Όχι μία, αλλά επανειλημμένες δηλώσεις μετανοίας, αποκηρύσσοντας τις πολιτικές του πεποιθήσεις και του αδελφού του, προκειμένου να του επιτρέψουν να γίνει κάτοχος μιας άδειας ταξί (πληρωμένης). Όταν μου πέρασε η ξινίλα της εφηβείας, αποφάσισα ότι στην Ελλάδα, εγώ η συγκεκριμένη κόρη του μπαμπά που διάβαζε την αλληλογραφία του , με αυτή την οικογενειακή ιστορία θα είμαι πάντα αριστερή.
Με το ταξί έζησε την οικογένειά του. Δηλαδή τη μαμά μου, την αδελφή μου και εμένα. Αγόρασε και ένα σπίτι. Όταν πήρε σύνταξη, έφτιαξε και το σπίτι στο χωριό και ζούσε πλέον μισό χρόνο Ροδολίβος, μισό Θεσσαλονίκη. Κράτησε και για τα γεράματα. Μας έζησε μια χαρά. Δεν είχαμε πολυτέλειες, αλλά είχαμε πάντα χρήματα για μόρφωση, γλώσσες, μουσικές, φροντιστήρια, βιβλία, δίσκους.
Έχασε την μία του αδελφή νωρίς. Επιβαρύνθηκε κι άλλο το ισοζύγιο της χαράς. Αν και είχε χιούμορ, σπάνια γελούσε. Χαμογελούσε συχνά.
Του άρεσε να μελετά γεωγραφικούς άτλαντες και να βλέπει ιστορικά ντοκυμαντέρ. Αν είχαν να κάνουν με Σοβιετική Ένωση, τόσο το καλύτερο. Του άρεσαν και τα αεροπλάνα. Πολύ. Ειδικά τα στρατιωτικά. Η απόλυτη ευτυχία; Ντοκιμαντέρ επιχείρηση Μπαρμπαρόσα – τα μοίραζε ο Ριζοσπάστης σε συνέχειες.
Δεν αγαπούσε πολύ τη μουσική, αλλά είχε κάμποσες κασέτες με τραγούδια «μπελκάντο», του άρεζε ο Μαρούδας, η Μαίρη Λίντα. Χόρευε πολύ ωραία, το λαϊκό ταγκό και βαλς. Μαζεμένα, χωρίς πολλές φιοριτούρες, αλλά με απίστευτο tempo. Και σου ‘φερνε και μια σβούρα χωρίς να το περιμένεις. Ναι, μετά και μια ανάποδη στροφή. Από τον μπαμπά μου έμαθα αυτούς τους χορούς και μόνον μαζί του έχω χορέψει απολύτως αρμονικά, σαν να είχαμε χορογραφία.
Ψήφιζε πάντα ΚΚΕ. Και ό, τι πρότεινε το ΚΚΕ. Ανέχτηκε στο σπίτι του, φιλοξενούμενούς του, να μιλούν για «συμμοριτοπόλεμο» και δεν είπε «κιχ» για τον αδελφό του, για τον ίδιο. Για να μην τους χαλάσει την καρδιά. Να μην δυσαρεστήσει. Να μην επιβαρύνει σχέσεις ανθρώπων που τις αισθάνονταν ως σοβαρές. Τον λες και ενοχικό, αλλά εγώ τον λέω καλοκάγαθο. Και οι άλλοι τον λένε «μπαχτσέ», «περιβόλι» κ.λ.π. Όλοι μπορεί να αντάλλασαν λόγια με όλους, ο μπαμπάς μου ποτέ.
Ο μπαμπάς μου δεν ήταν εκφραστικός. Ούτε εκδηλωτικός, ούτε διαχυτικός, ούτε αγαπησιάρης, ούτε χαδιάρης. Ήταν όμως τόσο μα τόσο καλοκάγαθος, απολύτως άδολος και μεγαλόκαρδος. Δεν πλήγωσε ποτέ με λόγια ή έργα. Και την αγάπη του ή το θαυμασμό του έπρεπε να μάθεις να τα διαβάζεις στα μάτια του.
Δεν ήθελε να επιβαρύνει ποτέ κανέναν. Ούτε στην ολιγόμηνη αρρώστια του. Μερικές ώρες πριν πέσει σε λήθαργο μας είπε ότι είναι μια χαρά. Δέκα λεπτά πριν ξεψυχήσει με διαβεβαίωσε ότι αγαπιόμαστε.
Ξέρω, πλήρης ημερών και άλλα παρηγορητικά αλλά μου λείπει πολύ.