O Νίκος πήρε το βαρκάκι του
Και να που «έτσι ξαφνικά όπως θα μπαίνει η άνοιξη» γίναμε πάλι φτωχότεροι. Ο Νίκος Παπάζογλου μας την έσκασε. Μέσα στην όλη περιρρέουσα ατμόσφαιρα ανάμεσα στην αναδιάρθρωση του χρέους, την συνεχώς επαπειλούμενη χρεωκοπία, στις αγορές που δε λένε να μας χαμογελάσουν μπιτ, στα καινούργια θολά μέτρα ή ημίμετρα, δίπλα σε λόγια κι άλλα λόγια, άλλος […]
Και να που «έτσι ξαφνικά όπως θα μπαίνει η άνοιξη» γίναμε πάλι φτωχότεροι. Ο Νίκος Παπάζογλου μας την έσκασε. Μέσα στην όλη περιρρέουσα ατμόσφαιρα ανάμεσα στην αναδιάρθρωση του χρέους, την συνεχώς επαπειλούμενη χρεωκοπία, στις αγορές που δε λένε να μας χαμογελάσουν μπιτ, στα καινούργια θολά μέτρα ή ημίμετρα, δίπλα σε λόγια κι άλλα λόγια, άλλος ένας τόσο ξεχωριστός, τόσο αιώνιος έφηβος, ένας αμετανόητος χίπις, μας κούνησε, οριστικά και αμετάκλητα αυτή τη φορά, το κόκκινο φουλάρι του.
Τον θυμάμαι τον Νίκο, εκεί στα τέλη της δεκαετίας του 70. Τότε που συνερχόμασταν από το λήθαργο της δικτατορίας. Τότε που δίπλα στα τραγούδια του Θεοδωράκη και τις πρώτες μεγάλες ανοιχτές συναυλίες, έσκασε μύτη μια άλλη μουσική. Με άλλους ήχους, κι άλλους στίχους. Λιγότερο πολιτικούς αλλά γεμάτους με φρέσκο ερωτικό αεράκι. «Η εκδίκηση της γυφτιάς». Κι έπειτα, λίγο αργότερα, οι «Αχαρνείς» του Σαββόπουλου με το Νίκο να τραγουδά την παράβαση με την τόσο καθαρή και αμυδρά λυγμική φωνή του: «Ζητά ωραία πράγματα μ’ αίμα και με θυσίες/ προς το συμφέρον όλων σας και το κοινό καλό/ δε θα σας πει παινέματα δε ξέρει κολακείες/ και για την ευτυχία σας πληρώνει τον καιρό».
Κι έπειτα λίγα χρόνια αργότερα, εκεί στις αρχές του ’80, στο στούντιο «Αγροτικόν» στην Τούμπα, να μας βοηθά να κάνουμε με την Πειραματική Σκηνή της «Τέχνης» τις πρώτες ηχογραφήσεις μας. Γλυκός, χαμογελαστός, με χιούμορ και μια αδιόρατη μελαγχολία.
Κι εμείς να τραγουδάμε την «τρελλή κι αδέσποτη» και το «εδώ κανείς δεν τραγουδά κανένας δε χορεύει».
Καλό ταξίδι Νίκο. Τώρα «πήρες το βαρκάκι σου, κι ό,τι καιρό κι αν κάνει» ανοίχτηκες για πολύ πιο μακρινές θάλασσες απ’ το Καραμπουρνού της νιότης μας.